Σε μια εφ’ όλης συνέντευξη στη Realnews ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλά για την οικονομία, τα επιτόκια, τις αγκυλώσεις της Δικαιοσύνης, τα «κόκκινα» δάνεια αλλά και τις εστίες που προκαλούν υψηλές ανατιμήσεις στην ελληνική αγορά έναντι άλλων χωρών.
Στην ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ – ΠΗΓΗ: Realnews
Κύριε διοικητά, η ελληνική οικονομία επανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα, σε μια περίοδο όμως που τα επιτόκια βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο. Μήπως έτσι ψαλιδίζονται τα οφέλη για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά;
Σίγουρα, αν δεν υπήρχαν οι αυξήσεις των επιτοκίων, τα οφέλη της αναβάθμισης για την ελληνική οικονομία θα ήταν πιο εμφανή. Όμως, η επίδραση της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία είναι περιορισμένη ακριβώς λόγω της αναβάθμισης. Συγκεκριμένα, από τις αρχές του έτους οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων στην ευρωζώνη έχουν αυξηθεί κατά περίπου 40 μονάδες βάσης. Αντίθετα, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων αντίστοιχης διάρκειας έχουν μειωθεί από τις αρχές του έτους κατά περίπου 50 μονάδες βάσης. Το δε κόστος δανεισμού στις νέες εκδόσεις ομολόγων έχει αυξηθεί πολύ λιγότερο από ό,τι για παράδειγμα αυτό της Ιταλίας και της Πορτογαλίας. Ταυτόχρονα, τα οφέλη της αναβάθμισης διαχέονται και σε άλλους τομείς της οικονομίας πέραν του Δημοσίου. Για παράδειγμα, οι αποδόσεις των ομολόγων υψηλής προτεραιότητας των ελληνικών τραπεζών έχουν μειωθεί κατά περίπου 120 μονάδες βάσης. Η εξέλιξη αυτή επιδρά θετικά και στην πραγματική οικονομία, καθώς οι τράπεζες μπορούν να συγκρατήσουν την αύξηση στο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η αναβάθμιση, το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο, αλλά και για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα είχε αυξηθεί πολύ περισσότερο. Για παράδειγμα, το ελληνικό Δημόσιο, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις θα δανείζονταν με επιτόκια ίσως περισσότερο από 100 μονάδες βάσης υψηλότερα των τωρινών. Τέλος, υπάρχουν και άλλα οφέλη από την αναβάθμιση, τα οποία σχετίζονται με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση των επενδύσεων με σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία στο μακροχρόνιο διάστημα.
Έχετε ταχθεί, εδώ και μήνες, υπέρ του φρένου στις αυξήσεις των επιτοκίων. Θεωρείτε ότι η ΕΚΤ προέβη σε υπερβολική δράση με κίνδυνο να έχει προκαλέσει ασφυξία στην οικονομία;
Οι μέχρι τώρα αυξήσεις των επιτοκίων ήταν απαραίτητες για να αντιμετωπίσουμε τον υπερβολικά υψηλό πληθωρισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ είχε ανέλθει σε 10,6% τον Οκτώβριο του 2022, το οποίο αποτελεί επίπεδο-ρεκόρ από τη δημιουργία της. Εναν χρόνο μετά, τον Οκτώβριο που πέρασε, ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε σημαντικά, στο 2,9% στην ευρωζώνη και στο 3,9% στην Ελλάδα. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, καθώς και η συρρίκνωση του ισολογισμού της έχουν καταφέρει να συνεισφέρουν σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του πληθωρισμού στο ένα τρίτο περίπου του υψηλού επιπέδου που καταγράφηκε πριν από ένα έτος. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να διατηρήσουμε την ανθεκτικότητα της οικονομίας, μας ενδιαφέρουν και η ανάπτυξη και η απασχόληση. Στην τρέχουσα συγκυρία και σε περιβάλλον αυξημένων γεωπολιτικών κινδύνων, υψηλών επιτοκίων και μειούμενης ζήτησης, η οικονομία στη ζώνη του ευρώ επιβραδύνεται. Προβλέπεται πλέον στασιμότητα για το 2023. Οχι χαμηλή ανάπτυξη, αλλά στασιμότητα. Η ορατή μείωση του πληθωρισμού, η στασιμότητα της οικονομίας, η σημαντική αυστηροποίηση της πολιτικής που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα είναι οι παράγοντες για τους οποίους δεν αυξήσαμε περαιτέρω τα επιτόκια στη συνεδρίαση της Αθήνας. Εως τώρα υπήρχαν πειστικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές. Ωστόσο, τα επιτόκια πολιτικής έχουν πλέον φτάσει σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην επάνοδο του πληθωρισμού στον στόχο του 2% μέχρι το τέλος του 2025, ίσως και λίγο νωρίτερα, χωρίς να διακυβεύονται οι προοπτικές ανάπτυξης.
