Ημερομηνία – ορόσημο η 8η Σεπτεμβρίου για να ανοίξει ο κύκλος αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης και να επιτευχθεί η απόκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας. Πρόκειται για την ημέρα που είναι προγραμματισμένη η δημοσιοποίηση της έκθεσης του καναδικού οίκου DBRS, ενός από τους τέσσερις «μεγάλους» που λαμβάνει υπ’ όψιν στις αποφάσεις της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και βαθμολογεί το ελληνικό αξιόχρεο ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Της ΣΙΣΣΥΣ ΣΤΑΥΡΟΠΙΕΡΡΑΚΟΥ – ΠΗΓΗ: Realnews
Την Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου έχουν «κυκλώσει» στην κυβέρνηση ως την επικρατέστερη ημερομηνία για την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, κλείνοντας έπειτα από 13 χρόνια και συμβολικά τον κύκλο της κρίσης χρέους και δίνοντας το σήμα για να ξεκινήσει ένας ενάρετος οικονομικός κύκλος για την Ελλάδα. Πρόκειται για την ημέρα που είναι προγραμματισμένη η δημοσιοποίηση της έκθεσης του καναδικού οίκου DBRS, ενός από τους τέσσερις «μεγάλους» που λαμβάνει υπ’ όψιν στις αποφάσεις της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και βαθμολογεί το ελληνικό αξιόχρεο ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Eάν τελικά οι Καναδοί δώσουν την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα μας, είναι βέβαιο ότι ο πρωθυπουργός θα εγκαινιάσει τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με άλλον αέρα.
Ήδη ο οίκος DBRS τις προηγούμενες ημέρες έστειλε σήμα επενδυτικής βαθμίδας, τονίζοντας σε ανακοίνωσή του ότι η Ελλάδα «έχει βελτιώσει σημαντικά την ανθεκτικότητά της με την πάροδο των ετών, με πλεονασματικό Προϋπολογισμό για κάθε έτος από το 2016 έως το 2019. Ο δείκτης χρέους έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες από το τέλος του 2020, λόγω της πειθαρχημένης προσέγγισης για τη διαχείριση της κρίσης, της σταθερής οικονομικής ανάκαμψης και της σημαντικής έκρηξης του πληθωρισμού».
Όπως υπογραμμίζει, «θα εξετάσουμε την αξιολόγηση της Ελληνικής Δημοκρατίας με βαθμολογία BB (υψηλή), σταθερή, στις 8 Σεπτεμβρίου 2023. Εν τω μεταξύ, θα συνεχίσουμε να αξιολογούμε: την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, βελτιώσεις στις οικονομικές προοπτικές, τη δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά και τη συνολική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς όλα οδηγούν την Ελλάδα στο κατώφλι της αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας». Ωστόσο, όπως τονίζουν από τον DBRS, για να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση, θα πρέπει να υπάρχει η βεβαιότητα ότι η βαθμολογία αυτή θα «αντέξει», δηλαδή ότι θα έχει διάρκεια και δεν θα υπάρχει κίνδυνος αντιστροφής.
Προπομπός
Η αναβάθμιση από τον γερμανικό οίκο Scope λειτουργεί ως προπομπός και για τους μεγάλους που ετοιμάζονται να αξιολογήσουν την οικονομία της χώρας.
«Η Scope δεν είναι ακόμη επιλέξιμη από την ΕΚΤ, αλλά μαζί με την R&Ι δημιουργούν κλίμα και πάμε γερά το φθινόπωρο για τον στόχο μας, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας», ανέφερε με ανάρτησή του στο TikTok ο οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη Αλέξης Πατέλης, σχολιάζοντας την αναβάθμιση από τον γερμανικό οίκο.
Σύμφωνα με την έκθεση της Scope Ratings, οι τρεις λόγοι που οδήγησαν στην επενδυτική βαθμίδα είναι:
- Η στάση των ευρωπαϊκών θεσμών (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ταμείο Ανάκαμψης κ.ά.), που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους και συμβάλλει στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. «Εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να εφαρμόζει δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Scope θεωρεί ότι το Ευρωσύστημα είναι πιθανό να στηρίξει την Ελλάδα στο μέλλον σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων στις αγορές. Η πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίστηκε μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ενισχύει την ικανότητα της κυβέρνησης για περαιτέρω υιοθέτηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων», τονίζεται στην έκθεση.
- Η σταθερή πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους, το οποίο προβλέπεται να υποχωρήσει στο 160,7 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 (οπότε θα είναι μειωμένο κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020) και στο 141,6% το 2028, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2012.
- Οι διαρθρωτικές αλλαγές που οδήγησαν στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα και στην αύξηση των επενδύσεων, με έμφαση στην πράσινη και στην ψηφιακή μετάβαση, την κατάρτιση κ.ά.
