Ο Σπύρος Παπαδόπουλος διακρίνεται από μια φυσική άνεση στο παίξιμό του, που είναι απαλλαγμένη από κάθε είδους υπερβολές και πομπώδες στοιχεία.
Άλλωστε μοιάζει να κάνει τα πάντα ώστε τα φώτα να μην είναι επάνω του, ίσως για αυτό ακριβώς στο τέλος πάντα να τα προσελκύει.
«Γενικά στη ζωή μου θέλω να περνάω όσο πιο απαρατήρητος μπορώ» παραδέχεται μιλώντας στο Βήμα.
«Μάλλον δεν έχω το κουράγιο για το αντίθετο. Δεν ήθελα ποτέ να ξεχωρίζω, ούτε στην παρέα ούτε στο σχολείο ούτε πουθενά. Θυμάμαι έκανα πολύ καλά γράμματα. Ήμουν καλλιγράφος. Μια φορά στο Δημοτικό ο δάσκαλος ρώτησε “ποιος κάνει ωραία γράμματα;”. Δεν σήκωσα το χέρι μου. Κάποια στιγμή με φώναξε στον πίνακα και έγραψα. “Γιατί όταν ρώτησα ποιος είναι καλλιγράφος δεν σήκωσες το χέρι σου;” μου είπε. Ήθελα να περνάω πάντα κάτω από το ραντάρ».
Παρ’ όλα αυτά δεν θα αρνηθεί ποτέ να μιλήσει σε κάποιον που θα τον σταματήσει στον δρόμο. «Δεν μπορώ να μην είμαι ευγενικός γιατί θυμάμαι μία ιστορία» λέει. «Όταν ήμουν πιτσιρικάς μία ημέρα στην Καλλιθέα πέρασε από μπροστά μου ο Θανάσης Βέγγος. Τον κοίταζα σαν χαζός. Λέω “αυτός τώρα είναι πραγματικός; Είναι κανονικός άνθρωπος;”. Φαίνεται το κατάλαβε και με χάιδεψε στο κεφάλι. Το χέρι αυτό το ένιωθα για πολλά χρόνια επάνω μου. Όταν συναντηθήκαμε δεκαετίες αργότερα στη σειρά “Περί ανέμων και υδάτων” του διηγήθηκα το περιστατικό. Αγαπηθήκαμε πολύ με τον Βέγγο. Δεν νομίζω να έχω αγαπήσει στη ζωή μου περισσότερο άνθρωπο. Μετά τον πατέρα μου αγάπησα τον Θανάση Βέγγο», είπε.