Το «πάγωμα» στις αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε από την Αθήνα. Πότε εκτιμάτε ότι θα αρχίσει η μείωσή τους;
Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε πότε μπορούν να μειωθούν ξανά τα βασικά επιτόκια. Πρώτα πρέπει να διατηρήσουμε τα επιτόκια πολιτικής στο σημερινό επίπεδο για κάποιο χρονικό διάστημα. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε πόσο θα είναι αυτό το διάστημα. Καθώς η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή, αυτό είναι κάτι που θα το αποφασίσουμε ανάλογα με τα διαθέσιμα δεδομένα σε κάθε επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Οταν είμαστε πιο βέβαιοι ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κοντά στο 2% μεσοπρόθεσμα, μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε μειώσεις επιτοκίων. Αν στα μέσα του επόμενου χρόνου ο πληθωρισμός έχει μειωθεί κάτω του 3% σε διατηρήσιμη βάση, θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη μείωση των επιτοκίων.
Μιλάτε συχνά για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να έχουμε βιώσιμη ανάπτυξη. Τα χρόνια περνούν κι ακόμη συζητούμε την ανάγκη μεταρρύθμισης στη Δικαιοσύνη, η οποία συνδέεται με τις επενδύσεις… Πού εντοπίζετε την αδυναμία;
Πρώτα από όλα, η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος, το οποίο βοηθά στην επιβολή των συμβάσεων και στην προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, είναι καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση των επενδύσεων και την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Αυτό οφείλεται στο ότι οι επενδυτές είναι πιο πρόθυμοι να επενδύσουν σε μια οικονομία όπου τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους προστατεύονται και όπου μπορούν να καταφύγουν στον νόμο, εάν αυτά παραβιαστούν. Παράλληλα, η αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης είναι καθοριστική για την αντιμετώπιση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και μονοπωλιακών καταστάσεων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, γεγονός που οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, η εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης αποτελεί έναν αποτελεσματικό μηχανισμό επιβολής χρηματοοικονομικών συμβάσεων, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη των χρηματαγορών, στη βελτίωση της χρηματοδότησης της οικονομίας και στην επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Ωστόσο, στη χώρα μας το δικαστικό σύστημα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις, όσον αφορά τη συνολική του αποτελεσματικότητα. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (The 2023 EU Justice Scoreboard) o χρόνος που χρειάζεται για την επίλυση αστικών διαφορών σε πρωτοβάθμια δικαστήρια συνέχισε να αυξάνεται, σε 728 ημέρες το 2021, σε σύγκριση με 637 ημέρες το 2019. Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (flash Eurobarometer 520), το 66% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα είναι αρκετά έως πολύ ανήσυχο όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων που τους παρέχει η ελληνική Δικαιοσύνη, έναντι 40%, κατά μέσο όρο, στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι αδυναμίες αυτές είναι ήδη γνωστές στην κυβέρνηση και για να αντιμετωπιστούν έχουν συμπεριληφθεί σημαντικές δράσεις και μεταρρυθμίσεις στο σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αυτές αφορούν τον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων των δικαστών, της αναβάθμισης των συστημάτων τήρησης αρχείων και πληροφορικής στα δικαστήρια, της υιοθέτησης νομοθεσίας για την παρακολούθηση και βελτίωση της απόδοσης των δικαστικών υπαλλήλων και της αναθεώρησης του δικαστικού χάρτη για όλους τους κλάδους της Δικαιοσύνης.
Και μιλώ για αύξηση των επενδύσεων οι οποίες θα φέρουν και την άνοδο στους μισθούς των εργαζομένων, διότι οι αμοιβές σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης παραμένουν χαμηλές…
Η αύξηση των επενδύσεων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας και κατ’ επέκταση σε μια διατηρήσιμη άνοδο των πραγματικών αμοιβών και σύγκλιση με τα επίπεδα της ευρωζώνης, μπορεί επίσης να υποστηριχθεί και από τη συνολικότερη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος που μπορεί να προέλθει από την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα. Αναφέρομαι ιδιαίτερα σε προβλήματα όπως η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στον χωροταξικό σχεδιασμό, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου και στον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης. Επιπρόσθετα, η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού.
