Φέτος κλείνει 53 χρόνια στον χώρο του θεάτρου και όμως πορεύεται στη ζωή και στην καριέρα της με τις ίδιες αξίες με τις οποίες ξεκίνησε. Η σπουδαία Κάτια Δανδουλάκη, ανάμεσα στις παραστάσεις της καλοκαιρινής περιοδείας της με τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς, εξηγεί γιατί τη γοητεύει το συγκεκριμένο έργο, ενώ μιλά για τον ρόλο της στη σειρά «Οι Πανθέοι» στην οποία είχε συμμετάσχει και στην πρώτη διανομή, το 1977. Παράλληλα, αναφέρεται στην πορεία της στον χώρο και δίνει συμβουλές ζωής στη νέα γενιά.
Στην ΚΟΡΎΝΑ ΜΑΝΤΑΓΑΡΗ
Μιλήστε μας για την παράσταση «Γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς, με την οποία βρίσκεστε σε καλοκαιρινή περιοδεία.
Είναι μια πολύπαθη παραγωγή, η οποία ήθελε να ξεπεταχτεί με φόρα και δεν την άφηναν οι καταστάσεις με τον κορωνοϊό και την καραντίνα. Μπήκα στην παραγωγή γιατί πραγματικά λατρεύω το έργο. Καταλαβαίνω την Αμάντα, μια γυναίκα από αστική οικογένεια του Νότου, που ξέπεσε πολύ, όταν ο άνθρωπός της μπήκε σε ένα καράβι και την άφησε με δύο παιδιά, τον γεννημένο ποιητή Τομ και τη Λόρα, ένα κορίτσι που έχει ένα ελάττωμα το οποίο έχει μεγεθυνθεί στο μυαλό της. Αυτή η γυναίκα, για να προστατέψει τα παιδιά της, μπορεί να φαίνεται καταπιεστική. Δεν είναι όμως σκληρή μάνα, βγάζει την αγωνία της. Μιλάμε για τρεις παγιδευμένους ανθρώπους που ανάμεσά τους έρχεται και ένας κανονικότατος άνθρωπος ο Τζιμ ο επισκέπτης (τον υποδύεται ο Ρένος Ρώτας), ο οποίος προσπαθεί και ζει τη ζωή του κανονικά. Η Αμάντα είναι πολύπλευρη, έχει τρυφερότητα, τεράστια αποθέματα αγάπης για τα παιδιά της, φοβερό αυτοσαρκασμό, αλλά παράλληλα είναι ένα τραγελαφικό πρόσωπο που προσπαθεί να βγει από την παγίδα και δεν τα καταφέρνει.
Ο κόσμος μετά τον κορωνοϊό έχει μεγαλύτερη ανάγκη να έρθει σε επαφή με την τέχνη;
Έχει λαχτάρα και μια βουλιμική διάθεση για θέατρο. Θέλει να βγει και να τα δει όλα, γιατί του έλειψε η τροφή της ψυχής του. Αυτό είναι το θέατρο, τροφή στην ψυχή. Όταν μου το πρότεινε ο Γιώργος Νανούρης, σκέφτηκα πώς γίνεται ένα τόσο ατμοσφαιρικό έργο να πάει περιοδεία μέσα σε ένα καλοκαίρι που έχουμε έργα με μεγάλο εκτόπισμα – αρχαίες τραγωδίες, κωμωδίες ή και φάρσες αστείες με πολλά πρόσωπα… Ήταν τεράστια έκπληξη για όλους μας η αυτόματη αντίδραση του κοινού που το αγκάλιασε. Από την πρώτη στιγμή αντιδρούν στο δράμα, στην κωμωδία, στο γέλιο, στη συγκίνηση, στην παύση και στο τέλος μάς λένε όλοι ότι είναι κάτι διαφορετικό τελικά, είναι αλλιώτικο. Ο κόσμος ζητά μια ωραία παράσταση, δεν ζητά ετικέτες, και τρελαίνεται από χαρά με τη διαφορετικότητα του είδους. Αυτό για εμάς ήταν ένα μεγάλο δώρο. Ύστερα ο Γιώργος έχει μια ευλογία, με τη σκηνοθετική του αισθητική, αλλά και τα παιδιά που είναι το ένα καλύτερο από το άλλο: η Ιωάννα Παππά, ο Κωνσταντίνος Μπιμπής και ο Ρένος Ρώτας.
