Ο Δημήτρης Χορν
Ο Δημήτρης Χορν δεν ήταν απλά ένας ηθοποιός, αλλά ένας προικισμένος καλλιτέχνης. Το να είσαι ηθοποιός και να ενσαρκώνεις καλά έναν ρόλο, είναι κάτι που γίνεται συχνά. Το να εξυψώνει κάποιος αυτή την ενσάρκωση σε τέχνη όμως, το συναντάς σπάνια. Κι όταν το συναντάς δεν θέλεις να το χάσεις από τα μάτια σου.
Αυτό ήταν ο Δημήτρης Χορν. Από τις λίγες ταινίες που πρωταγωνίστησε και έχουμε την τύχη να τον βλέπουμε ακόμα, αλλά και κυρίως από τις θεατρικές παραστάσεις, που οι παλιοί λένε ότι ήταν δέκα επίπεδα ανώτερος, ο Δημήτρης Χορν ήταν αυτό ακριβώς: ένας ηθοποιός που δεν έπαιζε, αλλά ζούσε πάνω στο σανίδι ή στο κινηματογραφικό πλατό…
Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921 στην Αθήνα και ήταν γιος του γνωστού θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν. Σπούδασε στην Δραματική Σχολή του Βασιλικού θεάτρου (μεταγενέστερα Εθνικού) και εκεί έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 19 ετών, το 1940, με την οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα».
Λίγο αργότερα εντάχθηκε στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη στο «Θέατρο Ρεξ». Πρωταγωνίστησε σε μεγάλα έργα όπως το «Η Κυρία με τις Καμέλιες». Το 1944 έφτιαξε δικό του θίασο μαζί με την Μαίρη Αρώνη και αργότερα με την Βάσω Μανωλίδου. Το 1946 έπαιξε μαζί με την Μελίνα Μερκούρη και την επόμενη πενταετία, πρωταγωνίστησε σε παραστάσεις του Βασιλικού Θεάτρου.
Την διετία 1950-1952 θα φύγει για το εξωτερικό. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο θα γνωρίσει την Έλλη Λαμπέτη, μια επίσης μεγάλη ηθοποιό του ελληνικού θεάτρου. Η Λαμπέτη ήταν τότε παντρεμένη με τον μεγάλο θεατράνθρωπο Μάριο Πλωρίτη. Πρωταγωνιστούν μαζί στο έργο «Αγαπούλα» και είναι σε όλο το έργο μαζί αγκαλιά. Έπρεπε να φιλιούνται πολλές φορές και η Λαμπέτη μισούσε τα ψεύτικα φιλιά επί σκηνής. Έδιναν λοιπόν αληθινά φιλιά και από εκεί ξεκίνησε ο δεσμός τους. Η Λαμπέτη χώρισε με τον Πλωρίτη και μαζί με τον Χορν, φτιάχνουν τον δικό τους θίασο που θα αφήσει εποχή. Παίζουν μαζί τον «Βροχοποιό», το «Νυφικό Κρεβάτι» και πολλά άλλα μεγάλα έργα.
Όμως όπως όλοι οι παθιασμένοι και θυελλώδεις έρωτες, έτσι και ο δικός τους δεν κράτησε για πολύ. Έμειναν μαζί μόλις επτά χρόνια και το 1959 χώρισαν, για να μην ξανασυναντηθούν ποτέ επί σκηνής. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός τους, έλεγαν πως ζήλευε ο ένας τον άλλον σχεδόν αρρωστημένα.
Το πέρασμα του Χορν από τον κινηματογράφο δεν ήταν τόσο συχνό, αλλά φρόντισε να είναι ηχηρό. Πρωταγωνίστησε σε μόλις 10 ταινίες, που όμως όλες τους έχουν αφήσει εποχή. Από αυτές ξεχωρίζουν οι «Κάλπικη λίρα», «Μια ζωή την έχουμε», «Κυριακάτικο ξύπνημα» και «Αλίμονο στους νέους», μια παραλλαγή του μύθου του Φάουστ. Ο Χορν είχε αγάπη για το θέατρο και έτσι το πέρασμα από τον κινηματογράφο κράτησε μέχρι το 1962. Από τότε αφιερώθηκε στο σανίδι.
Το 1967 παντρεύτηκε την κόρη του μεγαλοεφοπλιστή Νικόλα Γουλανδρή, Άννα, χήρα του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου και μητέρα δυο παιδιών. Έζησαν μαζί για 31 χρόνια μέχρι τον θάνατό του. Ίδρυσαν το «Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν», που έχει ως σκοπό την μελέτη και προώθηση του ελληνικού πολιτισμού.
Την διετία 1974-1975 υπήρξε Διευθυντής της ΕΡΤ, ενώ ήταν στενός φίλος του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Το 1994 προσβλήθηκε από την νόσο του Αλτσχάιμερ. Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1998, από καρκίνο. Δυο χρόνια αργότερα, καθιερώθηκε το «Βραβείο Χορν», βραβείο που απονέμεται στους καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς της χρονιάς. Ο Χορν άφησε εποχή στο θέατρο αλλά και γενικότερα στην τέχνη της υποκριτικής, έχοντας ένα ταλέντο που πολλοί ισχυρίζονται πως δεν έχει υπάρξει ποτέ όμοιό του στον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο. .