Ο επίμονος πληθωρισμός διαδέχθηκε την πρωτόγνωρη περίοδο της πανδημίας και των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα. Σήμερα πλέον αρκετά από τα ζητήματα που συνδέθηκαν με τον κορωνοϊό θεωρούνται εν πολλοίς υπό έλεγχο, κάτι που δεν ισχύει για τις αυξήσεις των τιμών που προκάλεσαν την επιθετική ρητορική των κεντρικών τραπεζών καταλήγοντας σε μια νέα εποχή: την εποχή των υψηλών επιτοκίων που ήρθαν για να μείνουν για μεγαλύτερο διάστημα από όσο φανταζόμασταν αρχικά.
Βέβαια καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής από την Ουάσιγκτον έως τη Φρανκφούρτη εισέρχονται στο τελευταίο τρίμηνο του 2023, έχουν κάπως αναθαρρύσει θεωρώντας ότι ο αγώνας τους ενάντια στον πληθωρισμό σημειώνει πρόοδο.
«Επέλεξαν να την αγνοήσουν»
Μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, οι επενδυτές προσπαθούν ακόμα να βρουν «πατήματά» τους. Οι μετοχές βρίσκονται σε πτωτική κίνηση, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν αυξηθεί και το αμερικανικό δολάριο ενισχύεται μετά το σήμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), πριν από δύο εβδομάδες, ότι ενδέχεται να διατηρήσει τα επιτόκια κοντά στα τρέχοντα επίπεδα μέχρι το 2024. Εισερχόμενος στο τέταρτο τρίμηνο, ο δείκτης S&P 500 βρίσκεται σε άνοδο 12%, αλλά μέρος του ενθουσιασμού που χαρακτήριζε τις αγορές το πρώτο εξάμηνο έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί.
«Είναι μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία», όπως το έθσε ο Sandi Bragar, chief client officer στην Aspiriant. «Οι επενδυτές γνώριζαν ότι υπήρχε αυτή η πιθανότητα, αλλά επέλεξαν να την αγνοήσουν».
Η εβδομάδα που ξεκινάει θα φέρει τοποθετήσεις τόσο από ττον επικεφαλής της Fed Τζερόμ Πάουελ και όσο και από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, με τους επενδυτές θα αναζητούν ενδείξεις για την πορεία των αποφάσεων των κεντρικών τραπεζών. Γενικά δεν αναμένονται νέες αυξήσεις στο κόστος δανεισμού, αλλά διατήρη των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα «για όσο χρειαστεί», όπως διαμηνύουν οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Ήδη αυτή η νέα εποχή διαμορφώνει ένα περιβάλλον με νικητές και χαμένους, όπως σημειώνει η Wall Street Journal και συνοψίζει τις αλλαγές που διακρίνει:
Οι τιμές των ομολόγων μειώνονται, ξανά
Τα ομόλογα είχαν μια ιστορικά κακή χρονιά το 2022. Όσοι στοιχημάτιζαν ότι το 2023 θα ήταν καλύτερα, έχουν κάνει λάθος. Τουλάχιστον μέχρι στιγμής, υπογραμμίζει η WSJ.
Οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, που κινούνται αντιστρόφως από τις τιμές, άρχισαν να αυξάνονται εκ νέου τον Ιούλιο όταν φάνηκε ότι η Fed πρέπει να πρέπει να κρατήσει σε υψηλά επίπεδα τα επιτόκια. Συνεχίστηκε η ίδια πορεία τον Αύγουστο, όταν η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα εκδόσει πολύ περισσότερα ομόλογα τους επόμενους μήνες από ό,τι περίμεναν οι επενδυτές, παρατείνοντας τις απώλειες της θερινής περιόδου και αναγκάζοντας τους επενδυτές να επανεκτιμήσουν τις προοπτικές τους για την αγορά.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι προσδοκίες για υψηλότερα επιτόκια μειώνουν τις τιμές των ομολόγων επειδή οι επενδυτές ανησυχούν ότι θα πληρώσουν μεγαλύτερα κουπόνια από τα τρέχοντα για τα ομόλογα που θα εκδοθούν στο μέλλον. Αυτό, με τη σειρά του, ανεβάζει τις αποδόσεις των ομολόγων, ένα μέτρο των ετήσιων αναμενόμενων αποδόσεων που προϋποθέτει ότι τα ομόλογα θα πληρωθούν στην ονομαστική τους αξία στη λήξη.
Ως εκ τούτου, η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου ανέβηκε για λίγο πάνω από το 4,6%, το υψηλότερο επίπεδό του από το 2007, από 3,818% στα τέλη Ιουνίου.
Οι Big tech χάνουν τη λάμψη τους
Οι μετοχές των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών (Apple, Microsoft, Alphabet , Amazon, Nvidia, Tesla και Meta) πήραν στην πλάτη τους σχεδόν όλη την άνοδο του χρηματιστηρίου φέτος την άνοιξη. Η πορεία αυτή τους χάρισε τον χαρακτηρισμό «Magnificent Seven», αλλά σήμερα έχουν αρχίσει να χάνουν τη λάμψη τους καθώς οι επενδυτές κοιτάζουν με σκεπτικισμό τις βαριές αποτιμήσεις που επιτάσσουν οι ηγέτες της αγοράς.
