Πολλές φορές το ξεχνάμε αλλά για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας η Ταϊβάν δεν είναι ένα ανεξάρτητο κράτος. Είναι μια αποσχισθείσα περιοχή της Κίνας που κάποια στιγμή πρέπει να επανενωθεί με την ηπειρωτική Κίνα. Μάλιστα, ως έναν βαθμό αυτή είναι και η θέση της διεθνούς κοινότητας που αναγνωρίζει μόνο την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως εκπρόσωπο της Κίνας και προσυπογράφει – με διάφορους βαθμούς «στρατηγικής αμφισημίας» – την πολιτική της «Μίας Κίνας».
Από την άλλη μεριά, για τη Δύση και ιδίως για τις ΗΠΑ η Ταϊβάν είναι και μια σύμμαχη χώρα που δεν πρέπει να ενσωματωθεί βίαια στην Κίνα. Τυπικά βεβαίως και οι ΗΠΑ συνυπογράφουν την πολιτική της «Μίας Κίνας», εξ ου και οι αντιδράσεις για επισκέψεις στην Ταϊβάν ανώτερων αμερικανικών πολιτικών παραγόντων όπως η Νάνσι Πελόζι πέρσι, όμως είναι σαφές ότι δεν θέλουν να δουν την Ταϊβάν να καταλαμβάνεται από τις τον κινεζικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό.
Όλα αυτά διαπλέκονται και με την κατάσταση πνευμάτων εντός της ίδιας της Ταϊβάν όπου το αίτημα της επανένωσης έχει υποστήριξη όμως καθώς περνούν τα χρόνια τον τόνο δίνει μια νεώτερη γενιά που υποστηρίζει τον στόχο της ανεξαρτησίας.
Βεβαίως, ιδίως για τις ΗΠΑ το ζήτημα της Ταϊβάν δεν έχει να κάνει τόσο με το επιθυμούν οι πολίτες της Ταϊβάν, όσο με το γεγονός ότι βλέπουν σε αυτό το ζήτημα ένα μέτωπο που εάν οξυνθεί θα μπορούσε να είναι τμήμα μιας στρατηγικής για την ανάσχεση της Κίνας.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ έχουν επιδοθεί στην προσπάθεια να διαμορφώσουν μια ιδιότυπη συνθήκη περικύκλωσης της Κίνας, μέσα από ένα πλήθος βάσεων, τη συνεχή παρουσία αμερικανικών πολεμικών πλοίων αλλά και συμφωνίες όπως αυτή με τη Βρετανία και την Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής πυρηνικών υποβρυχίων για χρήση από την Αυστραλία, ώστε να μπορούν να επιτηρούν ακόμη πιο πιεστικά την Κίνα.
Η Κίνα δείχνει τα δόντια της
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η Κίνα προσπαθεί να οικοδομήσει όρους ώστε να μπορεί να επιβάλει την επανένωση. Άλλωστε, εδώ και καιρό έχει κάνει σαφές και το πλαίσιο με το οποίο θα μπορούσε να κινηθεί, που είναι ανάλογο με αυτό που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της εκ νέου ενσωμάτωσης του Χονγκ Κονγκ, δηλαδή η αρχή «ένα κράτος, δύο συστήματα», που θα σήμαινε ότι δεν θα υπήρχαν μεγάλες ανατροπές στην οικονομία της Ταϊβάν.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δύσκολα θα μπορούσε να γίνει με όρους συναίνεσης της κυβέρνησης της Ταϊβάν. Άρα θα πρέπει να γίνει με όρους ένοπλης επιβολής. Κοντολογίς η Κίνα να διαμορφώσει τέτοιο συντριπτικό στρατιωτικό συσχετισμό δύναμης ώστε να μην υπάρχει άλλη επιλογή από τη μεριά της Ταϊβάν ώστε να αποδεχτεί την ενσωμάτωση.
Αυτό αποτυπώνεται και στον τρόπο που η Κίνα δείχνει να οικοδομεί τη στρατιωτική της ισχύ απέναντι στην Ταϊβάν και την οποία επιδεικνύει στα κατά καιρούς γυμνάσια που κάνει πολύ κοντά στην Ταϊβάν. Από τη μια η Κίνα προσπαθεί να δείξει ότι έχει τη δυνατότητα, με την αεροπορία αλλά και τα πυραυλικά συστήματα που διαθέτει να καταφέρει συντριπτικά πλήγματα στην Ταϊβάν, ξεκινώντας από τα μεγάλα αστικά της κέντρα, έτσι ώστε μετά να είναι εφικτή μια απόβαση του μεγάλου όγκου στρατιωτικών δυνάμεων που είναι απαραίτητες ώστε να ελεγχθεί η Ταϊβάν. Από την άλλη, θέλει να εξασφαλίσει ότι μπορεί να επιβάλλει για μεγάλο χρονικό διάστημα αποκλεισμό της Ταϊβάν και από θαλάσσης και από αέρος, αλλά και να αποτρέψει οποιαδήποτε προσπάθεια τρίτων χωρών να προσπαθήσουν να προσφέρουν βοήθεια στην Ταϊβάν.
