Καλεσμένος στην εκπομπή, της Αθηναΐδας Νέγκα «Καλύτερα αργά», βρέθηκε ο Γιάννης Βαρδής και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στα πρώτα του βήματα αλλά και τη σχέση που είχε με τον πατέρα του, Αντώνη Βαρδή.
Ο επιτυχημένος καλλιτέχνης μίλησε και για όσους τον κατακρίνουν όταν μιλούν για τον αείμνηστο Αντώνη Βαρδή και πώς ποτέ δεν ένιωσε ότι υπάρχει σύγκριση μεταξύ τους.
«Πιο πολύ νιώθω τη λογοκρισία. Έχω διαβάσει πολλές φορές που με ρωτάνε για τον πατέρα μου και είναι φυσιολογικό να ρωτάνε για έναν άνθρωπο που έχει κάνει την πορεία του και να λένε “πάλι για τον πατέρα του μίλησε ο τύπος”. Δεν γίνεται να μη ρωτήσουν για τον πατέρα μου, είμαστε μουσική οικογένεια. Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει βάρος.
Έχω μιλήσει με παιδιά άλλων καλλιτεχνών και μου έχουν πει ότι υπάρχει ένα βάρος και μια σύγκριση. Στη δική μου περίπτωση, τουλάχιστον με το μυαλό και τη λογική που έχω, δεν υπήρχε.
Έχω μια λογική που συμβάδιζε με τη δική του. Τον είχα πολύ ψηλά και έλεγα ότι δεν θέλω να τον φτάσω γιατί είναι πάνω από τα σύννεφα. Η σχέση μας δεν ήταν ανταγωνιστική.
Ήταν εντελώς αρμονική και οικογενειακή. Όταν ήθελα να μου δώσει ένα τραγούδι του έλεγα “θες να το δώσεις αλλού; Ίσως έχει άλλη τύχη”. Ή μου έλεγε ότι “αυτό θα το δώσω στον Ρέμο”.
Δεν του είπα ποτέ “όχι αυτό θα το δώσεις σε μένα”. Ο πατέρας μου πολλές φορές έγραφε πάνω στον τραγουδιστή. Έλεγε “Θέλω να γράψω κάτι για τον Ρέμο, τη Χαρούλα, τον Πάριο” και ό,τι βγει. Είχε πάρει ένα μονοπάτι που του βγήκε πολύ καλά νομίζω».
«Είναι μια πτυχή του εαυτού μου η κοτσίδα. Το 1997 είμαι 23 ετών! Άβγαλτο παιδί, χωρίς εμπειρία μουσική. Μόλις είχα ξεκινήσει τα πρώτα μου βήματα. Εκεί και αν ήμουν εσωστρεφής. Για πολλά χρόνια ήμουν στον κόσμο μου στην σκηνή. Μου έλεγε ο πατέρας μου “Χαμογέλα βρε Γιάννη, σε βλέπει ο κόσμος”. Εγώ ήμουν εκεί ταγμένος σαν να είχα μια οδηγία από κάπου ότι πρέπει να βγω, να μην κάνω λάθος. Αυτή η οδηγία δεν άργησε πολύ να φύγει. Κράτησε τέσσερα χρόνια. Έπιασα τον “καθοδηγητή” και του είπα “άφησέ με ελεύθερο. Τραγουδάω για εμένα, για τον κόσμο αλλά τα τελευταία χρόνια νιώθω ότι τραγουδάω για σένα”. Του είπα να με αφήσει ελεύθερο και μου είπε “έχεις δίκιο, είσαι ελεύθερος”».