Οσον αφορά το χαμηλό επίπεδο των μισθών σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης που αναφέρετε, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι αυτό αντανακλά μεταξύ άλλων και τη χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνεται ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί μόνο το 69% του μέσου όρου της Ε.Ε., γεγονός που αποδίδεται στις αναντιστοιχίες εργασιακών δεξιοτήτων, στη σχετικά χαμηλή αποτελεσματικότητα και στο ανεπαρκές επίπεδο ψηφιοποίησης της Δημόσιας Διοίκησης και των δημόσιων επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, οι κανονιστικοί περιορισμοί στην πρόσβαση και στην άσκηση ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών παραμένουν υψηλότεροι από ό,τι στην Ε.Ε., κατά μέσο όρο, με αποτέλεσμα χαμηλότερο ανταγωνισμό, υψηλότερο μέσο κόστος και, συνεπώς, χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα. Τέλος, η βελτίωση της παραγωγικότητας, η οποία θα επιτρέψει μια υγιή αύξηση των πραγματικών αμοιβών, προϋποθέτει την αύξηση των επιχειρηματικών δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D), οι οποίες υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, την άρση των υφιστάμενων περιορισμών στις επαγγελματικές υπηρεσίες και την περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας.
Το ζήτημα των μισθών είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν η ακρίβεια -σε ορισμένες περιπτώσεις η αισχροκέρδεια- τρώει το εισόδημα. Εχετε μιλήσει για τον «πληθωρισμό κερδών». Τι πρέπει να γίνει ώστε ο Ελληνας να μην πληρώνει τόσο ακριβά τα βασικά αγαθά που σε άλλες χώρες πωλούνται φθηνότερα; Εχει, κατά τη γνώμη σας, όπλα η πολιτεία, πληρώνουν όσο θα έπρεπε οι κερδοφόρες επιχειρήσεις;
Όντως, όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν, η αύξηση των τιμών με ρυθμό ταχύτερο της αύξησης του κόστους αποτελεί ένδειξη αύξησης των περιθωρίων κέρδους και, εφόσον ακολουθηθεί από αντίστοιχη άνοδο των αμοιβών, μπορεί να οδηγήσει σε ένα σπιράλ αυξήσεων μισθών – τιμών και σε στασιμοπληθωρισμό. Προφανώς αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να συνεχιστεί και θα πρέπει οι επιχειρήσεις να περιορίσουν, όπου είναι εφικτό, το περιθώριο κέρδους τους, ώστε να συμμετάσχουν με τη σειρά τους στην προσπάθεια διατηρήσιμης αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.
Ωστόσο, το φαινόμενο του «πληθωρισμού κερδών» δεν αφορά όλες τις επιχειρήσεις και δεν μπορεί να γενικευθεί. Σε αρκετές περιπτώσεις, αυτό που έχει παρατηρηθεί δεν είναι μια αύξηση των περιθωρίων κέρδους, αλλά μια μετακύλιση του υψηλού κόστους ενέργειας και πρώτων υλών στις τελικές τιμές καταναλωτή. Η ικανότητα των επιχειρήσεων να μετακυλίουν το κόστος ποικίλλει σημαντικά και εξαρτάται από την ένταση του ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο κλάδο, τη θέση στην αλυσίδα αξίας, το πόσο ελαστική είναι η ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα στις αλλαγές τιμών, τους τύπους των πελατών, το μέγεθος και το οικοσύστημα στο οποίο ανήκει η επιχείρηση. Επιπλέον, η πρακτική του λεγόμενου transfer pricing και των ενδοομιλικών συναλλαγών των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, η οποία προϋπήρχε της τρέχουσας συγκυρίας και η οποία αποσκοπεί στην εμφάνιση μειωμένων κερδών στην εγχώρια αγορά με αποτέλεσμα τη χαμηλότερη φορολόγηση, είναι παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο των τιμών καταναλωτή. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η μητρική εταιρεία χρεώνει υψηλές τιμές για τις εισαγωγές προϊόντων που διενεργεί η θυγατρική της, η οποία δραστηριοποιείται στην εγχώρια αγορά, και αυτή με τη σειρά της μετακυλίει το κόστος στους καταναλωτές με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις οι τιμές των προϊόντων στο εσωτερικό να είναι αρκετά υψηλότερες από ό,τι στο εξωτερικό. Βραχυπρόθεσμα, απαιτείται εντατικοποίηση των ελέγχων των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και ολιγοπωλιακές πρακτικές. Ενώ μεσομακροπρόθεσμα απαιτείται η βελτίωση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων με άρση των πάσης φύσεως περιορισμών, ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων.