Ο χώρος του θεάτρου τα τελευταία χρόνια έχει περάσει από 40 κύματα…
Έγιναν όλα μαζί, γιατί η ζωή προχωρά με πολύ γρήγορα βήματα και ζούμε σε μια λαίλαπα αλλαγών. Κι εγώ προσπαθώ να προβλέψω κάτι και δεν προλαβαίνω, γιατί η κάθε πρόβλεψη απορρίπτεται την επόμενη στιγμή από ένα συνταρακτικό γεγονός που λέγεται φωτιά, μεγάλη καταστροφή, πόλεμος. Μέσα σε αυτές τις αλλαγές τα κλασικά έργα διατρέχουν τους αιώνες, γιατί έχουν αυτή τη θεία ισορροπία ο Τσέχωφ, ο Τενεσί Ουίλιαμς, οι αρχαίοι τραγικοί…
Πώς σχολιάζετε τις αρνητικές κριτικές μετά την παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο;
Λόγω φόρτου εργασίας δεν κατάλαβα τι ακριβώς έγινε, αλλά επειδή η Κιτσοπούλου κάνει ακραία πράγματα, είναι λογικό να υπάρχουν ακραίες αντιδράσεις. Το πείραμα που κάνει η Λένα είναι «ταράζω τα νερά ακραία και από εκεί και πέρα ξέρω πολύ καλά ότι θα υπάρξουν ακραίες αντιδράσεις». Είναι ένα είδος πειραματικού θεάτρου. Πάντα βλέπουμε μια ακρότητα στα πειραματικά θέατρα.
Τηλεοπτικά, έχετε κάνει τεράστιες επιτυχίες και το κοινό σάς έχει αγαπήσει. Είχατε παίξει στην πρώτη μεταφορά της σειράς «Οι Πανθέοι», που θα αναβιώσει φέτος μέσα από τη συχνότητα του ΣΚΑΪ.
Αυτή ήταν μια κομβική σειρά για την καριέρα μου, γιατί είχα περάσει από τους ρόλους της καθαρής ενζενί στους ρόλους της ντάμας, της γυναίκας που ερωτεύεται και κάνει απιστία. Μέχρι τότε έκανα κοριτσίστικους ρόλους. Η φύση μου είναι περισσότερο ντάμα, ενζενί δεν ήμουν ποτέ. Προς τον ρόλο της ντάμας έκλεινα από μικρή και πολύ γρήγορα μου ήρθε η ευκαιρία του ρόλου της Μάρμως και τον έπαιξα με την ψυχή μου. Την πίστεψα αυτή τη γυναίκα που ήταν μοιρασμένη σε δύο άνδρες, πράγμα ακραίο για εκείνη την εποχή. Ακραίοι χαρακτήρες και η Μάρμω και ο Κίτσος και ο Ανδρέας ο Πανθέος, που δέχεται την απιστία με έναν τρόπο τόσο φιλοσοφημένο και τόσο ουσιαστικά ανδρικό. Σε αυτό το τρίγωνο έρχεται σαν αντίπαλο δέος η Χρυσοστόμη, η μεγαλύτερη αδελφή του Ανδρέα Πανθέου, ρόλος που υποδύομαι φέτος.
