Οκτώ επιπλέον θέσεις κράτησε ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Fumio Kishida για την σύνοδο κορυφής της G7 στη χώρα του, πέραν των επτά πλουσιότερων κρατών της Δύσης όπως προβλεπόταν.
Ιαπωνία, ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Καναδάς και Ιταλία προσήλθαν την Παρασκευή 19 Μαίου στη Χιροσίμα, ενώ ανάμεσά τους είναι και η ΕΕ, αν και δεν είναι επίσημο μέλος της G7. Ωστόσο, πρόσφατα, οι οικοδεσπότες προσκάλεσαν επιπλέον χώρες.
Για πρώτη φορά, οι ισχυρότερες 7 δυτικές χώρες θα κάτσουν δίπλα στους ηγέτες της Αυστραλίας, της Ινδίας, της Βραζιλίας, της Νότιας Κορέας, του Βιετνάμ, της Ινδονησίας, των Κομορών (που εκπροσωπούν την Αφρικανική Ένωση) και των Νήσων Κουκ (που αντιπροσωπεύουν το Φόρουμ των νησιών του Ειρηνικού).
Γιατί όμως οδηγήθηκαν σε μια τέτοια κίνηση;
Η ανταποκρίτρια του BBC στη Χιροσίμα Laura Bicker σημειώνει ότι η οικονομική ισχύς των G7 μειώνεται. Ενώ ενώ το 1990, αντιπροσώπευε λίγο περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου ΑΕΠ -σύμφωνα με το ΔΝΤ- σήμερα είναι λίγο κάτω από το 30%. Γι’ αυτό χρειάζεται νέους «φίλους» με επιρροή, με τον Ιάπωνα ηγέτη να επιδιώκει την οικοδόμηση ενός περισσότερο παγκόσμιου και όχι δυτικού συνασπισμού.
Ήδη, ο Kishida πραγματοποίησε 16 υπερπόντια ταξίδια τους τελευταίους 18 μήνες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, της Αφρικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας, για να αποδείξει σε αυτά τα κράτη ότι υπάρχει εναλλακτική λύση στα χρήματα και την ισχύ της Κίνας και της Ρωσίας.
Η λίστα των καλεσμένων του αντικατοπτρίζει αυτές τις προσπάθειες να προσελκύσει αυτό που πολλοί αποκαλούν «Παγκόσμιο Νότο», λέει η Laura Bicker, έναν όρο που χρησιμοποιείται για τις αναπτυσσόμενες χώρες στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, οι οποίες έχουν σύνθετους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Κίνα.
Ένα δύσκολο έργο
Σύμφωνα, όμως, με τη δημοσιογράφο του BBC, ένας από τους πιο ξεκάθαρους στόχους του κ. Kishida -να εμφανίσει ένα «ενωμένο μέτωπο» στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία- θα είναι ταυτόχρονα και ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια του.
Η G7 φέρεται να προσπαθεί να επιβάλει περισσότερες κυρώσεις με στόχο την ενέργεια και τις εξαγωγές που βοηθούν τη πολεμική προσπάθεια της Μόσχας. Ωστόσο, μια τέτοια κίνηση δεν θα αρέσει και τόσο σε όλους τους νέους καλεσμένους στο τραπέζι. Για παράδειγμα, η Ινδία έχει ήδη αρνηθεί να τηρήσει τις δυτικές κυρώσεις στις ρωσικές εισαγωγές. Επίσης, το Νέο Δελχί δεν έχει καταδικάσει ρητά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ την ίδια στιγμή εξαρτάται από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας.
Επίσης, άλλες χώρες φοβούνται ότι περισσότερες κυρώσεις θα μπορούσαν να αναγκάσουν τη Μόσχα να τερματίσει τη συμφωνία σιτηρών στη Μαύρη Θάλασσα που επιτρέπει ζωτικές εξαγωγές από την Ουκρανία. Αυτό θα μπορούσε να επιδεινώσει τις ελλείψεις τροφίμων και να αυξήσει περαιτέρω τις τιμές.