Μένοντας στο ζήτημα του πληθωρισμού, η γεωπολιτική κρίση στη Μέση Ανατολή δεν αφήνει πολλά περιθώρια ενεργειακής χαλάρωσης. Και μην ξεχνάμε το πάντα ανοιχτό μέτωπο της Ουκρανίας. Μήπως έχουμε μπει σε έναν μακροχρόνιο πληθωριστικό κύκλο;
Τα τελευταία χρόνια, η παγκόσμια οικονομία έχει δεχτεί πολλά κύματα διαταραχών του πληθωρισμού, κυρίως από την πλευρά της προσφοράς. Η πρόσφατη τραγική σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς ενδέχεται να δημιουργήσει νέες προκλήσεις για την οικονομία της Ευρώπης, που μπορεί να συνδέονται τόσο με μια νέα διαταραχή στην αγορά ενέργειας, όσο και με μεγαλύτερη εισροή προσφύγων. Αυτή η νέα πηγή αβεβαιότητας εμφανίστηκε ενώ συνεχίζεται ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Καθώς η ζώνη του ευρώ είναι ένας μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, οι εξελίξεις αυτές ενδέχεται να έχουν στασιμοπληθωριστικό αντίκτυπο. Η υψηλή αβεβαιότητα και οι αυξημένοι κίνδυνοι ελήφθησαν υπόψη στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ κατά την τελευταία μας συνεδρίαση στην Αθήνα, όπου αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε μια παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων. Οπως ανέφερα ήδη, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε σημαντικά τον Οκτώβριο και οι περισσότεροι δείκτες μέτρησης του υποκείμενου πληθωρισμού συνεχίζουν να εξασθενούν. Βλέπουμε δηλαδή ότι οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων εξακολουθούν να μεταδίδονται δυναμικά όχι μόνο στις συνθήκες χρηματοδότησης, αλλά ολοένα περισσότερο στη ζήτηση και στις τιμές. Θα συνεχίσουμε να αξιολογούμε τις προοπτικές του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα, υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων.
Οικονομία χωρίς τράπεζες δεν υφίσταται. Και ρωτώ, διότι το δύσκολο νομισματικό περιβάλλον έχει κάνει τις επιχειρήσεις συντηρητικές στον δανεισμό και τις τράπεζες πιο αυστηρές. Βρισκόμαστε σε στασιμότητα;
Όντως, ο ρόλος των τραπεζών είναι σημαντικός, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τον τραπεζοκεντρικό χαρακτήρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το μέγεθος των επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία. Είναι επίσης γεγονός ότι η αύξηση των επιτοκίων σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης επηρεάζει την ικανότητα αποπληρωμής χρέους από επιχειρήσεις και νοικοκυριά και, άρα, δεν ευνοεί την πιστωτική επέκταση. Είναι αυτονόητο ότι οι τράπεζες πρέπει να εφαρμόζουν συνετά πιστοδοτικά κριτήρια και υπάρχουν ενδείξεις ότι οι χαμηλοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης προέρχονται κυρίως από την πλευρά της ζήτησης και λιγότερο από την πλευρά της προσφοράς. Υπό το πρίσμα αυτό, η επίτευξη των στόχων που έχουν θέσει οι τράπεζες για πιστωτική επέκταση για το τρέχον έτος είναι αβέβαιη. Μεσοπρόθεσμα, οι θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία, ιδίως μετά την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, και οι ευκαιρίες που αναδύονται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν παράγοντες που δρουν ενισχυτικά υπέρ των νέων εκταμιεύσεων δανείων.
