Εάν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χάσει τις προεδρικές εκλογές η Τουρκία δεν θα αντιμετωπίσει απλώς μια «κυβερνητική εναλλαγή», από αυτές που είναι αναμενόμενες σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Θα πρόκειται για μια πραγματική «μεταπολίτευση», για μια «αλλαγή καθεστώτος» ουσιαστικά, μια που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν κυβέρνηση απλώς αυτές τις δύο δεκαετίες, αλλά και διαμόρφωσε τον ίδιο τον τρόπο που είναι διαμορφωμένο το τουρκικό πολιτικό σύστημα, η θεσμική άρθρωση του τουρκικού κράτους, η εξωτερική πολιτική του, οι κοινωνικές συμμαχίες που εκπροσωπούνται στην κυρίαρχη στρατηγική, την ιδεολογία και το κυρίαρχο ηγεμονικό αφήγημα.
Ακόμη, όμως, και εάν καταφέρει να κερδίσει τις εκλογές, είναι προφανές ότι η Τουρκία έχει αρχίσει να ψηλαφεί την «μετα-Ερντογάν» εποχή. Και όχι απλώς με όρους εκλογικής δυναμικής, αλλά και με βάση τη διάχυτη αίσθηση ότι έχει έρθει η ώρα να επανεξεταστεί μια ολόκληρη διαδρομή, που μπορεί να υποστηρίζει ότι δεν άλλαξε μόνο την εικόνα της Τουρκίας, αλλά και τη θέση της στον κόσμο, όμως πια είναι αντιμέτωπη με τα ίδια τα όρια και τις αντιφάσεις της, μέσα σε ένα διεθνές πεδίο που ου αλλάζει και γίνεται όλο και πιο διαιρετικό και πολωτικό.
Η δυναμική της αντιπολίτευσης
Η προεκλογική εκστρατεία έδειξε ότι ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου κατάφερε να διαψεύσει όσους τον ήθελαν τον μοιραίο υποψήφιο της αντιπολίτευσης, αντί των υποτίθεται πιο δημοφιλών δημάρχων της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας. Οι δημοσκοπήσεις τον φέρνουν στην πρώτη θέση, στον – κατά τα φαινόμενα – πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Κυριακής. Κατάφερε να υπερβεί τις εσωτερικές αντιφάσεις του συνασπισμού της αντιπολίτευσης και να ξεπεράσει τον κραδασμό από την άτυπη συμφωνία με το φιλοκουρδικό και αριστερό HDP ώστε αυτό να μην κατεβάσει δικό του υποψήφιο στις προεδρικές. Κατάφερε ως ένα βαθμό να μετατρέψει σε ατού τα υποτιθέμενα μειονεκτήματά του, από το συγκρατημένο του προφίλ έως την ταυτόχρονα κουρδική και αλεβίτικη καταγωγή του. Μένει να δούμε ποια θα είναι η τελική δυναμική στις ίδιες τις κάλπες.
Η παρέμβαση της Δύσης
Βεβαίως είναι ένα ερώτημα του πώς θα μετρήσει η περίπου ρητή υποστήριξη της Δύσης στην υποψηφιότητα Κιλιτσντάρογλου, καθώς είναι σαφές ότι παρά την συστηματική προσπάθεια του Ερντογάν μετά τη νίκη του Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ να αποκαταστήσει κάπως τις σχέσεις της Τουρκίας τόσο με τις ΗΠΑ όσο – και σε πρώτη φάση κυρίως – με τις χώρες της περιοχής και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής που ήταν παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, η Δύση εδώ και καιρό βλέπει τον Ερντογάν με μεγάλη δυσπιστία.