Η στρατηγική των γυμνασίων
Τα κινεζικά γυμνάσια αποτελούν ταυτόχρονα στρατιωτικές ασκήσεις, αλλά και προσπάθεια να δείξει εκ των προτέρων με ποιον τρόπο θα κινηθεί και να στείλει το μήνυμα ότι είναι προτιμότερο η Ταϊβάν να αποδεχτεί την επανένωση.
Στις 9 Απριλίου το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν ανακοίνωσε ότι εντόπισε 70 κινεζικά αεροσκάφη γύρω από την Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένων μαχητικών Su-30, βομβαρδιστικών H-6 και έντεκα πλοίων συμπεριλαμβανομένου και του αεροπλανοφόρου Σαντόγκ.
Παράλληλα, η υπηρεσία θαλάσσιας ασφάλειας της Κίνας επιδόθηκε σε μια τριήμερη ειδική επιχείρηση που περιλάμβανε επιθεωρήσεις εμπορικών πλοίων. Μάλιστα, η χρήση της κινεζικής ακτοφυλακής (που διαθέτει έναν στόλο 130 μεγάλων περιπολικών πλοίων, 70 γρήγορων περιπολικών και 400 μικρότερων σκαφών, παραπέμπει και στην αντίληψη ότι δεν πρόκειται για εισβολή σε τρίτη χώρα, αλλά για αντιμετώπιση αποσχισθείσα περιοχής.
Ιδιαίτερα ανησυχεί την πλευρά της Ταϊβάν η επένδυση της Κίνας σε υπερηχητικούς πυραύλους, ιδίως μετά την επίδειξη δύναμης του περασμένου Αυγούστου.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Κίνα σταδιακά αυξάνει την κλίμακα των γυμνασίων γύρω από την Ταϊβάν, κάτι που με τη σειρά του αποτελεί και έναν ψυχολογικό πόλεμο απέναντι στην πλευρά της Ταϊβάν, που δεν γνωρίζει πότε τελικά αυτό που θα ξεκινήσει ως άσκηση, θα καταλήξει ως πλήρης επίθεση.
Ωστόσο, ακόμη υπάρχουν αρκετά ερωτήματα σε σχέση με τη μορφή μιας τελικής κινεζικής επίθεσης. Δηλαδή, εάν θα τολμήσει μια πλήρη αμφίβια επίθεση, με όλο τον κίνδυνο μεγάλων απωλειών από το εξαιρετικά πυκνό επάλληλων αμυντικών θέσεων της Ταϊβάν, εάν θα προσπαθήσει να κάνει ένα αποφασιστικό χτύπημα στην ηγεσία της Ταϊβάν που θα μπορούσε να συνδυαστεί με παραλυτικές κυβερνοεπιθέσεις, ή εάν θα ξεκινούσε με την κατάληψη νησιών κοντά στην Ταϊβάν για να πλήξει το ηθικό της άλλης πλευράς.
Τα μαθήματα από τη Ρωσία
Πάντως το σίγουρο είναι ότι η κινεζική ηγεσία μελετάει πολύ προσεκτικά την εμπειρία του πολέμου στην Ουκρανία. Παρότι υπάρχει η μεγάλη διαφορά ότι η Κίνα μπορεί να επιβάλει πλήρη αποκλεισμό στην Ταϊβάν, σε αντίθεση με την κατάσταση στην Ουκρανία όπου ουδέποτε διαταράχτηκε η δυνατότητα να φτάνουν χώρα πολεμοφόδια και άλλες ενισχύσεις από τη Δύση, εντούτοις η Κίνα θα ήθελε να αποφύγει το ενδεχόμενο μια παρατεταμένης και αντικειμενικά φθοροποιού σύγκρουσης. Γνωρίζει ότι έχει μια ισχυρή άμυνα απέναντί της και άρα θέλει πρώτα να εξασφαλίσει ότι έχει μια συντριπτική υπεροπλία. Επιπλέον, παράλληλα με την εξέλιξη των δικών της εξοπλιστικών προγραμμάτων επιδιώκει να αναπροσαρμόζει και τα επιχειρησιακά σχέδια ώστε να μπορεί πιο γρήγορα και μεγαλύτερες απώλειες να βγει νικήτρια σε μια τέτοια σύγκρουση. Ταυτόχρονα, προφανώς θα ήθελε μια γρήγορη νίκη αλλά και την αποφυγή μιας πλήρους αποξένωσης του τοπικού πληθυσμού, μια που θα πρέπει να εξασφαλίσει και την επανένωση, κάτι που γεννά το μεγάλο ερώτημα πώς θα αντιμετωπίσει μια τυχόν εχθρική διάθεση των ίδιων των κατοίκων της Ταϊβάν. Και βέβαια η Κίνα θέλει να κάνει σαφές και προς τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές χώρες ότι όταν έρθει η ώρα τυχόν δική τους παρέμβαση υπέρ της Ταϊβάν θα είναι αλυσιτελής και επικίνδυνη.
Και όλα αυτά με την πάντα υπαρκτή έγνοια ότι μια τέτοια κίνηση δεν θα πρέπει να διακυβεύσει και τη συνολική οικονομική παρουσία της Κίνας σε παγκόσμια κλίμακα. Καθόλου τυχαία, η αναγνώριση των κινεζικών θέσεων σε σχέση με την Ταϊβάν είναι και βασική επιδίωξη της κινεζικής διπλωματίας.