Μια και μιλάμε για τις τράπεζες, τα «κόκκινα» δάνεια έφυγαν από αυτές, παραμένουν όμως στην οικονομία, στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων. Αρα, η εξυγίανση της αγοράς δεν έχει γίνει. Πώς πιστεύετε ότι θα αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα;
Το ύψος του ιδιωτικού χρέους που βρίσκεται εκτός τραπεζικού συστήματος είναι σημαντικό και με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία ανέρχεται σε περίπου 70 δισ. Για τον λόγο αυτόν, έχουμε συχνά διατυπώσει την άποψη ότι είναι ιδιαίτερα κρίσιμος ο ρόλος των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, προκειμένου να επιλυθεί οριστικά ένα «βαρίδι» για την οικονομία. Αυτό μπορεί να γίνει είτε μέσω της παροχής διατηρήσιμων λύσεων ρύθμισης για τους «βιώσιμους» πιστούχους, είτε μέσω της αποτελεσματικής διαχείρισης του ενεχύρου για τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Η αναμενόμενη ενσωμάτωση της Οδηγίας 2021/2167, που θέτει το νέο νομοθετικό πλαίσιο των εταιρειών διαχείρισης, αναμένεται να λειτουργήσει υποστηρικτικά μεταξύ άλλων σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης αλλά και δίκαιης μεταχείρισης των δανειοληπτών. Επίσης, θετικά συμβάλλουν κατά κανόνα στη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους η άνοδος στις τιμές των ακινήτων και οι θετικές προοπτικές για την οικονομία. Τέλος, οι βελτιώσεις στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού που ανακοίνωσε πρόσφατα η κυβέρνηση και ιδίως η λειτουργία του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης ακινήτων αναμένεται να έχουν θετικό πρόσημο στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος.
Μήπως πρέπει να υπάρξουν μεγαλύτερα «κουρέματα» χρέους όπου δεν υπάρχει προοπτική ανάκτησης όλης της οφειλής είτε πρόκειται για επιχειρήσεις είτε για νοικοκυριά;
Στις περιπτώσεις που αναφέρετε, όπου δεν υπάρχει προοπτική ανάκτησης του συνόλου της οφειλής είτε μέσω ρύθμισης δανείων είτε μέσω ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων, έχουμε δει να γίνονται διαγραφές χρέους που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετά υψηλές. Αυτό που συστήνουμε και ως αρμόδια εποπτική Αρχή είναι η αποφυγή τυχόν κωλυσιεργίας από πλευράς των εταιρειών διαχείρισης, είτε λόγω μεγάλου όγκου υποθέσεων είτε λόγω εκτιμήσεων για την πορεία της αξίας των υπέγγυων ακινήτων. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η συντριπτική πλειοψηφία του χρέους που διαχειρίζονται σήμερα οι εταιρείες διαχείρισης σχετίζεται με τις τιτλοποιήσεις «κόκκινων» δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής». Αυτό σημαίνει ότι τυχόν σημαντικές αποκλίσεις στις ανακτήσεις των δανείων, σε σχέση με τις προγραμματισθείσες ανακτήσεις στα αρχικά επιχειρηματικά πλάνα, θα έχουν επιπτώσεις στα δημοσιονομικά μεγέθη, δεδομένου ότι το κράτος παρέχει εγγύηση επί των ανώτερων τίτλων από τις εν λόγω τιτλοποιήσεις που διακρατούν οι ίδιες οι τράπεζες.
Και ρωτώ, διότι αρκετοί -φυσικά πρόσωπα αλλά και εταιρείες-βρέθηκαν σε αδυναμία εν μέσω της οικονομικής κρίσης, ωστόσο διαθέτουν προοπτικές αλλά είναι στιγματισμένοι και δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν εκ νέου από τις τράπεζες. Δεν πρέπει να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία; Και δεν αναφέρομαι στους στρατηγικούς κακοπληρωτές…
Εδώ αγγίζετε ένα πολύ σημαντικό και κρίσιμο ζήτημα, αυτό του αποκλεισμού των «κόκκινων» οφειλετών από το τραπεζικό σύστημα. Ο αριθμός αυτός είναι ιδιαίτερα μεγάλος, τόσο στη λιανική πίστη όσο και στις μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικά, στις δύο τελευταίες κατηγορίες σχεδόν δύο στους τρεις οφειλέτες είχαν μη εξυπηρετούμενες οφειλές κατά την κορύφωση της κρίσης. Χωρίς να θέλω να μπω σε τεχνικές λεπτομέρειες, υπάρχουν -να ξέρετε- αυστηροί εποπτικοί κανόνες που διέπουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τις τράπεζες. Ομως, θεωρώ ότι ένα μέρος των πιστούχων που βρίσκονται εκτός τραπεζών (φυσικά μη στρατηγικών κακοπληρωτών) θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις και πάντοτε με γνώμονα την τήρηση των εποπτικών κανόνων να επανέλθει εντός ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις από τον υπουργό Οικονομικών για την εισαγωγή σε νομοσχέδιο -μεταξύ άλλων- της χορήγησης δανείων από μη τραπεζικούς φορείς αναμένεται να βοηθήσει σημαντικά ως προς αυτή την κατεύθυνση. Φυσικά, θετικό πρόσημο θα έχουν και οι βελτιώσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό που προανέφερα.
