Ο πληθωρισμός μάλλον θα μείνει κοντά μας για καιρό. Και αυτό γιατί παρότι καταγράφεται μια σχετική αποκλιμάκωσή του στους διάφορους κρίκους της παγκόσμιας οικονομίας, αυτή παραμένει σχετικά αργή. Ενδεικτικά στις ΗΠΑ όπου η αποκλιμάκωση τον Ιανουάριο σε σχέση με τον Δεκέμβριο ήταν μόλις 0,1%, μικρότερη από τις προσδοκίες των αναλυτών. Την ίδια ώρα και ο δομικός πληθωρισμός στις ΗΠΑ, δηλαδή αυτός που διαμορφώνεται όταν εξαιρέσουμε καύσιμα και τρόφιμα, παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα.
Ανάλογα στοιχεία βλέπει κανείς σε όλο τον κόσμο, όπως και στη χώρα μας. Την ίδια ώρα στις δύο κατηγορίες προϊόντων που συνεισφέρουν ιδιαίτερα στον πληθωρισμό παγκοσμίως, δηλαδή στα καύσιμα και τα τρόφιμα, τα μηνύματα είναι αντιφατικά. Τα καύσιμα όπως και συνολικά το κόστος ενέργειας δείχνει να υποχωρεί και να φαίνεται να έχει αποτραπεί μια άμεση ενεργειακή κρίση, εντούτοις ο πληθωρισμός στα τρόφιμα παραμένει υψηλός διαμορφώνοντας ιδιαίτερα δύσκολη συνθήκη για τα λαϊκά στρώματα.
Την ίδια ώρα, μία από τις βασικές παραμέτρους της οικονομικής συγκυρίας που παραπέμπει σε σχετική βελτίωση της κατάστασης στην οικονομία, δηλαδή η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε οικονομίες όπως η αμερικανική και η διατήρηση χαμηλότερων ποσοστών ανεργίας αντιμετωπίζεται ως μία από τις παραμέτρους που συντηρούν τις πληθωριστικές πιέσεις.
Σε αυτό το φόντο εντείνονται οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα νομισματικά «γεράκια» και τα νομισματικά «περιστέρια» στις Κεντρικές τράπεζες, δηλαδή οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι χρειάζονται σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων και αυτούς που θεωρούν ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα και άρα μπορούμε να περιορίσουμε τις αυξήσεις.
Η ανοιχτή συζήτηση για την κατανόηση του φαινομένου
Πολλά από τα προβλήματα και τα σημάδια αμηχανίας γύρω από το θέμα του πληθωρισμού έχουν να κάνουν και με τη δυσκολία να γίνει κατανοητό το φαινόμενο, ιδίως καθώς ακολούθησε μια περίοδο όπου ο πληθωρισμός έμοιαζε περισσότερο στοιχείο του παρελθόντος.
Αρχικά η αυθόρμητη τάση ήταν η πληθωριστική αύξηση που ακολούθησε την πανδημία να αποδίδεται σε συγκυριακούς και «εξωγενείς» παράγοντες. Από τις συγκυριακές δυσλειτουργίες στις εφοδιαστικές αλυσίδες, που περιόρισαν την προσφορά προϊόντων υψηλής ζήτησης, περάσαμε στην «ενοχή» των μεγάλων χρηματικών ενισχύσεων στην περίοδο της πανδημίας που τροφοδότησαν μια «υπέρμετρη» καταναλωτική διάθεση μόλις ήρθησαν τα περιοριστικά μέτρα, για να ακολουθήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και η συνακόλουθη αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Όμως, η ίδια η αρχιτεκτονική του πληθωρισμού και η διατήρηση ενός σχετικά υψηλού δομικού πληθωρισμού, δείχνει ότι τα εξωγενή αίτια – που κυρίως επηρεάζουν τις τιμές τροφίμων και ποτών – δεν είναι η μόνη εξήγηση.
Την ίδια στιγμή η επιστροφή μιας «μονεταριστικής» ερμηνείας του πληθωρισμού, που εκφράζεται στον εντοπισμό της ευθύνης στις μεγάλες χρηματικές παροχές που προηγήθηκαν, επίσης προσκρούει πάνω στο γεγονός ότι σε πολύ κοντινό παρελθόν βλέπαμε να συνυπάρχουν πρακτικές ποσοτικής χαλάρωσης με αποπληθωρισμό.