«Το Βιετνάμ έχει ιστορικά στενή σχέση με τη Ρωσία, η οποία προμηθεύει τουλάχιστον το 60% των όπλων και το 11% των λιπασμάτων τους», λέει ο Nguyen Khac Giang, συνεργάτης στο Ινστιτούτο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ασίας στη Σιγκαπούρη.
«Η Ινδονησία, αν και δεν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία, είναι σημαντικός εισαγωγέας ρωσικών όπλων και διατηρεί καλές σχέσεις με τη Μόσχα. Για αυτούς τους λόγους, δεν πιστεύω ότι το Ανόι και η Τζακάρτα θα αντιταχθούν ρητά ή θα υποστηρίξουν περαιτέρω κυρώσεις στη Ρωσία. Κάτι τέτοιο θα εγκυμονούσε σημαντικούς οικονομικούς και πολιτικούς κινδύνους, ενώ θα τους προσφέρει μικρό όφελος» επισημαίνει ο Nguyen Khac Giang,.
Αυξανόμενη απογοήτευση με Δύση
Εξάλλου, υπάρχει η αυξανόμενη απογοήτευση μεταξύ των χωρών εκτός της G7, ότι οι φωνές τους αγνοούνται πολύ συχνά από τη Δύση. Αλλά οι αναλυτές πιστεύουν ότι το να ακούς και να αντιμετωπίζεις αυτές τις χώρες ως εταίρους είναι τουλάχιστον μια αρχή.
«Παρέχει την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τις ανησυχίες τους στους ηγέτες της G7 για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, μέχρι τους κινδύνους για την ασφάλεια στην Ανατολική Ασία, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαμάχη στη Νότια Σινική Θάλασσα και την Ταϊβάν» λέει ο Nguyen Khac Giang.
Οι δυσκολίες με το Πεκίνο
Πέραν της Ρωσίας όμως, η G7 στοχεύει επίσης και στις στρατιωτικές και οικονομικές φιλοδοξίες της Κίνας. Οι δυτικοί ανησυχούν για αυτό που αποκαλούν «οικονομικό καταναγκασμό» από το Πεκίνο, δηλαδή αντίποινα για οποιεσδήποτε ενέργειες θεωρούνται βλεπτικές για τη Κίνα, όπως η μείωση των εισαγωγών από την Αυστραλία το 2019 ή η στόχευση μιας επιχείρησης της στη Νότια Κορέα το 2017.
Συνεπώς, δεν είναι σαφές ποια μορφή θα λάβουν τα αντίμετρα της G7 ή αν μπορεί ακόμη και να συμφωνήσει με τους εταίρους της στην ΕΕ για το πώς να ενεργήσουν από κοινού. Εξάλλου, η Ιαπωνία και η ΕΕ θεωρούν τη Κίνα ως κορυφαίο εμπορικό εταίρο.
Ωστόσο, στο δυσκολότερο θα είναι να πείσουν άλλες χώρες να κάνουν το ίδιο, επειδή μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Νότου είναι ακόμη πιο οικονομικά συνδεδεμένο με το Πεκίνο.
Για παράδειγμα, το εμπόριο της Κίνας με τη Λατινική Αμερική ανθεί. Το Πεκίνο αντιπροσωπεύει πλέον το 8,5% του ΑΕΠ της περιοχής, ενώ η Βραζιλία συγκαταλέγεται στις χώρες που έχει εμπορικό πλεόνασμα με την Κίνα. Στη δε Αφρική, πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Γκάνας και της Ζάμπια, είναι υπερχρεωμένα στη Κίνα και αγωνίζονται να αποπληρώσουν δάνεια.
Το Πεκίνο έχει καταστήσει σαφή τη γνώμη του για τυχόν μέτρα υπό την ηγεσία της G7: «Η ίδια η Κίνα είναι θύμα του οικονομικού εξαναγκασμού των ΗΠΑ και ήμασταν πάντα σθεναρά αντίθετοι στον οικονομικό εξαναγκασμό από άλλες χώρες», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Wang Wenbin.
Συνεπώς, το έργο της G7 θα είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμα και αν «διπλασιάζει», κατα κάποιο τρόπο, εκτάκτως τα μέλη του.