Εν μέρει αυτό αποτυπώθηκε και στη ρητορική του Κιλιτσντάρογλου, που ούτως ή άλλως ήθελε να εκπροσωπήσει και εκείνα τα κομμάτια της τουρκικής κοινωνίας που ανησυχούσαν για ενδεχόμενη ρήξη με τη Δύση, χωρίς βέβαια να θέλει να απεμπολήσει και μια ορισμένη επιμονή σε μια ισχυρή και αυτοδύναμη Τουρκία που στην πραγματικότητα είναι στοιχείο ιδεολογικής συνέχειας ανάμεσα στο κεμαλικό ρεύμα και το ρεύμα που εκπροσωπεί το AKP.
Βεβαίως μένει να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό τέτοιες παρεμβάσεις έχουν όντως αντίκτυπο και στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας.
Ο Ερντογάν παλεύει μέχρι την τελευταία στιγμή
Στην προεκλογική εκστρατεία ο Ερντογάν επένδυσε σε όλο το αφήγημά του για το πώς κατάφερε να φτιάξει μια Τουρκία που να αποτελεί περιφερειακή δύναμη, σε όλα τα επιτεύγματα που παραπέμπουν σε μια Τουρκία δυναμική και ισχυρή, και φυσικά στην ιδιαίτερη ικανότητα που έχει να μιλάει στους ψηφοφόρους. Παράλληλα, εκμεταλλεύεται διαρκώς τους συμβολισμούς που προσφέρει το γεγονός ότι οι εκλογές συμπίπτουν με τη συμπλήρωση 100 ετών από τη διαμόρφωση του σύγχρονου τουρκικού κράτους, επιμένοντας μάλιστα ότι μετά τις 14 Μαΐου ξεκινά η προσπάθεια για τη διαμόρφωση του «Αιώνα της Τουρκίας». Και βέβαια δεν παραλείπει να κινδυνολογεί σε βάρος των αντιπάλων του, κυρίως κάνοντας αναλογίες με το πραξικόπημα του 2016, θέλοντας να παρουσιάσει την κίνηση της αντιπολίτευσης ως μια προσπάθεια συνολικότερης ανατροπής.
Η απόσυρση Ιντζέ
Η ανακοίνωση του Μουχαρέμ Ιντζέ ότι αποσύρεται από τον προεκλογικό αγώνα, υπό το βάρος ενός πλαστού σε βάρος του βίντεο, πέραν των τεχνικών προβλημάτων που δημιούργησε δεδομένου ότι πρακτικά οι εκλογές είχαν αρχίσει για ορισμένες κατηγορίες ψηφοφόρων, δημιούργησε και πολλά ερωτήματα.
Ο Κιλιτσντάρογλου έσπευσε να αποδώσει την ευθύνη για το βίντεο που οδήγησε στην απόσυρση Ιντζέ στη Ρωσία, προσπαθώντας να διαμορφώσει την εικόνα ότι αυτό έγινε επειδή Ρωσία ήθελε εμμέσως να εξασφαλίσει ότι θα επανεκλεγεί ο Ερντογάν. Πάντως, η ίδια η Ρωσία αρνήθηκε με οργισμένο τρόπο τις σε βάρος της καταγγελίας.
Την ίδια στιγμή ανοιχτό είναι το ερώτημα ποιον ακριβώς ωφελεί η απόσυρση Ιντζέ. Η «εύκολη» απάντηση ότι ευνοεί τον Κιλιτσντάρογλου εφόσον ο Ιντζέ προερχόταν από τον – κεμαλικό – χώρο προσκρούει στο γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ούτως ή άλλως είχε επισυμβεί ο κύριος όγκος της παλινόστησης ψηφοφόρων του Ιντζέ στον συνασπισμό της αντιπολίτευσης. Πράγμα που σημαίνει ότι οι εναπομείνασες ψήφοι είναι πιθανό να πάνε και στον Ερντογάν.
