Κανείς ίσως δεν θα μπορούσε να υπηρετήσει καλύτερα τα «Trumponomics», δίχως μάλιστα να προκαλέσει τις αγορές, από τον Σκοτ Μπέσεντ, έναν τιτάνα των hedge funds.
Σύμφωνα με τον Economist, ο Μπέσεντ φαίνεται να ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή του επερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για τη θέση του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ.
«Ο Μπέσεντ είναι οξυδερκής παρατηρητής των αγορών και έχει βαθιά γνώση της μακροοικονομίας, κάτι που τον έχει κάνει να κερδίσει τον σεβασμό στη Wall Street» αναφέρει το βδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό.
Ήταν μάλιστα ο άνθρωπος που το 1992, ως νεαρός διαχειριστής χαρτοφυλακίου στη Soros Fund Management, ενημέρωσε τον Στάνλεϊ Ντρακενμίλερ, συνεργάτη της εταιρείας, ότι η Τράπεζα της Αγγλίας πιθανότατα δεν θα ήταν πρόθυμη να «υπερασπιστεί» τη λίρα, σε μια εποχή που η βρετανική οικονομία ζοριζόταν. Υπενθυμίζεται ότι Στάνλεϊ Ντρακενμίλερ και Τζορτζ Σόρος υπήρξαν από τα πιο πετυχημένα δίδυμα στα hedge funds όλων των εποχών: πόνταραν ενάντια στη στερλίνα, κερδίζοντας 1 δισ. δολάρια «εν μια νυκτί».
Ο Μπέσεντ, λοιπόν, υπήρξε πιστός στον Τραμπ, δωρίζοντας αφειδώς στην εκστρατεία του, όντας πρόθυμος να εγκαταλείψει τα πάντα για να εμφανιστεί στο Fox News ως «οικονομικός σύμβουλος» στην προεκλογική εκστρατεία. Στήριζε τα περίφημα Trumponomics, δηλαδή την επανάληψη στις φορολογικές περικοπές που επιβλήθηκαν κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, περιγράφοντας μια επιθετική ατζέντα απορρύθμισης και επαινώντας τον Τραμπ ως ικανό διαπραγματευτή στους εμπορικούς πολέμους.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Economist, η κατανόησή του για τα οικονομικά είναι πιθανό να τον οδηγήσει να έχει και άλλες προτεραιότητες.
Συγκεκριμένα, ο Μπέσεντ φαίνεται να ενδιαφέρεται να περιορίσει το δημόσιο χρέος: χαρακτήρισε τα μεγάλα ελλείμματα και τις κρατικές επιδοτήσεις της εποχής Μπάιντεν ως «επιστροφή στον κεντρικό σχεδιασμό». Οποιοδήποτε σχέδιο μείωσης του ελλείμματος θα περιελάμβανε σχεδόν σίγουρα την εξάλειψη των επιδοτήσεων στις ΑΠΕ στον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού, που είχε ψηφιστεί το 2022.
Επίσης, κατά καιρούς φάνηκε χλιαρός σχετικά με τους μαξιμαλιστικούς δασμούς που υποσχέθηκε ο Τραμπ στην προεκλογική εκστρατεία, περιγράφοντάς τους περισσότερο ως διαπραγματευτική θέση παρά ως πραγματική πολιτική. Και φαίνεται λιγότερο διατεθειμένος να τα βάζει με το δολάριο από τον κ. Τραμπ, ο οποίος συχνά θρηνούσε για την ισχύ του νομίσματος. Το ότι πιστεύει στις συναλλαγματικές ισοτιμίες της αγοράς δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένης της καριέρας του.
Ήθελε επίσης κάποιον που να είναι all-in στα «Trumponomics»—από τις φορολογικές περικοπές μέχρι την απορρύθμιση και τους δασμούς. Και ήταν απελπισμένος να μην επιλέξει κάποιον που θα μπορούσε να σταματήσει το μετεκλογικό ράλι στο χρηματιστήριο.
Σύμφωνα με τον Economist, «κανείς δεν πληρούσε όλα αυτά τα κριτήρια». Μπορεί άλλοι υποψήφιοι να ήταν «ήταν πρόθυμοι για φορολογικές περικοπές και απορρύθμιση, αλλά δύσπιστοι για τους εμπορικούς πολέμους».
Ωστόσο, το βρετανικό περιοδικό σημειώνει ότι η επιλογή Μπέσεντ δείχνει ότι ο Τραμπ ήθελε να κρατήσει και τις αγορές καθυσηχασμένες, ώστε να μην αντιδράσουν, τουλάχιστον όσον αφορά την οικονομική πολιτική. «Αυτά είναι καλά νέα για όποιον ανησυχεί για το πόσο ριζοσπαστικός μπορεί να είναι στην εξουσία» σημειώνει ο Economist.
Το βρετανικό περιοδικό, ευχόμενο καλή τύχη στον Μπέσεν, καταλήγει ότι η επιθυμία του Τραμπ να κατευνάσει τις αγορές θα συγκρούεται με την τάση του να κάνει κάτι παράλογο απλώς και μόνο επειδή είναι απογοητευμένος.