Οι μετοχές της Nvidia, για παράδειγμα, υποχώρησαν 12% τον Σεπτέμβριο, της Apple 8,9% και της Amazon 7,9%. Μόνο η Meta σημείωσε κέρδη.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Όταν τα επιτόκια είναι χαμηλά ή αναμένεται να πέσουν σύντομα, οι traders είναι πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλότερα πολλαπλάσια των βραχυπρόθεσμων κερδών μιας εταιρείας για να συμμετάσχουν στην ανάπτυξή της. Όταν όμως οι επενδυτές προετοιμάζονται για μια μεγαλύτερη περίοδο υψηλών επιτοκίων, αλλάζει ο τρόπος σκέψης τους και μειώνεται η διάθεση για assets που ενέχουν ρίσκο, όπως οι τεχνολογικές μετοχές.
Παράλληλα, μετά το φετινό τους ράλι, ορισμένες τεχνολογικές μετοχές φαντάζουν ακριβές. Η Apple, για παράδειγμα, διαπραγματεύεται περίπου 26 φορές τα αναμενόμενα κέρδη της τους επόμενους 12 μήνες και η Microsoft περίπου 27. Οι μέσοι όροι δεκαετίας είναι περίπου 18 και 23, αντίστοιχα.
Μη ελκυστικά τα μερίσματα μετοχών
Το σταθερό εισόδημα από τις μετοχές δεν έχει την ίδια απήχηση που συνήθιζε. Σύμφωνα με την FactSet, λιγότερες από 30 μετοχές του δείκτη S&P 500 έχουν μερισματική απόδοση πάνω από αυτή του εξάμηνου έντοκου γραμματίου.
Πρόκειται για σημαντική αλλαγή σε σχέση με αυτό που ίσχυε την περασμένη δεκαετία, όταν τα επιτόκια ήταν σχεδόν μηδενικά και εκατοντάδες μετοχές του δείκτη πρόσφεραν υψηλότερες αποδόσεις. Στα τέλη του 2021, πριν αρχίσουν να αυξάνονται τα επιτόκια, υπήρχαν 379 στοιχεία του δείκτη που πρόσφεραν καλύτερη απόδοση από τα έντοκα γραμμάτιου του Δημοσίου, σύμφωνα με την Birinyi Associates.
Ως εκ τούτου, οι επενδυτές δεν βλέπουν πολλούς λόγους να κατέχουν μετοχές που πληρώνουν μερίσματα όταν αυξάνονται οι αποδόσεις σε κρατικά ομόλογα χωρίς κίνδυνο. Επιπλέον, οι μετοχές δεν προσφέρουν αρκετή επιπλέον απόδοση για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο επιβράδυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Μεταξύ των μετοχών που πληρώνουν μερίσματα και κατέρρευσαν προσφάτως είναι της Dollar General
και της Estée Lauder, με πτώση 37% και 25%, αντίστοιχα, τους τελευταίους τρεις μήνες.
«Πόρτα» στις μετοχές εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης
Οι μετοχές εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης δεν είχαν μια καλή χρονιά στην αγορά φέτος και οι επενδυτές δεν αναμένουν ότι αυτό θα αλλάξει σύντομα. Αντίθετα, τις βλέπουν να υποχωρούν ταχύτερα από τις αντίστοιχες μεγαλύτερες.
Ο δείκτης Russell 2000- που ου αποτελείται από 2.000 αμερικανικές εταιρείες μικρής κεφαλαιοποίησης- υποχώρησε 11% από το υψηλό του Ιουλίου, ακολουθώντας τον S&P 500, ο οποίος υποχώρησε 6,6%.
Οι επενδυτές ανησυχούν ότι εάν τα επιτόκια παραμείνουν υψηλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να ρίξει σε ύφεση τις ΗΠΑ, κάτι με τη σειρά του θα μπορούσε να παρασύρει περαιτέρω τις μετοχές των μικρών εταιρειών που τείνουν να είναι ευαίσθητες στην πορεία της οικονομίας. Επίσης, παράγουν συνήθως το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους στο εσωτερικό και έχουν ασθενέστερους ισολογισμούς σε σύγκριση με τις μεγάλες πολυεθνικές.
Ενδεικτικά, οι μετοχές της Rent the Runway μειώθηκαν κατά 66% το τρίτο τρίμηνο, ενώ της JetBlue Airways κατά 48%.
Το δολάριο «πυροβόλησε» τις αναδυόμενες αγορές
Το αμερικανικό δολάριο έχει ενισχυθεί περισσότερο από 5% από τα μέσα Ιουλίου, λόγω των αυξανόμενων αποδόσεων των ομολόγων και των ισχυρών οικονομικών δεδομένων. Η πορεία του όμως αποδείχθηκε ιδιαίτερα επώδυνη για τις αναδυόμενες αγορές, δεδομένου ότι έτσι κατέστη πιο ακριβό για αυτές τις χώρες να αγοράζουν αγαθά σε δολάρια ή να εξυπηρετούν τα χρέη τους σε δολάρια.
Τα επιτόκια έχουν εκτοξευθεί επίσης σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, ασκώντας πίεση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μαζί με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, τα υψηλότερα επιτόκια και η άνοδος του δολαρίου απειλούν την ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο και εγείρουν ανησυχίες για μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια.
Ενδεικτικά, το πέσο της Αργεντινής υποχώρησε περίπου 25% το τρίτο τρίμηνο, ενώ το πέσο της Χιλής περίπου 10%. Εν τω μεταξύ, ο δείκτης αναφοράς της MSCI για τις μετοχές των αναδυόμενων αγορών υποχώρησε 4,4% την ίδια περίοδο.
Το δολάριο έχει σημειώσει άνοδο για τις οκτώ από τις τελευταίες δέκα εβδομάδες, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδό του από τον Νοέμβριο.
ναυτεμπορική