More

    «Καμπανάκι» από Ντράγκι: Ξεχάστε τις ΗΠΑ – Η Ευρώπη έχει επιβάλλει δασμούς στον εαυτό της

    Τον κώδωνα του κινδύνου για την ευρωπαϊκή οικονομία κρούει ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι με άρθρο του στους στους Financial Times.

    Ο Μάριο Ντράγκι στο άρθρο που έχει τον τίτλο «Ξεχάστε τις ΗΠΑ – η Ευρώπη επέβαλε, επιτυχώς, δασμούς στον εαυτό της» παρεμβαίνει στην συζήτηση για τους κινδύνους από την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ.

    Ο πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ εξηγήσει ότι ο λόγος για τον οποίο η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ σε βάρος της Ευρώπης δημιουργεί τόσο ισχυρή αβεβαιότητα για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, είναι ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται από πέρσι σε στασιμότητα και ότι η ευρωπαϊκή οικονομία εξαρτάται από την εξωτερική ζήτηση.

    Ολόκληρο το άρθρο του Μάριο Ντράγκι στους Financial Times:

    «Οι τελευταίες εβδομάδες υπενθύμισαν έντονα τα τρωτά σημεία της Ευρώπης. Η ευρωζώνη μόλις που αναπτύχθηκε στα τέλη του περασμένου έτους, υπογραμμίζοντας το πόσο εύθραυστη είναι η ανάκαμψή της. Και οι ΗΠΑ άρχισαν να επιβάλλουν δασμούς στους κυριότερους εμπορικούς εταίρους τους, με την ΕΕ να είναι η επόμενη που θα τεθεί στο στόχαστρο.

    Αυτή η προοπτική δημιουργεί περαιτέρω αβεβαιότητα για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, δεδομένης της εξάρτησης της οικονομίας από την εξωτερική ζήτηση.

    Δύο σημαντικοί παράγοντες οδήγησαν την Ευρώπη σ’ αυτή τη δύσκολη θέση — αλλά μπορούν επίσης να τη γλιτώσουν, εάν φανεί έτοιμη να δεχτεί ριζικές αλλαγές.

    Ο πρώτος είναι η μακροχρόνια αδυναμία της ΕΕ να αντιμετωπίσει τους περιορισμούς στην προσφορά, ιδίως τους υψηλούς εσωτερικούς φραγμούς και τα ρυθμιστικά εμπόδια. Αυτά είναι πολύ πιο επιζήμια για την ανάπτυξη από οποιουσδήποτε δασμούς θα μπορούσαν να επιβάλουν οι ΗΠΑ – και οι επιβλαβείς επιπτώσεις τους αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου.

    Το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα εσωτερικά εμπόδια της Ευρώπης ισοδυναμούν με δασμούς 45% για τη μεταποίηση και 110% για τις υπηρεσίες. Ετσι ουσιαστικά συρρικνώνεται η αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται οι ευρωπαϊκές εταιρείες: το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ΕΕ είναι λιγότερο από το μισό σε σύγκριση με το αντίστοιχο μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ. Και καθώς η δραστηριότητα μετατοπίζεται περισσότερο προς τις υπηρεσίες, το συνολικό τους βάρος στην ανάπτυξη επιδεινώνει τα πράγματα.

    Ταυτόχρονα, η ΕΕ επέτρεψε σε ρυθμιστικούς κανόνες να διέπουν το πιο καινοτόμο σκέλος των υπηρεσιών —το ψηφιακό— εμποδίζοντας την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εταιρειών τεχνολογίας και μην επιτρέποντας στην οικονομία να ξεκλειδώσει μεγάλα κέρδη παραγωγικότητας. Το κόστος συμμόρφωσης με τον GDPR, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι έχει μειώσει τα κέρδη για τις μικρές ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας έως και 12%.

    Συνολικά, η Ευρώπη έχει ουσιαστικά αυξήσει τους δασμούς εντός των συνόρων της και ενισχύει τους ρυθμιστικούς κανόνες σ’ έναν τομέα που αποτελεί περίπου το 70% του ΑΕΠ της ΕΕ.

    Η αποτυχία να καμφθούν τα εσωτερικά εμπόδια συνέβαλε επίσης στο ασυνήθιστα υψηλό εμπορικό άνοιγμα της Ευρώπης. Από το 1999, το εμπόριο ως μερίδιο του ΑΕΠ έχει αυξηθεί από 31% σε 55% στην ευρωζώνη, ενώ στην Κίνα αυξήθηκε από 34% σε 37% και στις ΗΠΑ από 23% σε μόλις 25%. Αυτό το άνοιγμα ήταν «πλεονέκτημα» σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Τώρα όμως έχει γίνει ευπάθεια.

    Το παράδοξο είναι ότι, ενώ τα εσωτερικά εμπόδια παρέμειναν υψηλά, τα εξωτερικά εμπόδια υποχώρησαν, καθώς η παγκοσμιοποίηση επιταχύνθηκε. Οι εταιρείες της ΕΕ προσανατολίστηκαν στο εξωτερικό για να υποκαταστήσουν την έλλειψη εγχώριας ανάπτυξης και οι εισαγωγές έγιναν σχετικά πιο ελκυστικές.