Η πανδημία, αλλά και η ενεργειακή κρίση επέβαλαν την ανάγκη στήριξης από το κράτος. Αυτή η πολιτική δεν μπορεί να συνεχιστεί εσαεί. Τι θα προτείνατε στον πρωθυπουργό ως εναλλακτική λύση, αλλά και στις επιχειρήσεις που έχουν πλεόνασμα κερδοφορίας;
Είναι σαφές ότι τα μέτρα στήριξης που παρείχαν οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης θα πρέπει να αποσυρθούν, όσο οι επιπτώσεις των κρίσεων σταδιακά υποχωρούν. Η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι περιοριστική, ώστε να μη δημιουργείται πλεονάζουσα ζήτηση που θα μπορούσε να ανατροφοδοτήσει τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις. Εξάλλου, η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και η επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων επιτάσσουν τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Σε περίπτωση που υπάρξει αναζωπύρωση της ενεργειακής κρίσης λόγω των πρόσφατων εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και κριθεί ότι χρειάζονται νέα μέτρα στήριξης, αυτά θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, χωρίς να αλλοιώνουν τα κίνητρα για την εξοικονόμηση ενέργειας.
Η συζήτηση για την έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών σε κλάδους που έχουν παρουσιάσει αυξημένη κερδοφορία λόγω των έκτακτων συνθηκών έχει απασχολήσει τους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής στην προσπάθεια για εξεύρεση επιπλέον πόρων για τη χρηματοδότηση έκτακτων μέτρων, είτε αυτά αφορούν την ενεργειακή κρίση είτε την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Στην Ελλάδα, την περίοδο 2022-2023, το 1/3 του κόστους των ενεργειακών μέτρων στήριξης (περίπου 4,2 δισ. ευρώ) χρηματοδοτήθηκε από την έκτακτη φορολόγηση των διυλιστηρίων και τον μηχανισμό ανάκτησης υπερκερδών των εταιρειών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Τα έσοδα από την έκτακτη αυτή φορολόγηση των υπερκερδών στον συγκεκριμένο κλάδο ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι τα υψηλότερα στην ευρωζώνη.
Παράλληλα, κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Λιθουανία, έχουν επιβάλει έκτακτη φορολογία στα κέρδη των τραπεζών, ενώ παρόμοια σχέδια έχουν εκπονήσει η Ιταλία και η Σλοβενία. Παρ’ όλα αυτά, η φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού κλάδου ενέχει κινδύνους, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου οι τράπεζες δεν έχουν πρόσφατο ιστορικό υψηλής κερδοφορίας. Συγκεκριμένα, ένα αντίστοιχο μέτρο είναι πολύ πιθανό να έχει αρνητικές συνέπειες στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στην οικονομία συνολικά, καθώς καθιστά τις τράπεζες λιγότερο ανθεκτικές σε αρνητικές διαταραχές, περιορίζει τις δυνατότητες για βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, ενώ επιδρά αρνητικά και στην πιστωτική επέκταση. Σε γενικές γραμμές, ένα σταθερό φορολογικό περιβάλλον είναι συγκριτικά προτιμότερο, καθώς μειώνει την αβεβαιότητα και δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για αύξηση των επενδύσεων. Θα μπορούσαν επίσης να υπάρξουν συμπληρωματικά παρεμβάσεις στην αγορά, κυρίως ελεγκτικού χαρακτήρα, ώστε οι επιχειρήσεις να αναπροσαρμόζουν πιο γρήγορα τις τιμές τους, όταν μειώνεται ο πληθωρισμός.
Σε κάθε περίπτωση, ως εναλλακτική λύση για την άντληση των απαραίτητων πόρων, συμβατή με τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας, θα αναδείκνυα την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η δηλωμένη αποφασιστικότητά της να φέρει μετρήσιμα αποτελέσματα είναι αναμφισβήτητα πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Διαβάστε εδώ, εδώ κι εδώ το δημοσίευμα της Realnews