Ημερομηνίες
Η πιστοληπτική αξιολόγηση του αξιόχρεου μιας οικονομίας πραγματοποιείται από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, όπως η Moody’s, η Standard and Poor’s και η Fitch, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Για την αξιολόγησή τους, λαμβάνουν υπ’ όψιν το ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον μια χώρας, προκειμένου να την κατατάξουν σε μία πιστοληπτική βαθμίδα. Η επενδυτική βαθμίδα δείχνει το επίπεδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας, πάνω από το οποίο υπάρχει σχετικά χαμηλός κίνδυνος χρεοκοπίας για την κρατική της οντότητα. Οι διαβαθμίσεις πάνω από το επίπεδο αυτό καθιστούν τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ενώ κάτω από αυτό αντανακλούν χαμηλή πιστοληπτική επιφάνεια.
Μία εβδομάδα μετά την αξιολόγηση του οίκου DBRS στις 15 Σεπτεμβρίου, έρχεται η ώρα της Moody’s, που αναμένεται να αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο, χωρίς όμως να δώσει την επενδυτική βαθμίδα, αφού πρόκειται για τη μοναδική αξιολόγηση που απέχει τρεις βαθμίδες. Στις 20 Οκτωβρίου είναι η σειρά του οίκου Standard & Poor’s. Tην 1η Δεκεμβρίου, ο κύκλος κλείνει με τη Fitch.
Aρκεί η αναβάθμιση από έναν μόνον οίκο; Tύποις, ναι. Πλην, όμως, τόσο στην κυβέρνηση όσο και στον OΔΔHX θα επιθυμούσαν και μια δεύτερη, ως πειστική επιβεβαίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Οπότε πιθανότερη ημερομηνία σε αυτή την περίπτωση είναι η 20ή Oκτωβρίου με τη Standard & Poor’s.
Τα οφέλη
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το τέταρτο τρίμηνο του έτους θα έχει ευνοϊκή επίδραση στο κόστος δανεισμού, ενώ είναι ικανή να οδηγήσει τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά μισή ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα το 2024. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η επενδυτική βαθμίδα, στον βαθμό που τα θετικά αποτελέσματά της διαχυθούν άμεσα στην πραγματική οικονομία, θα προκαλέσει αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που θα ενισχύσουν τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,3% το 2023 και στο 2,7% το 2024, δηλαδή 0,1 και 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας πάνω από το βασικό σενάριο. Συνεπώς, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μπορούσε να έχει αξιόλογη θετική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας, πέρα από τη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Η ανάκτησή της θα έχει πολλαπλασιαστική θετική επίδραση για την οικονομία και τις επενδύσεις. Εκτός από την υποχώρηση που εκτιμάται ότι θα υπάρξει στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, θα ενισχύσει το κύρος της ελληνικής οικονομίας, καθώς θα σημάνει το τέλος μιας δύσκολης περιόδου για τη χώρα μετά από τρία μνημόνια και μια τετραετία σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Η επάνοδος στην επενδυτική βαθμίδα σηματοδοτεί τη μείωση του κόστους δανεισμού συνολικά για την οικονομία, από το Δημόσιο μέχρι τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ταυτόχρονα, θα στείλει στους διεθνείς επενδυτές, είτε ενδιαφέρονται για έμμεσες επενδύσεις (μετοχές, ομόλογα) είτε και για άμεσες, το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι πλέον ένας αξιόπιστος και ασφαλής επενδυτικός προορισμός, διευκολύνοντας την αύξηση των εισροών επενδυτικών κεφαλαίων, που είναι πολύτιμα στην προσπάθεια της χώρας στον δρόμο προς την ανάπτυξη και την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα είναι ο βασικός παράγοντας για τις εισροές κεφαλαίων. Με βάση την ανασκόπηση της δομής της αγοράς, εκτιμάται ότι το υπό διαχείριση ενεργητικό για τις ελληνικές μετοχές θα αυξηθεί κατά 2,3 φορές, μετά τις αντίστοιχες αναβαθμίσεις. Η χώρα θα καταστεί ένας ελκυστικός μακροπρόθεσμος επενδυτικός προορισμός για μια «δεξαμενή» διεθνών κεφαλαίων που αγγίζουν τα 25-27 τρισ. δολάρια. Η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές με χαμηλότερα επιτόκια από το ελληνικό Δημόσιο θα ανοίξει τον δρόμο για άντληση φθηνότερων κεφαλαίων από τις τράπεζες, οι οποίες θα έχουν ακόμη καλύτερη πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια. Με την επενδυτική βαθμίδα, οι ελληνικές τράπεζες θα συμμετέχουν κανονικά στις πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ και σε πιθανό νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το γνωστό QE, στο μέλλον, κάτι που δεν είχαν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν όλα αυτά τα χρόνια που η κεντρική τράπεζα διοχέτευε άπλετη ρευστότητα. Το σημαντικότερο για τους Έλληνες φορολογουμένους είναι ότι οι καλύτερες συνθήκες δανεισμού για το Δημόσιο και τις τράπεζες θα αποτυπωθούν και στην πραγματική οικονομία, μέσω μείωσης των επιτοκίων που πληρώνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Διαβάστε εδώ κι εδώ το δημοσίευμα της Realnews