Ενδεχόμενη «αναντιστοιχία» προεδρίας και κοινοβουλίου
Οι προεδρικές εκλογές είναι σίγουρα οι πιο σημαντικές. Άλλωστε, ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν που με τη συνταγματική αναθεώρηση που πέρασε μεθόδευσε τον μετασχηματισμό της Τουρκίας σε μια προεδρική και ως ένα βαθμό προεδροκεντρική δημοκρατία. Όμως, στις 14 Μαΐου γίνονται και οι εκλογές για την Τουρκική Εθνοσυνέλευση και εκεί είναι πιθανό η σημερινή συμπολίτευση να τα πάει αρκετά καλά, διαμορφώνοντας, με τη βοήθεια και των ιδιαιτεροτήτων του εκλογικού νόμου μια κατάσταση, όπου τυχόν προεδρία Κιλιτσντάρογλου θα συναντά κάποια προσκόμματα. Ας μην ξεχνάμε ότι δεδομένης και της ηλικίας του ηγέτη της αντιπολίτευσης, υπάρχει και το ερώτημα πώς θα αρχίσουν να κινούνται από εδώ και πέρα οι άλλες ισχυρές φιγούρες της αντιπολίτευσης και πρωτίστως η Μεράλ Ακσενέρ, με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογές.
Οι μεγάλες προκλήσεις είναι μπροστά
Όποιο και εάν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, οι προκλήσεις για τον επόμενο πρόεδρο θα είναι μεγάλες. Η Τουρκία απέφυγε την κατάρρευση που φαντάστηκαν διάφοροι εξαιτίας του φαινομενικά «ανορθόδοξου» συνδυασμού ανάμεσα σε υψηλό πληθωρισμό και χαμηλά επιτόκια τον οποίο επέβαλε ο ίδιος ο Ερντογάν, όμως ζητήματα όπως η ανεργία των νέων ή η εξάντληση του αναπτυξιακού μοντέλου που διαμορφώθηκε στην εποχή Ερντογάν, παραμένουν ανοιχτά. Έπειτα, ο τρόπος που εντείνεται η πόλωση ανάμεσα στη Δύση και έναν ακόμη δυνάμει ευρασιατικό πόλο, ασκεί πίεση και στις διάφορες «ασκήσεις ισορροπίας» στις οποίες επιδόθηκε ο Ερντογάν. Είναι πιθανό ζητήματα όπως οι σχέσεις με τη Ρωσία ή ορισμένες μοναρχίες του Κόλπου να επανεξεταστεί. Η ίδια η κατάσταση στη Συρία θα είναι επίσης ένα αγκάθι, ως προς τους όρους με τους οποίους θα μπορούσε η Τουρκία να «απεγκλωβιστεί» από τη βαθιά ανάμειξή της στη συριακή κρίση, παράλληλα φυσικά με το ζήτημα των Σύριων προσφύγων, σε μια κοινωνία που γίνεται ταυτόχρονα συγκριτικά πιο άνιση και με μικρότερη διάθεση για έκφραση αλληλεγγύης.
Ομαλή μετάβαση;
Και βέβαια με δεδομένο ότι ο Ερντογάν και το AKP διαμόρφωσαν ουσιαστικά την τρέχουσα μορφή και άρθρωση του κράτους, ιδίως μετά τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα, υπάρχει και το ανοιχτό ερώτημα πόσο ομαλή θα είναι και η διαδικασία μετάβασης ή και εάν θα υπάρξει προσπάθεια αυτή να υπονομευτεί. Δηλαδή, υπάρχει το ερώτημα εάν ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας, συνυφασμένο με το κράτος εδώ και δύο δεκαετίες θα παραδώσει τόσο εύκολα τα όπλα.
Σε κάθε περίπτωση, όλα δείχνουν ότι η Τουρκία μπαίνει στον δεύτερο αιώνα της ιστορίας της ως σύγχρονου κράτους, μπαίνοντας ταυτόχρονα και σε μια νέα εποχή, εκ των πραγμάτων αχαρτογράφητη. Και αυτό εξηγεί γιατί τόσα πολλά βλέμματα θα είναι στραμμένα προς τα εκεί το βράδυ της Κυριακής.