Η έναρξη των εργασιών του 118ου Κογκρέσου των ΗΠΑ έγινε ακριβώς όπως αναμενόταν.
Ήτοι μέσα σε κλίμα έντονου διχασμού -οι Ρεπουμπλικανοί έχουν πλέον ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και οι Δημοκρατικοί οριακή στη Γερουσία– και με μπόλικο πολιτικό δράμα.
Καθώς αμφότερα τα δύο μεγάλα κόμματα παίρνουν πια θέσεις μάχης για τις προεδρικές εκλογές του 2024, στο «στρατόπεδο» των Ρεπουμπλικανών σιγοβράζει ένας εμφύλιος, με τους τραμπικούς να μετατρέπουν σε εσωκομματικό «παζάρι» την εκλογή του νέου προέδρου της Βουλής.
Κάπως έτσι λοιπόν δύο ηγετικά στελέχη των Ρεπουμπλικανών έγραψαν ιστορία.
Ο μεν βουλευτής Κέβιν Μακάρθι από την Καλοφόρνια, φαβορί για τη διαδοχή της Δημοκρατικής Νάνσι Πελόζι στην προεδρία της Βουλής, έγινε ο πρώτος εδώ έναν αιώνα που δεν εξελέγη με την πρώτη ψηφοφορία και αναγκάζεται να πάει στη διαδικασία των πολλαπλών.
Ο δε ηγέτης της μειοψηφίας στη Γερουσία Μιτς ΜακΚόνελ από το Κεντάκι επανεξελέγη και έγινε ο μακροβιότερος ηγέτης Κοινοβουλευτικής Ομάδας στο συγκεκριμένο νομοθετικό σώμα.
Θέση που ο 80χρονος -θεωρούμενος μετριοπαθής για τα δεδομένα του τραμπισμού- Ρεπουπλικανός γερουσιαστής κατέχει από το 2006, σπάζοντας έτσι το προηγούμενο 16ετές ρεκόρ που κατείχε από το 1977 ο αείμνηστος πια Δημοκρατικός γερουσιαστής Μάικ Μάνσφιλντ.
Οι διαφορετικές μοίρες του Μακάρθι και του Μακόνεκλ «αντανακλούν εν μέρει την κατάσταση των Ρεπουμπλικανών στο Καπιτώλιο: μειοψηφία στη Γερουσία και νέα πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων», σχολιάζει σε ανάλυσή της η Washington Post.
Καταδεικνύοντας μάλιστα τον βαθμό του εσωκομματικού διχασμού και του πολιτικού διακυβεύματος ενόψει του 2024 -με τον Ντόνλαντ Τραμπ να έχει ήδη ανακοινώσει την υποψηφιότητά του- η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει ότι ο Μακόνελ πέτυχε στην πραγματικότητα το ιστορικό ρεκόρ εξασφαλίζοντας μικρότερο ποσοστό θετικών ψήφων στη Γερουσία απ’ ότι ο Μακάρθι στις πρώτες ψηφοφορίες στη Βουλή (79% έναντι 86%).
Ένα ιστορικό ρεκόρ με ειδικό πολιτικό βάρος
Προφανώς πολλοί φιλοτραμπικοί Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν συγχωρήσει στον Μιτς Μακόνελ το «άδειασμα» που επεφύλαξε στον πρώην πρόεδρο μετά τη σοκαριστική εισβολή του όχλου των φανατισμένων οπαδών του στο Καπιτώλιο και την απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης, πριν από δύο χρόνια.
Κατά τα λοιπά, ο 80χρονος γερουσιαστής έχει μακρά ιστορία σφοδρών συγκρούσεων με τους Δημοκρατικούς.
Επί προεδρίας Ομπάμα, εμπόδισε την έγκριση των προτεινόμενων από τον Λευκό Οίκο υποψηφίων για το δικαστικό σώμα.
Αντίθετα, επί προεδρίας Τραμπ, έβαλε -μεταξύ άλλων- τη «βούλα» του στον διορισμό τριών υπερσυντηρητικών στο Ανώτατο Δικαστήριο, γέρνοντας αναφανδόν προς την πλευρά τους τις ισορροπίες, με τα γνωστά πλέον αποτελέσματα σε κρίσιμα κοινωνικά θέματα, όπως στις αμβλώσεις.
