Τα θερμοκήπια προσφέρουν στον αγρότη, προστασία των προϊόντων από καιρικά φαινόμενα, μεγαλύτερες αποδόσεις και ποιοτική παραγωγή όλο το χρόνο, όμως ο αριθμός τους στη χώρα μας παραμένει μικρός.
Ως αποτέλεσμα είναι να καταγράφονται εισαγωγές κηπευτικών από γειτονικές χώρες.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Γιώργος Τσίτσιος από τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, ο οποίος διατηρεί τα τελευταία 10 χρόνια 4,5 στρέμματα καλλιεργειών σε θερμοκήπια. Ο στόχος ήταν να φτάσει στα 10, στόχος όμως που καθημερινά απομακρύνεται.
Το παραγωγικό κόστος, οι τιμές του πετρελαίου, ακόμη και το κόστος των εργατικών χαρακτηρίζονται ως απαγορευτικοί παράγοντες από τους παραγωγούς για να αυξήσουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις τους.
Σύμφωνα με την απογραφή γεωργίας κτηνοτροφίας της ΕΛΣΤΑΤ το 2021 με έτος αναφοράς το 2020 από τη συνολική χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση σε όλη τη χώρα μόνο το 0,2% αφορούσε τα θερμοκήπια. Παρ΄ όλα αυτά στην κατανομή της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης, συγκριτικά με το 2009, το 2020 αυξήθηκαν τα καλλιεργούμενα στρέμματα σε θερμοκήπια κατά 13,7%.
7 από τις 13 περιφέρειες της χώρας είχαν καταγράψει αύξηση της γεωργικής έκτασης σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες με την πιο μεγάλη άνοδο στη Δυτική Ελλάδα με ποσοστό 135,2%. Στον αντίποδα, τη μεγαλύτερη μείωση 16% είχε καταγράψει η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Την ίδια ώρα, οι παραγωγοί επισημαίνουν την έλλειψη των εργατών γης, με κίνδυνο, πολλές φορές, να μην μπορεί να γίνει η συγκομιδή της παραγωγής.