Μιλήστε μας για τον ρόλο αυτό…
Είναι περίεργο για εμένα να βλέπω απέναντί μου τη Μάρμω και να μην τη δέχομαι. Αρχικά, δεν ήθελα να ξαναμπώ σε μια τέτοια ιστορία που είχε κλείσει ιστορικά σωστά, δεν ήθελα να κάνω κάτι που πιθανότατα θα το χάλαγε. Όμως, η ματιά του σκηνοθέτη Σπύρου Μιχαλόπουλου, με τον οποίο κάναμε τεράστιες συζητήσεις μέχρι να αποφασίσουμε ότι θα το κάνω εγώ, ήταν η ματιά μιας σημερινής γυναίκας. Έτυχε να μην παντρευτεί για κάποιους λόγους, που θα μάθουμε αργότερα, οι οποίοι φωτίζουν τον χαρακτήρα της. Έχουν πεθάνει ο πατέρας και η μάνα της οικογένειας και βρίσκεται ως μεγαλύτερη στη θέση του αρχηγού και θέλει αυτή η οικογένεια να μη χάσει ποτέ τον ιστό της, να μην ατυχήσει κανείς, να είναι όλοι ευτυχισμένοι και όλοι μαζί. Γίνεται μάνα και πατέρας για όλους. Η Χρυσοστόμη φοβάται ότι ο αδελφός της θα ζήσει με τη Μάρμω έναν μεγάλο έρωτα, αλλά μετά θα είναι δυστυχισμένος. Και βέβαια διαψεύδεται, γιατί όσοι ζουν έναν μεγάλο έρωτα αξίζει τον κόπο να τον ζήσουν και μόνο γι’ αυτό που είναι. Μετά από πολλά χρόνια που είμαι στο επάγγελμα και ψάχνοντας μέσα στην ψυχή μου, κατάλαβα ότι το πιο σωστό είναι όταν δεν υπάρχει δόλος στο συναίσθημα και μόνο αγάπη. Πρέπει να πηγαίνεις μαζί με το κύμα και όπου σε βγάλει. Η αγάπη καταλήγει να εξαγιάζει τα πάντα. Γι’ αυτό πήρα ένα μεγάλο ρίσκο. Να δω, θα αγαπήσει ο κόσμος και τη Χρυσοστόμη;
Πώς ήταν η πρώτη ημέρα στα γυρίσματα, σε μια σειρά που είχατε αφήσει πριν από 46 χρόνια;
Η πρώτη ημέρα είχε αμηχανία, συγκίνηση, άγχος, ερωτήματα αν έκανα το σωστό, αν θα τα καταφέρω. Αυτό ακόμα με κατατρύχει στα γυρίσματα. Θα ηρεμήσω όταν έρθουμε σε μια ροή και καταλάβω από την ανάσα του κόσμου τη θετική του διάθεση.
Αν και έχετε ζήσει τεράστιες επιτυχίες τηλεοπτικά και θεατρικά, έχετε ακόμα άγχος…
Πολύ! Κάθε φορά που ξεκινώ να κάνω έναν ρόλο, λέω στον εαυτό μου: Πώς μου φάνηκε; Μπορώ εγώ να κάνω αυτόν τον ρόλο; Δεν κάνω νάζια, είναι άγχος. Αυτή είναι η ανασφάλεια του καλλιτέχνη που παίζει με την ψυχή του, παίζει με τις χορδές του και ποτέ δεν ξέρει το αποτέλεσμα που θα φέρει. Είναι πολλές οι συνθήκες που μας δημιουργούν άγχος, αλλά μπορώ να σας πω ότι αυτή είναι η γοητεία αυτής της δουλειάς.