    Για παράδειγμα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το κόστος του εμπορίου στον τομέα υπηρεσιών εκτιμάται ότι έχει μειωθεί κατά 11% εντός της ΕΕ, αλλά κατά 16% για τις εισαγωγές που προέρχονται εκτός της ΕΕ. Αυτό εξηγεί γιατί το «εμπόριο υπηρεσιών» εντός και εκτός ΕΕ είναι περίπου το ίδιο σήμερα ως μερίδιο του ΑΕΠ — αδιανόητο σε μια ολοκληρωμένη μεγάλη οικονομία.

    Ο δεύτερος παράγοντας που εμποδίζει την Ευρώπη είναι η ανοχή της στην επίμονα ασθενή ζήτηση, τουλάχιστον μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Αυτό έχει επιδεινώσει όλα τα ζητήματα που προκαλούνται από τους περιορισμούς της προσφοράς. Μέχρι την κρίση, η εγχώρια ζήτηση ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη βρισκόταν κοντά στο μέσο του εύρους των προηγμένων οικονομιών. Ύστερε, έπεσε στον πάτο και έμεινε εκεί. Οι ΗΠΑ παρέμειναν στην κορυφή σε όλη τη διάρκεια.

    Το διευρυνόμενο χάσμα βοήθησε να μετατραπεί το υψηλό εμπορικό άνοιγμα σε υψηλά εμπορικά πλεονάσματα: το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης έχει μετατοπιστεί από γενικά ισοσκελισμένο μέχρι το 2008 σε επίμονα πλεονάσματα στη συνέχεια.

    Και η ασθενής ζήτηση έχει ανατροφοδοτήσει την εξαιρετικά αδύναμη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας (total factor productivity growth) μετά από υφέσεις, μοτίβο που δεν παρατηρείται στις ΗΠΑ. Αυτό μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από την επίδραση της ζήτησης στον κύκλο της καινοτομίας. Ερευνες διαπιστώνουν ότι οι διαταραχές της ζήτησης που προέρχονται από πολιτικές κινήσεις έχουν σημαντική επίδραση στις επενδύσεις R&D, ειδικά για καινοτόμες (disruptive) τεχνολογίες που ταράζουν τα νερά.

    Ενώ το χάσμα στη ζήτηση έχει ποικίλες αιτίες, η πιο σημαντική ήταν η σχετική στάση των δημοσιονομικών πολιτικών. Από το 2009 έως το 2024, σε όρους σημερινής αξίας του ευρώ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ διοχέτευσε πάνω από πέντε φορές περισσότερα κεφάλαια στην οικονομία μέσω πρωτογενών ελλειμμάτων — 14 τρισ. ευρώ έναντι 2,5 τρισ. ευρώ στην ευρωζώνη.

    Και οι δύο αυτές ελλείψεις — προσφορά και ζήτηση — προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την ίδια την Ευρώπη. Είναι επομένως μέσα στις δυνατότητές της να αλλάξουν. Μια ανυποχώρητη προσπάθεια για την άρση των περιορισμών προσφοράς θα βοηθήσει τους καινοτόμους τομείς να αναπτυχθούν και, ανακατευθύνοντας τη ζήτηση πίσω στην εγχώρια αγορά, θα μειώσει τον βαθμό στον οποίο είναι «ανοιχτή» η οικονομία στο εμπόριο (trade openness) χωρίς να αυξηθούν οι εμπορικοί φραγμοί. Η νέα «Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρέχει έναν οδικό χάρτη για να επιτευχθεί αυτό.

    Ταυτόχρονα, μια πιο διορατική χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής — με τη μορφή υψηλότερων παραγωγικών επενδύσεων — θα συμβάλει στη μείωση των εμπορικών πλεονασμάτων και θα στείλει ισχυρό μήνυμα στις επιχειρήσεις να επενδύσουν περισσότερο στο R&D.

    Αλλά αυτό το μονοπάτι απαιτεί μια θεμελιώδη αλλαγή νοοτροπίας. Μέχρι τώρα, η Ευρώπη είχε επικεντρωθεί είτε σε μεμονωμένους είτε σε εθνικούς στόχους χωρίς να υπολογίζεται το συλλογικό τους κόστος. Η εξοικονόμηση του δημόσιου χρήματος υποστήριξε τον στόχο βιωσιμότητας του χρέους. Η εξάπλωση των κανονισμών σχεδιάστηκε για να προστατεύει τους πολίτες από κινδύνους της νέας τεχνολογίας. Τα εσωτερικά εμπόδια είναι κληρονομιά εποχών που το εθνικό κράτος ήταν το φυσικό πλαίσιο δράσης.

    Αλλά είναι πλέον σαφές ότι η δράση με αυτό τον τρόπο δεν έχει προσφέρει ούτε ευημερία για τους Ευρωπαίους ούτε υγιή δημόσια οικονομικά ούτε καν εθνική αυτονομία, η οποία απειλείται από την πίεση από το εξωτερικό.

    Γι’ αυτό χρειάζεται ριζική αλλαγή».

    Newsroom
    Newsroomhttps://ekozani.gr
    Γίνε εσύ ο ρεπόρτερ και στείλε την είδηση της ημέρας... info@ekozani.gr
    spot_img

    more news