Οι αγορές μπορούν επιτέλους να πάρουν ανάσα. Η Credit Suisse σώθηκε με την εξαγορά της από την USB.
Η ιστορική συμφωνία επισφραγίσθηκε και επισήμως την Κυριακή το βράδυ από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, με συνέντευξη Τύπου που παραχωρείται αυτή την ώρα.
Στόχος της εξαγοράς ο περιορισμός μιας κρίσης εμπιστοσύνης που απειλούσε να εξαπλωθεί στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, θυμιζοντας τις μαύρες μέρες της Lehmam Brothers από το 2008.
«Δεν είναι μια κρατική διάσωση», έσπευσε να ξεκαθαρίσει το επιφανές πάνελ, στο πλαίσιο της γνωστής φράσης «πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει και πολύ μεγάλη για να σωθεί» , αλλά μια εμπορική απόφαση σε ένα «πληγωμένο» χρηματοπιστωτικό περιβάλλον με μεγάλη σημασία για την τραπεζικό σύστημα της Ελβετίας και όλου του κόσμου.
«Η UBS ανακοίνωσε την εξαγορά της Credit Suisse. Αυτή η εξαγορά κατέστη δυνατή με την υποστήριξη της ελβετικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, της ελβετικής εποπτείας της χρηματοπιστωτικής αγοράς, της Αρχή FINMA και της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας.
Με την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, βρέθηκε λύση για την εξασφάλιση οικονομικών, σταθερότητα και προστασία της ελβετικής οικονομίας σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση.
Και οι δύο τράπεζες έχουν απεριόριστη πρόσβαση στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις της Κεντρικής Τράπεζας, μέσω των οποίων μπορούν να λάβουν ρευστότητα σύμφωνα με τις «κατευθυντήριες γραμμές για τη νομισματική πολιτική», είναι η σχετική ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας.
Η εξαγορά της Credit Suisse από την UBS είναι «η καλύερη λύση», ήταν το σχόλιο του Ελβετού προέδρου.
Νωρίτερα, Bloomberg και Financial Times μετέδιδαν πως η UBS συμφώνησε να αγοράσει την Credit Suisse, με την προσφορά να ανέρχεται στα 2 δισ. δολάρια.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η UBS θα καταβάλλει περισσότερα από 0,50 φράγκα για κάθε μετοχή της Credit Suisse, τιμή πολύ χαμηλότερη από αυτή στην οποία έκλεισαν οι μετοχές της τράπεζες την Παρασκευή (1,86 φράγκα).
Να σημειωθεί ότι η UBS δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από τις αρχές να οριστικοποιήσει οπωσδήποτε εντός της ημέρας την εξαγορά της Credit Suisse με την ελπίδα να αποφευχθούν μια κατάρρευση και ένα μεταδοτικό κύμα πανικού στις αγορές τη Δευτέρα.
Μάλιστα, οι ελβετικές αρχές φέρονται να είναι έτοιμες να αλλάξουν τους νόμους της χώρας για να παρακάμψουν την ψηφοφορία των μετόχων για την περάτωση της συμφωνίας.
Το σχέδιο, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε βιαστικά οργανωμένες συνομιλίες για την μεγάλη κρίση τις τελευταίες 48 ώρες, αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της μαζικής πτώσης της μετοχής της Credit Suisse την περασμένη εβδομάδα, μετά την κατάρρευση μικρότερων αμερικανικών τραπεζών.
Νωρίτερα είχε γίνει γνωστό ότι η Credit Suisse είχε απορρίψει προσφορά ύψους 1 δισ. δολαρίων από την UBS, χαρακτηρίζοντας αυτήν πολύ χαμηλή, με αποτέλεσμα να πλήξει τους μετόχους και τους εργαζόμενους που κατέχουν εταιρικές μετοχές, οι οποίες θα πληρωθούν τελευταίες κατά σειρά μετά μια πιθανή χρεοκοπία (deferred stock).
Οι ελβετικές αρχές είχαν εξετάσει και το ενδεχόμενο πλήρους ή μερικής κρατικοποίησης της Credit Suisse ως τη μόνη άλλη βιώσιμη επιλογή πέραν της εξαγοράς από την UBS.
Υπενθυμίζεται ότι για τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, με ενεργητικό περί τα 500 δισ. δολάρια, η πίεση χτύπησε κόκκινο μετά την κατάρρευση δύο περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ, της Silicon Valley και της Signature Bank.
