Οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ πρέπει να επιδείξουν «πείσμα» και να συνεχίσουν να αυξάνουν το κόστος δανεισμού προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός, αγνοώντας τους φόβους ότι η πρόσφατη χρηματοπιστωτική αναταραχή θα μπορούσε να επηρεάσει περαιτέρω τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Αυτό τόνισε το γεράκι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διοικητής της Bundesbank, Γιοαχίμ Νάγκελ, μιλώντας στον FT, μετά την επιμονή του ίδιου και άλλων μελών της ΕΚΤ την προηγούμενη εβδομάδα να προχωρήσουν σε νέα αύξηση των επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα.
«Σίγουρα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι πιέσεις στις τιμές είναι ισχυρές και έχουν ευρεία εξάπλωση σε ολόκληρη την οικονομία», είπε ο επικεφαλής της Bundesbank. «Αν θέλουμε να τιθασεύσουμε αυτόν τον επίμονο πληθωρισμό, θα πρέπει να είμαστε ακόμη πιο πεισματάρηδες», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Δεν είναι το 2008
Μετά τη διάσωση της Credit Suisse την Κυριακή, ο Νάγκελ είπε ότι είναι πιθανό οι τράπεζες να γίνουν «πιο προσεκτικές» στον δανεισμό μετά την αναταραχή που προκλήθηκε στην αγορά. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι είναι πολύ νωρίς για να συμπεράνει κανείς ότι η ευρωζώνη οδεύει προς μια πιστωτική κρίση που θα έπνιγε τη ζήτηση.
Ο ίδιος εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι «δεν αντιμετωπίζουμε επανάληψη της οικονομικής κρίσης που είδαμε το 2008», εκτιμώντας ότι αυτό που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα στον τραπεζικό τομέα «μπορούμε να το διαχειριστούμε».
Αναφερόμενος στους κατόχους SFr16 δισ. πρόσθετων ομολόγων Tier 1 (AT1) στην Credit Suisse, τα οποία εξαλείφθηκαν από τις ελβετικές αρχές ως μέρος της εξαγοράς της UBS, ο Νάγκελ εμφανίστηκε αρκούντως επικριτικός λέγοντας: «εκείνοι που επωφελούνται από ευκαιρίες θα πρέπει επίσης να αναλάβουν το μερίδιό τους όταν επαληθεύονται κίνδυνοι». «Αυτό ήταν ένα μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης». Ωστόσο, επιβεβαίωσε ότι η ευρωζώνη δεν θα ακολουθήσει την απόφαση της Ελβετίας να διασώσει στα AT1s πριν εξαλειφθεί το μετοχικό κεφάλαιο μιας τράπεζας.
«Ήπια προσγείωση» της οικονομίας
Οι αγορές αναμένουν όλο και περισσότερο από την ΕΚΤ να σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων της τον Μάιο καθώς επιδεινώνονται οι χρηματοοικονομικές συνθήκες.
Ωστόσο, ο Νάγκελ είπε ότι ο πληθωρισμός της ευρωζώνης έπρεπε να μειωθεί «σημαντικά και βιώσιμα» προτού η τράπεζα σταματήσει να αυξάνει το κόστος δανεισμού.
«Υπάρχει ακόμη δρόμος, αλλά πλησιάζουμε σε έδαφος περιορισμού [του πληθωρισμού]», είπε, προσθέτοντας ότι μόλις η ΕΚΤ σταματήσει να αυξάνει τα επιτόκια, θα πρέπει να αντισταθεί στις εκκλήσεις να αρχίσει να τα μειώνει.
Αναφορικά με την προοπτική της οικονομίας τόσο της Γερμανίας όσο και της ευρωζώνης, ο Νάγκελ εμφανίστηκε αισιόδοξος λέγοντας πως «ακόμα οραματίζομαι μια ήπια προσγείωση».
Η αισιοδοξία του για την ανάπτυξη -και ο προβληματισμός για τον πληθωρισμό- οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην «εξαιρετικά εύρωστη» αγορά εργασίας της ευρωζώνης, καθώς η ανεργία παραμένει σε ιστορικά χαμηλά παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες από το περασμένο καλοκαίρι.
«Πρόκειται για έναν εξαιρετικό κύκλο», είπε, προσθέτοντας ότι η αύξηση των επιτοκίων στο παρελθόν είχε οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας.
Για την αυξημένη ρευστότητα
Επιπλέον, το τραπεζικό σύστημα διατηρεί πλεονάζουσα ρευστότητα 4 τρισεκατομμυρίων ευρώ, που προέρχεται από πολυετείς αγορές ομολόγων και εξαιρετικά φθηνό δανεισμό από την ΕΚΤ.
Αυτόν τον μήνα η τράπεζα άρχισε να συρρικνώνει τα ομόλογά της μη αντικαθιστώντας 15 δισ. ευρώ των τίτλων που λήγουν κάθε μήνα στο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων των 3,2 τρις ευρώ.
Αλλά ο Νάγκελ, ο οποίος από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να υπολογίσει την πλεονάζουσα ρευστότητα, θέλει να μεγαλύτερες ταχύτητες. «Θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα», είπε, όταν το συμβούλιο επανεξετάσει τη στρατηγική της τον Ιούλιο».
Πρόσθεσε ότι «σε ένα επόμενο στάδιο» η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο συρρίκνωσης ενός ξεχωριστού προγράμματος αγορών έκτακτης ανάγκης για την πανδημία 1,7 τρισεκατομμυρίων ευρώ — που ξεκίνησε το 2020 για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της Covid-19.