«Ανοίγει» ξανά η «κουβέντα» για νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τις πρώτες ημέρες της νέας χρονιάς: Μετά τη διπλή αναπροσαρμογή των αποδοχών το τρέχον έτος οι διαδικασίες διαβούλευσης με επιστημονικούς και συνδικαλιστικούς φορείς θα αρχίσουν εντός του Ιανουαρίου για μια νέα αύξηση που θα οδηγήσει τον κατώτατο μισθό ξανά σε επίπεδα που έχει να δει από τα πρώτα χρόνια των Μνημονίων. Αυτή η νέα αναπροσαρμογή όχι μόνο θα παρασύρει σε υψηλότερα επίπεδα δεκάδες επιδόματα, αλλά ενδέχεται να επηρεάσει και τους μισθούς του δημοσίου τομέα!
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Βασικός προσανατολισμός είναι σύμφωνα με το enikonomia.gr, ο κατώτατος μισθός να φθάσει τα 751 ευρώ, όσα δηλαδή ήταν και το 2012, όταν με μια Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, ο κατώτατος μισθός περιορίστηκε δραματικά στα 586 ευρώ και στα 510 ευρώ για τους νέους.
Έκτοτε, αυξήθηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2019 στα 650 ευρώ (+11% και +27% για τους νέους), ακολούθησε η αύξηση κατά 2% τον Ιανουάριο του 2022 με αποτέλεσμα να φθάσει τα 663 ευρώ και στη συνέχεια αυξήθηκε εκ νέου τον Μάιο του τρέχοντος έτους κατά 7,5%, φθάνοντας τα 713 ευρώ.
Πόσους μισθωτούς αφορά η νέα αύξηση
Μέσα σε έναν χρόνο δηλαδή ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σωρευτικά 9,5%. Πρέπει να σημειωθεί πως οι αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς αφορούν σε 1 στους 4 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή σχεδόν 650.000-700.000 εργαζομένους που απασχολούνται με πλήρη ή μερική απασχόληση.
Σε κάθε περίπτωση η όποια διαπραγμάτευση μάλλον δεν θα είναι εύκολη: Το οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από έντονη ρευστότητα, κυρίως λόγω της αύξησης του ενεργειακού κόστους με αποτέλεσμα δύσκολα οι εργοδότες να «αντέξουν» αυξήσεις που θα ενσωματώνουν το σύνολο της αύξησης του πληθωρισμού. Όπως μάλιστα επισημαίνουν χαρακτηριστικά, μια μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού θα ανατροφοδοτούσε τον πληθωρισμό και θα έβαζε σε κίνδυνο τις θέσεις εργασίας.
Αυτό βέβαια, σε κλαδικό επίπεδο, καθώς σε επιχειρησιακό, υπάρχουν και εργοδότες που ήδη, έχουν ανακοινώσει σημαντικές αυξήσεις για τους εργαζόμενούς τους.
Κι αυτό, ενώ η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει ουραγός στην κάλυψη των εργαζόμενων από συλλογικές συμβάσεις και οφείλει βάσει και της σχετικής κοινοτικής οδηγίας να την αυξήσει κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Όπως προαναφέρθηκε λοιπόν παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι από τον Μάιο του 2023 και μετά, ο νέος κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί κοντά στα 751 ευρώ, αυξημένος δηλαδή κατά περίπου 5% – 5,5%, προκειμένου να φθάσει τα επίπεδα που βρισκόταν πριν από τα μνημόνια.
Η τελική απόφαση θα ληφθεί από το υπουργείο Εργασίας, στα τέλη Απριλίου, όμως οι διαδικασίες διαβούλευσης με επιστημονικούς και συνδικαλιστικούς φορείς θα ξεκινήσουν εντός του Ιανουαρίου.