Αυτό που λείπει είναι άλλες παράμετροι της συζήτησης, όπως αυτές που αφορούν το πώς λαμβάνονται αποφάσεις τιμολόγησης στην πλευρά της προσφοράς, το πώς η υποχώρηση στην αύξηση της παραγωγικότητας επιδρά σε αποφάσεις για τις τιμές ώστε να διατηρούνται λειτουργικά περιθώρια κέρδους, το πώς επενεργεί στις επιχειρηματικές αποφάσεις για την τιμολόγηση η πίεση των μετόχων και των χρηματοδοτών για άμεση απόδοση.
Πώς μπαίνει η απασχόληση στην εξίσωση;
Αυτή η αδυναμία να υπάρξει μια πιο συνολική ερμηνεία για την αύξηση του πληθωρισμού που να μην απλώς παραθέτει διαδοχικές συγκυριακές αιτίες, αποτυπώνεται και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η αγορά εργασίας.
Και αυτό γιατί μια προηγούμενη εκδοχή «οικονομικής ορθοδοξίας» είχε μεταφράσει την αντίληψη ότι ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα υπερβάλλουσας ζήτησης σε ένα σχήμα για τον πληθωρισμό ως αποτέλεσμα «σφιχτής» αγοράς εργασίας. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια αντιστροφή αιτίου αποτελέσματος.
Το γεγονός ότι η θεωρία αυτή πρόκρινε (και προκρίνει) ως αντιπληθωριστική πολιτική την πρόκληση ύφεσης και αύξησης της ανεργίας ώστε να μειωθεί η ζήτηση και να υποχωρήσουν οι μισθοί (υποχώρηση που μειώνει και το κόστος παραγωγής και τη συνολική ζήτηση), μεταφραζόταν σε μια αντίληψη ότι η αγορά εργασία είναι αιτιώδης παράγοντας του πληθωρισμού. Αυτό οδήγησε στην αντίληψη ότι πρέπει να επιδιώκεται εκείνο το ποσοστό ανεργίας που εξασφαλίζει ότι δεν αυξάνεται ο πληθωρισμός.
Παρότι αυτό το σχήμα έχει διαψευσθεί σε περιόδους όπου η αύξηση της απασχόλησης δεν μεταφράστηκε σε αύξηση του πληθωρισμού, αλλά και στο γεγονός ότι και στην τρέχουσα πληθωριστική έκρηξη δεν είναι οι μισθοί στην αφετηρία του πληθωριστικού σπιράλ (αντιθέτως ο πληθωρισμός γεννά εύλογη πίεση για να αναπληρωθούν οι απώλειες πραγματική αγοραστικής δύναμης), εντούτοις είναι ένας τρόπος σκέψης τον οποίο ασπάζονται αρκετοί σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής.
Αυτό σημαίνει μια έμμεση πίεση προς την ανάγκη αύξησης της ανεργίας ως μέσο για την υποχώρησης του πληθωρισμού, που προφανώς και δημιουργεί αντιδράσεις ακριβώς γιατί υπονομεύει την κοινωνική συνοχή.
Το δίκοπο μαχαίρι των επιτοκίων
Όλα αυτά συμπυκνώνονται στα διλήμματα για την πολιτική επιτοκίων.
Ούτως ή άλλως, το ίδιο το γεγονός ότι η πολιτική επιτοκίων ανάγεται σε βασική αντιπληθωριστική πολιτική, αντί για παρεμβάσεις την πλευρά της προσφοράς και της τιμολόγησης, είναι στην πραγματικότητα και μια λήψη θέσης.
Όμως, με την αναπτυξιακή δυναμική στις αναπτυγμένες οικονομίες να παραμένει υποτονική (ακόμη και μετά τη μικρή διόρθωση προς τα πάνω των προβλέψεων των διεθνών οργανισμών), η αύξηση του κόστους δανεισμού κινδυνεύει να επιφέρει ακόμη μεγαλύτερη επιβράδυνση, χωρίς να είναι δεδομένο ότι θα αντιμετωπίσει και τον πυρήνα του προβλήματος του πληθωρισμού.