Πόσο σας έχει επηρεάσει η επιτυχία στη ζωή σας και τι συμβουλή δίνετε στη νέα γενιά που βιάζεται να κάνει επιτυχία;
Η επιτυχία είναι ένα απίστευτα ευχάριστο συναίσθημα μέσα μου. Την ίδια στιγμή που το γεύομαι ξέρω πάρα πολύ καλά, από πολύ μικρή ηλικία, ότι αύριο μπορεί να έχω τη μεγαλύτερη αποτυχία. Στο θέατρο, που είχα αναλάβει και την παραγωγή, κατάλαβα από πολύ νωρίς ό τι δικαιούμαστε και την επιτυχία και την αποτυχία. Δικαιούμαστε όλοι τις αποτυχίες. Με πείραξε η αποτυχία σαν έχασα πολλά χρήματα. Επιτυχία για εμένα είναι η διάρκεια. Η νέα γενιά πρέπει να το καταλάβει. Ήξερα πολύ καλά, από νέα, ότι ο δρόμος του θεάτρου δεν είναι στρωμένος με τριαντάφυλλα. Είναι ένας πονεμένος δρόμος που πρέπει να κατακτήσεις τις βουνοκορφές και να περιμένεις και τους γκρεμούς. Από παιδί ποτέ δεν φαντάστηκα ότι είμαι κάτι. Έκανα μια επιτυχία και κάποιος άλλος μπορεί να κάνει μια μεγαλύτερη. Κι εκεί υποκλίνομαι, γιατί δεν νιώθω και ζήλια. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην καριέρα μου είναι η αγάπη του κόσμου. Δεν έπαψε να υπάρχει ποτέ και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.
Έχετε πει και παλαιότερα ότι όταν ανακοινώσατε στους γονείς σας πως θα πάτε σε σχολή θεάτρου, ο πατέρας σας έβαλε τα κλάματα…
Δεν μου είπε μην το κάνεις, αλλά έκλαψε. Του είπα ότι θα δοκιμάσω τις δυνάμεις μου δύο χρόνια κι αν δεν τα καταφέρω, θα αφήσω το θέατρο. Είχα περάσει και στη Νομική, για να ηρεμήσουν οι γονείς μου. Πήγα ένα εξάμηνο, τίποτα δεν έκανα, διάβαζα κάτω από τα θρανία τα βιβλία του θεάτρου. Μπορεί να ήταν ο πρώτος που έκλαψε τότε και ο πρώτος που ερχόταν μαζί μου, όταν απέκτησα τον δικό μου θίασο 25 χρόνων στο πρώην θέατρο «Διονύσια», το νυν «Χορν» στην Αθήνα, και μου έλεγε: «Πάμε, αργείς!». Ήταν ξετρελαμένος.
Η μητέρα σας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή σας;
Τη στωικότητα την πήρα από τον πατέρα μου, την τόλμη και την αίσθηση των ορίων μου την πήρα από τη μητέρα μου. Της οφείλω πολλά. Με έμαθε τα όριά μου. Ήταν πολύ αυστηρή μαζί μου και μια μεγάλη αγκαλιά συγχρόνως. Πώς το κατάφερε αυτό, ήταν το μεγάλο της δώρο. Ήταν μια μάνα από τις σπάνιες. Της χρωστώ όλη την υπόλοιπη ισορροπία μου στη ζωή. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου και με έχει σώσει από ανόητες επάρσεις. Ποτέ δεν είχα έπαρση. Πάντα δεχόμουν το καλύτερο με σεβασμό.
Σας έχουν πολεμήσει συνάδελφοι;
Όταν ήμουν 19 χρόνων, είχα βιώσει κάτι «τρικλοποδίτσες». Τόσο λίγο με απασχόλησε όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Ώσπου να αποκτήσω τη δύναμη να λέω στοπ στην τρικλοποδιά, άντεχα στωικά με παρωπίδες, γιατί με ενδιέφερε ο στόχος μου. Αργότερα, επειδή μου άνοιξαν την αγκαλιά τους οι μεγαλύτεροι από εμένα -η Ζουμπουλάκη, ο Μυράτ, η Λαμπέτη- δεν αισθάνθηκα να με ταπεινώνουν, όμως, σε αυτό έπαιξε ρόλο και ο χαρακτήρας μου. Δεν το επέτρεπε η ψυχή μου, οπότε το έβλεπε και ο άλλος.
