More

    Σταθερότητα ή στασιμότητα; Πως η Ευρωζώνη στραγγάλισε την ανάπτυξη των Ευρωπαίων

    Μπορεί στην Ευρώπη να αυξάνονται οι φωνές περί αύξησης αμυντικών δαπανών, αλλά η Γηραιά Ήπειρος αδυνατεί να συμφιλιωθεί με τη λέξη ανάπτυξη χάρη στην Ευρωζώνη, η οποία επιβάλει δημοσιονομικές πολιτικές απαράλλαχτες εδώ και 30 σχεδόν χρόνια.

    Οι δημοσιονομικές πολιτικές στις χώρες της Ευρωζώνης έχουν διαμορφωθεί εδώ και καιρό από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Αυτό το πλαίσιο σχεδιάστηκε ως ένα μέσο για την επιβολή δημοσιονομικών κανόνων που έχουν σχεδιαστεί για να κατευθύνουν τα κράτη μέλη προς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.

    Αν και το ΣΣΑ ανεστάλη προσωρινά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εισήχθη εκ νέου το 2024 κρατώντας αμετάβλητες τις βασικές αρχές του ΣΣΑ.

    Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν διατηρεί την εξουσία να κινεί τις λεγόμενες «διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος» έναντι χωρών με δημοσιονομικά ελλείμματα που υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ.

    Αυτές οι διαδικασίες υποχρεώνουν τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν μέτρα λιτότητας με στόχο τη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων, με απώτερο στόχο την επίτευξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και αναλογιών χρέους προς ΑΕΠ που πλησιάζουν το 60%. Η Ελλάδα εξάλλου υπήρξε μεγάλο θύμα αυτών των κανόνων, με πολλούς ακόμα και στο εσωτερικό να υποστηρίζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας.

    Ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου, Πολ ντε Γκράου, περιγράφει στο Social Europe πόσο επιβλαβείς είναι οι επιπτώσεις από αυτούς τους κανόνες.

    «Είναι όλο και πιο προφανές ότι αυτή η προσέγγιση στη χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής είναι ένας σημαντικός παράγοντας στο περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης της Ευρώπης και στο διευρυνόμενο χάσμα παραγωγικότητας με τις ΗΠΑ» λέει ο Γκράου.

    Οι λόγοι, γι αυτό, σύμφωνα με τον καθηγητή είναι οι εξής:

    «Αμαρτωλές οι δημόσιες επενδύσεις»

    Ο Πολ ντε Γκράου αναφέρει πρώτον, ότι το Σύμφωνο Σταθερότητα δεν τα πάει καθόλου καλά με τις δημόσιες επενδύσεις. «Ενώ το αναθεωρημένο ΣΣΑ επιτρέπει τον αποκλεισμό ορισμένων δημοσίων επενδύσεων από τους τακτικούς υπολογισμούς του προϋπολογισμού, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των δαπανών πρέπει να τηρεί τον κανόνα ότι οι πρόσθετες δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω υψηλότερων φόρων ή περικοπών σε άλλες δαπάνες».

    Έτσι, λέει πως «στην πραγματικότητα, οι περισσότερες δημόσιες δαπάνες δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω της έκδοσης δημόσιου χρέους».

    Κάτι τέτοιο όμως πάει κόντρα στην οικονομική λογική. «Στον ιδιωτικό τομέα, όταν μια εταιρεία επενδύει σε ένα παραγωγικό περιουσιακό στοιχείο που αναμένεται να αποφέρει μελλοντικά έσοδα, μπορεί να χρηματοδοτήσει την επένδυση εκδίδοντας χρέος, υπό την προϋπόθεση ότι οι αναμενόμενες αποδόσεις υπερβαίνουν το κόστος δανεισμού (συμπεριλαμβανομένου τυχόν ασφάλιστρου κινδύνου)» τονίζει ο ειδικός. Ομοίως, όταν μια κυβέρνηση επενδύει σε δημόσια περιουσιακά στοιχεία -π.χ υποδομές- που θα αποφέρουν μελλοντικά οφέλη, είναι οικονομικά λογικό να χρηματοδοτούνται τέτοιες επενδύσεις μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων, εφόσον οι αναμενόμενες αποδόσεις υπερβαίνουν το κόστος δανεισμού.

    Ο καθηγητής στο LSE σημειώνει ότι η συγκυρία είναι ευνοϊκή, καθώς με τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων για τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης να βρίσκεται μεταξύ 2-3%, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για τις δημόσιες επενδύσεις να αποφέρουν αποδόσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά τα ποσοστά.