Η Credit Suisse αναγκάστηκε την περασμένη εβδομάδα να έρθει σε συμφωνία για δάνειο έως και 50 δισ. ευρώ από την ελβετική κεντρική τράπεζα, προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητα της και την εμπιστοσύνη των επενδυτών, μετά την ελεύθερη πτώση των μετοχών της σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και τον τραπεζικό πανικό που προκλήθηκε.
Αλλαγή σελίδας
Η εξαγορά της Credit Suisse, η οποία κουβαλά στις πλάτες της μια ιστορία 166 ετών, από την UBS σηματοδοτεί ένα ιστορικό γεγονός για την Ελβετία όσο και τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η πρώην Schweizerische Kreditanstalt ιδρύθηκε από τον βιομήχανο Alfred Escher το 1856 για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας.
Στη συνέχεια μετατράπηκε σε έναν παγκόσμιο παίκτη που συμβόλιζε τον ρόλο της Ελβετίας ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο, πριν ξεκινήσουν τα προβλήματα προσαρμογής σε ένα διαφορετικό τραπεζικό τοπίο μετά την οικονομική κρίση του 2008-9.
Η ανταγωνίστρια UBS έχει τις ρίζες σε περίπου 370 ξεχωριστά τραπεζικά ιδρύματα σε χρονικό διάστημα 160 ετών, με αποκορύφωμα την συγχώνευση της Union Bank of Switzerland και της Swiss Bank Corporation το 1998.
Μετά την κρατική διάσωση κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η UBS απέκτησε φήμη ως ένας από τους μεγαλύτερους διαχειριστές περιουσίας παγκοσμίως, εξυπηρετώντας ιδιώτες που κατείχαν πλήθος περιουσιακών στοιχείων.
Αν και η Credit Suisse δεν χρειάστηκε κρατική διάσωση κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα τελευταία χρόνια έχει πληγεί από μια σειρά σκανδάλων, αλλαγών στην ηγεσία και νομικών ζητημάτων.
Οι απώλειες και τα σκάνδαλα
Τον περασμένο μήνα η Credit Suisse ανακοίνωσε συνολική καθαρή ζημία άνω των 7 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων για το 2022, στη χειρότερη επίδοση από την παγκόσμια κρίση του 2008 και προειδοποίησε για σημαντικές πιέσεις και το 2023.
Μόνο το τέταρτο τρίμηνο του 2022 καταγράφηκαν εκροές καταθέσεων ύψους 110 δισ. ελβετικών φράγκων.
Αξίζει να σημιεωθεί ότι τον Ιούνιο του 2022 η τράπεζα είχε καταδικαστεί, επειδή απέτυχε να αποτρέψει το ξέπλυμα χρήματος από βουλγαρική συμμορία διακίνησης κοκαΐνης.
Το δικαστήριο διαπίστωσε ελλείψεις στην Credit Suisse, τόσο όσον αφορά τη διαχείριση των σχέσεων πελατών, αφού συναλλασσόταν με μία εγκληματική οργάνωση, όσο και στην παρακολούθηση της εφαρμογής των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η Credit Suisse αρνήθηκε κάθε αδίκημα και δήλωσε ότι θα ασκήσει έφεση κατά της καταδίκης. Νωρίτερα, ο Πρόεδρος Αντόνιο Όρτα – Οσόριο παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 2022, αφού παραβίασε τους κανόνες καραντίνας COVID-19.
Η παραίτηση ήταν ένα πλήγμα για την ελβετική τράπεζα, καθώς είχε αναλάβει τα ηνία της για βελτιώση την εικόνα της, που είχε αμαυρωθεί από τα σκάνδαλα Archegos και Greensill Capital.
Όσον αφορά το πρώτο η Credit Suisse έχασε 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια όταν το οικογενειακό γραφείο Archegos Capital Management των ΗΠΑ πτώχευσε τον Μάρτιο του 2021. Τα στοιχήματα υψηλής μόχλευσης του hedge fund σε ορισμένες μετοχές τεχνολογίας απέτυχαν και η αξία του χαρτοφυλακίου του με την Credit Suisse έπεσε κατακόρυφα.
Η Credit Suisse αναγκάστηκε επίσης να παγώσει 10 δισεκατομμύρια δολάρια χρηματοοικονομικών κεφαλαίων της εφοδιαστικής αλυσίδας τον Μάρτιο του 2021, όταν ο βρετανός χρηματοδότης Greensill Capital κατέρρευσε, αφού έχασε την ασφαλιστική κάλυψη για χρέη που είχε εκδώσει έναντι των δανείων του σε εταιρείες.