Είστε πάντα καλοντυμένη, ποια είναι τα μυστικά σας;
Έχω τρέλα με τη μόδα και την προσαρμόζω πάντα επάνω μου. Η σχέση μου με τη σχεδιάστρια Λουκία, που είναι πλέον αδελφική, ήταν καθοριστική για τον τρόπο που τη βλέπω. Είναι ο άνθρωπος που με έκανε να λατρέψω τη μόδα. Συνεργαστήκαμε πολλές φορές. Η μόδα είναι τέχνη. Ήξερα ποια κομμάτια μπορώ να υιοθετήσω και ποια δεν με αφορούν καθόλου. Δεν θα φορέσω κάτι που φορούν όλοι επειδή είναι της μόδας. Αν μου πάει, θα το φορέσω με τον δικό μου τρόπο. Έχω κάνει και ακραία πράγματα στη μόδα σε ντεφιλέ, στην προσωπική μου ζωή προτιμώ τη μοντέρνα κομψότητα.
Είστε κοκέτα;
Πολύ! Ούτε μέχρι το περίπτερο δεν πηγαίνω αχτένιστη και με την παντόφλα, από μικρή. Είμαι αφάνταστα κοκέτα, αλλά καθόλου ωραιοπαθής. Θα κοιταχθώ στον καθρέφτη μια φορά και μετά δεν θα ξανασχοληθώ. Μετά, κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, είναι ο ρόλος, η συγκέντρωσή μου και τίποτε άλλο.
Ποια είναι η σχέση σας με τα social media;
Έχω ανθρώπους που τα «τρέχουν» για τα επαγγελματικά μου, αλλά δεν προλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει ο κόσμος να ξέρει πού βρίσκομαι αυτή τη στιγμή και αν τρώω μελιτζάνες ή πατάτες τηγανητές. Αυτή η μανία δεν με αφορά καθόλου. Δεν το σνομπάρω, αλλά δεν μου είναι ενδιαφέρον. Ύστερα δεν βγάζω φωτογραφίες. Βαριέμαι. Κι επειδή η ζωή μου είναι μέσα στη φωτογράφηση, δεν τη θέλω στην προσωπική μου ζωή.
Προσέχετε και τη διατροφή σας…
Γυμνάζομαι, κάνω 20 λεπτά στο πάτωμα με λάστιχα και τώρα θα πάρω διάδρομο για να μπορώ να περπατώ. Προσέχω τη διατροφή μου. Τρώω τα πάντα, αλλά την ώρα που πρέπει, τις ποσότητες που πρέπει. Αν δεν είμαι υγιής, δεν θα μπορέσω να δουλέψω και επειδή λατρεύω αυτό που κάνω, προσπαθώ να είμαι υγιής με σωστή διατροφή. Βλέπω την κούραση στα γυρίσματα που έχουν όλοι. Τελειώνει μια ταινία και οι συνάδελφοι έχουν παχύνει, γιατί τρώνε το κολατσιό στα γυρίσματα, που είναι τόσο ωραίο. Εμένα θα με δείτε να κουβαλώ το ψυγειάκι μου με τα φρούτα μου και τα φαγητά μου. Έχω βρει κι ένα ηλεκτρικό τάπερ που ζεσταίνει το φαγητό, το οποίο έκανε θραύση στις «Άγριες μέλισσες». Είμαι στρατιώτης στη δουλειά. Αυτό, νομίζω, με έχει σώσει.
Τι ρόλο έχει παίξει ο έρωτας στη ζωή σας;
Έχω αγαπήσει και αγαπηθεί μοναδικά! Έχω αγαπήσει τους γονείς μου, τους δασκάλους μου, τους φίλους μου κι όταν ήρθε ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, ο Μάριος Πλωρίτης, ήταν ο μοναδικός και ο πληρέστερος. Είμαι πραγματικά ευγνώμων για την τύχη που είχα στη ζωή μου.
Ποια επόμενα επαγγελματικά βήματα σχεδιάζετε;
Τον χειμώνα, εκτός από τους «Πανθέους», θα κάνω στο θέατρο την αστυνομική κωμωδία με τίτλο «Διάλεξε τον θάνατό σου» του Ρομπέρ Τομά, όπου κάνω και την παραγωγή.