    Ιδανικό πλαίσιο, αλλά ποιός ακούει

    Για τον ντε Γκράου, αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στο σημερινό πλαίσιο, όπου η ανάγκη δημιουργίας συλλογικής ενεργειακής υποδομής και άλλων δημόσιων αγαθών που είναι απαραίτητα για μια πράσινη μετάβαση έχει καταστεί επιτακτική.

    «Η απαγόρευση χρηματοδότησης παραγωγικών επενδύσεων μέσω του δημόσιου χρέους εισάγει μια πρόσθετη μεροληψία κατά των δημοσίων δαπανών. Οι δημόσιες επενδύσεις συνήθως ωφελούν τις μελλοντικές γενιές, αλλά στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, οι σημερινοί φορολογούμενοι πρέπει να επωμιστούν ολόκληρο το κόστος. Αυτό δημιουργεί ένα πολιτικό αντικίνητρο για τέτοιες επενδύσεις».

    Ο οικονομολόγος υπογραμμίζει ότι οι πολιτικοί είναι απίθανο να υποστηρίξουν έργα των οποίων το κόστος βαρύνει τους σημερινούς ψηφοφόρους, ενώ τα οφέλη προκύπτουν κυρίως στο μέλλον.

    Για παράδειγμα, κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι δημόσιες επενδύσεις αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 8% των συνολικών κρατικών δαπανών στην ΕΕ. Μέχρι τη δεκαετία του 2000, αυτό το μερίδιο είχε πέσει σε λιγότερο από 6%.

    Φταίει η λιτότητα

    Η δεύτερη αιτία οι κανόνες της Ευρωζώνης σαμποτάρουν την ανάπτυξη της Ευρώπης, σύμφωνα με τον καθηγητή, ότι το κλίμα λιτότητας που έχει εδραιώσει.

    Μπορεί τα κράτη μέλη να απαλλάχτηκαν, για λίγο, στη διάρκεια της πανδημίας από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, αλλά τα μέτρα λιτότητας επανήλθαν αμέσως μετά.

    Αυτή η επιστροφή στη δημοσιονομική ακαμψία είχε καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στις δημόσιες όσο και στις ιδιωτικές επενδύσεις, λέει ο ντε Γκράου. «Από την παγκόσμια οικονομική κρίση, οι συνολικές επενδύσεις στην ΕΕ μειώθηκαν από 23% το 2007 σε 21% του ΑΕΠ σήμερα. Αυτή η πτώση όχι μόνο εμποδίζει την τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα, αλλά μειώνει επίσης το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας, καθώς οι νέες επενδύσεις κεφαλαίου συχνά ενσωματώνουν προηγμένες τεχνολογίες που οδηγούν στη βελτίωση της παραγωγικότητας».

    Ο οικονομολόγος υπενθυμίζει την Έκθεση Ντράγκι η οποία έχει δείξει με γλαφυρό τρόπο πώς η αύξηση της παραγωγικότητας της Ευρώπης έχει μείνει πίσω από άλλα βιομηχανικά κράτη, κυρίως τις ΗΠΑ.

    Δράστε άμεσα για να έχουμε ανάπτυξη

    Για τον Πολ ντε Γκράου, οι συνέπειες είναι σαφείς: οι πολιτικές λιτότητας έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες για την πλευρά της προσφοράς της οικονομίας.

    «Με τη μείωση των επενδύσεων, περιορίζουν το δυνητικό προϊόν και περιορίζουν την αύξηση της παραγωγικότητας. Μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής στρατηγικής της Ευρώπης κυριαρχείται από την πεποίθηση -ή ιδεολογία- ότι η ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν να καταστήσουν την πλευρά της προσφοράς της οικονομίας πιο ευέλικτη και αποτελεσματική. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που να υποστηρίζουν την ιδέα ότι τέτοιες πολιτικές ενισχύουν σημαντικά τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, ο κρίσιμος ρόλος των πολιτικών από την πλευρά της ζήτησης για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό».

    Έτσι, ο επιστήμονας από το LSE καταλήγει ότι η σχετική οικονομική παρακμή της Ευρώπης είναι, εν μέρει, άμεσο αποτέλεσμα των πολιτικών που βασίζονται στη λιτότητα.

    «Ο επαναπροσανατολισμός των δημοσιονομικών στρατηγικών προς πιο ενεργά μέτρα από την πλευρά της ζήτησης που δίνουν προτεραιότητα στις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις θα μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αναστροφή αυτής της πτώσης και στην αναζωογόνηση του αναπτυξιακού δυναμικού της Ευρώπης» υπογραμμίζει, παροτρύνοντας τη νέα Κομισιόν να αντιμετωπίσει άμεσα τη κατάσταση.

    Newsroom
    Newsroomhttps://ekozani.gr
    Γίνε εσύ ο ρεπόρτερ και στείλε την είδηση της ημέρας... info@ekozani.gr
    spot_img

    more news