Υψηλότερος κατά 40% ο μέσος κατώτατος μισθός στην Ευρώπη
Ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης, πάντως και ο διδάκτορας του Παντείου Βασίλης Μπέτσης, διαπιστώνουν πως ο μέσος κατώτατος μισθός στην ευρωζώνη είναι 40% υψηλότερος από τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα, η οποία έχει επίπεδο πληθωρισμού κατά 16% (μέσος όρος 11μήνου του 2022) υψηλότερο από την ευρωζώνη.
Επιπλέον, οι δύο ειδικοί σημειώνουν, πως η αποδιάρθρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας στην Ελλάδα, παρεμποδίζει θεσμικά την διάχυση της συντελούμενης αύξησης του κατώτατου μεριδίου κατά το 2022 στο σύνολο των μισθών στην χώρα μας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Νοέμβριος 2022). Κι επισημαίνουν πως η αύξηση του μέσου μισθού του 2022 αντιστοιχεί στο 40% της αύξησης του κατώτατου μισθού και υπολείπεται κατά 5,9 ποσοστιαίες μονάδες του επιπέδου του πληθωρισμού.
Έτσι, επιβεβαιώνεται και η Τράπεζα της Ελλάδος, που είχε κατά τις προηγούμενες διαδικασίες διαβούλευσης τονίσει πως για κάθε 1 μονάδα αύξησης του κατώτατου, αυξάνονται κατά 0,44 ποσοστιαία μονάδα οι μέσοι μισθοί.
Εδώ έρχεται όμως, και επιδρά η δραματική αύξηση του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης. Όπως δείχνουν και τα στοιχεία της Eurostat, η απώλεια σε αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι 12,7% (PPS, Purchasing Power Standard).
Για να μην μειωθεί η αγοραστική δύναμη, επισημαίνουν οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης, θα έπρεπε να έχουμε κατώτατο μισθό στα 816 ευρώ από 713 ευρώ (μεικτά).
Σύμφωνα άλλωστε, με τα στοιχεία της έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (Σεπτέμβριος 2022) και τα στοιχεία της Eurostat, η μέση καταναλωτική δαπάνη στη χώρα μας το 2022 ήταν 1.250 ευρώ. Άρα η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού έχει παρουσιάσει απώλεια κατά 18,5%.
Αντίκτυπο και στους μισθούς του δημοσίου τομέα
Στον αντίποδα, αυξήσεις αναμένονται μετά από πολλά χρόνια και στους μισθούς του δημοσίου τομέα, καθώς εάν αυτό δεν συμβεί, θα υπάρχουν νεοπροσλαμβανόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι που θα λαμβάνουν μισθό κατώτερο από τον κατώτατο του ιδιωτικού τομέα, ήτοι 876,16 ευρώ το μήνα σε δωδεκάμηνη βάση (σ.σ.: συνυπολογίζονται στον ιδιωτικό τομέα και τα δώρα).
Βέβαια, η αγορά λειτουργεί με πολλές και διαφορετικές ταχύτητες. Έτσι, δυναμικοί κλάδοι της οικονομίας προχώρησαν εντός του 2022 σε αυξήσεις μισθών κατά 3%-5%, ακόμη και σε 7% σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ άλλοι ήδη έχουν εξαγγείλει νέες αυξήσεις.
Συνολικά, στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022 υπογράφηκαν 176 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούσαν 141.107 μισθωτούς.
Από αυτές, 74 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ και όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρχαν συμφωνίες για αυξήσεις εντός του 2023.
Σε κλαδικό επίπεδο, ακόμη υπογράφηκε στις 4 Απριλίου 2022 η τριετούς διάρκειας συλλογική σύμβαση των τραπεζών, που προβλέπει αυξήσεις 2% από 1.10.2022, 1% από 1.12.2023 και 2,5% από 1.12.2024.
Τέλος, μόλις πριν από μερικές ημέρες υπεγράφη η κλαδική σύμβαση στα ξενοδοχεία, με αυξήσεις 5,5% και 5% για το 2023 και 2024 αντίστοιχα.