Έβαλε επισής «πλάτη» στις κοινωνικά άδικες φορολογικές περικοπές του 2017 που προώθησε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Όμως η αγαστή έως τότε συνεργασία τους σταμάτησε μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020 και τις συνωμοσιολογικές θεωρίες του πρώην προέδρου περί «κλεμμένης ψήφου».
Ο Μακόνελ τον χαρακτήρισε «πρακτικά και ηθικά υπεύθυνο» για την εισβολή στο Καπιτώλιο -αν και τάχθηκε κατά της καταδίκης του Τραμπ, στη δεύτερη παραπομπή του σε δίκη στη Γερουσία.
Έκτοτε λέγεται ότι αποφεύγει κάθε απευθείας επικοινωνία μαζί του.
Το γεγονός ότι παραμένει επικεφαλής των Ρεπουλικανών στη Γερουσία μεταφράζεται σε μια κομβική στιγμή για το κόμμα, εν μέσω αναταραχής στους κόλπους του και διάβρωσης της παραδοσιακής εκλογικής βάσης του από τους ακροδεξιούς κύκλους.
Σε έναν κατάλογο με τα επιτεύγματα του Μακόνελ που δημοσιοποιήθηκε από το γραφείο του, με την ευκαιρία του ιστορικού ρεκόρ του, μεταξύ άλλων μνημονεύονται η φορολογική μεταρρύθμιση, η διατήρηση της λειτουργίας του «κολαστηρίου» του Γκουαντάναμο και η συμβολή του στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κοροναϊού στις ΗΠΑ.
Με έμφαση δεν επαναλαμβάνεται μια παλαιότερη δήλωσή του ότι ψήφος του για την επικύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2020 ήταν «η πιο σημαντική που έχω δώσει ποτέ».
Συναινετικοί τόνοι
Στην ομιλία του για την έναρξη των εργασιών της νέας ολομέλειας του Κογκρέσου, την Τρίτη, ο ΜακΚόνελ απέτισε φόρο τιμής στον προκάτοχο του ιστορικού ρεκόρ στη Γερουσία: στον Δημοκρατικό Μάικ Μάνσφιλντ της Μοντάνα.
«Δεν ήταν ένας ενθουσιώδης ιδεαλιστής που μεταμόρφωσε τον εθνικό μας διάλογο, ούτε ένας επιχειρηματίας της πολιτικής, με ρόλο ηγέτη που επέβαλε τη δική του σαρωτική λίστα επιθυμιών στα ομοσπονδιακά προγράμματα», τόνισε με νόημα, στέλνοντας μηνύματα ένθεν κακείθεν.
«Ο Μάνσφιλντ είχε τεράστιο αντίκτυπο ακολουθώντας έναν διαφορετικό δρόμο», υπογράμμισε. «Προτίμησε να επικεντρωθεί στην εξυπηρέτηση των συναδέλφων του, αντί να τους εξουσιάζει», εξήγησε.
Τήρησε «χαμηλούς τόνους», έκανε «τις διαδικασίες πιο ομαλές και λιγότερο θεατρικές» στη Γερουσία και ήταν «έμπιστο πρόσωπο στην εξωτερική πολιτική».
Κοντολογίς, κατά τον Μακόνελ, «ο Μάνσφιλντ ήταν ένας οξυδερκής
υπεύθυνος χάραξης στρατηγικής», που «ήξερε πότε να πάει στη μάχη και πότε να συντονιστεί με τον Ρεπουμπλικανό ομόλογό του. Με λίγα λόγια, ήξερε πώς να κάνει τη Γερουσία να λειτουργεί».
Οι επισημάνσεις αυτές θεωρούνται κρίσιμες για το δεύτερο μισό της προεδρικής θητείας του Τζο Μπάιντεν, που θα έχει απέναντί του ένα διχασμένο Κογκρέσο, μια πολύ εχθρική Βουλή των Αντιπροσώπων και πολλές ανοιχτές -εντός και εκτός των αμερικανικών συνόρων- προκλήσεις.
«Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, οπότε ελπίζω να βρούμε κάποιους τρόπους να έρθουμε κοντά και να μην υποκύψουμε σε αδιέξοδα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο ηγέτης της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ.
«Για το καλό του νομοθετικού σώματος», τόνισε, «και για το καλό της χώρας μας».