Με τον υπουργό Ενέργειας της Κύπρου Γιώργο Παπαναστασίου να αναφέρεται μετά τη λήξη του κρίσιμου υπουργικού συμβουλίου για το καλώδιο Ελλάδας – Κύπρου μόνο στον τρόπο επιδότησης του κόστους που θα ανακτήσει ο ΑΔΜΗΕ στα πρώτα πέντε χρόνια κατασκευής, η Αθήνα αναμένει περισσότερες λεπτομέρειες για τις αποφάσεις της Λευκωσίας.
Αυτό αναφέρουν πληροφορίες από την ελληνική πλευρά μετά το τέλος των δηλώσεων του υπουργού Ενέργειας της Κύπρου.
Το καλώδιο Ελλάδας – Κύπρου
Όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις του ίδιου του κ. Παπαναστασίου – σύμφωνα με όσα μετέδωσαν τα κυπριακά μέσα ενημέρωσης- το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε την ανάκτηση ετησίως κόστους 25 εκατ. ευρώ για τα πρώτα πέντε χρόνια κατασκευής του έργου αρχής γενομένης από το 2025 και οι δαπάνες αυτές θα καταβληθούν από το Ταμείο των Ρύπων.
Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι ο κ. Παπαναστασίου δεν έκανε καμία αναφορά στα άλλα δύο σημεία του σχεδίου συμφωνίας.
Το γεωπολιτικό ρίσκο και η μετοχική συμμετοχή της Κύπρου
Όπως είχε γράψει ο ΟΤ τη Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου τα άλλα δύο σημεία του σχεδίου είναι:
1. Να εισέλθει η Κυπριακή Δημοκρατία μέτοχος στην ηλεκτρική διασύνδεση Great SeaInterconnector.
Σήμερα μοναδικός μέτοχος είναι ο ΑΔΜΗΕ, ο οποίος έχει και την ευθύνη υλοποίησης του έργου για το καλώδιο Ελλάδας – Κύπρου (Great Sea Interconnector). Με βάση τη συμφωνία η Λευκωσία θα εισέλθει στο μετοχικό κεφάλαιο με 100 εκατ. ευρώ.
2. Να αυξήσει η Ελλάδα το ποσοστό της γεωπολιτικής εγγύησης για την υλοποίηση του έργου του καλωδίου Ελλάδας – Κύπρου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αναλογία ανάμεσα στις δύο χώρες για την παροχή γεωπολιτικής εγγύησης στην ασφάλεια του έργου διαμορφώνεται στο 50 – 50 με την Ελλάδα να αυξάνει τη σχετική συμμετοχή της.
Όπως αναφέρουν πηγές της Αθήνας τα σημεία αυτά δεν υπάρχουν στις δηλώσεις του Κύπριου υπουργού.
Η ελληνική πλευρά λένε πηγές αναμένει να δει το πλήρες κείμενο του υπουργικού συμβουλίου.
Η δήλωση του Κύπριου υπουργού Ενέργειας
Σε δήλωσή του, ο Κύπριος υπουργός Ενέργειας Γιώργος Παπαναστασίου, τόνισε:
«Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε σήμερα πρόταση του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας αναφορικά με την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης. Το έργο θα συμβάλει στην άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου, αφού θα διασυνδέσει το εθνικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με τα αντίστοιχα διευρωπαϊκά συστήματα και θα αυξήσει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας. Η επίτευξη του στόχου αυτού είναι ιδιαίτερης σημασίας και για τη διατήρηση και περαιτέρω επιτάχυνση μεσοπρόθεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας των πολιτών της χώρας, καθώς βασικός στόχος είναι η μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω της ηλεκτρικής διασύνδεσης, της έλευσης Φ/Α και των ΑΠΕ.
Η σημασία του έργου τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε χρηματοδότηση από τον Μηχανισμό «Συνδέοντας την Ευρώπη» (Connecting Europe Facility – CEF) με το υψηλότερο ιστορικά ποσό των €657 εκατ.
Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τη σημερινή συνεδρία, ενέκρινε τη διάθεση ποσού €25εκατ. ανά έτος, αυστηρώς, για περίοδο 5 ετών ως επιδότηση της αντίστοιχης αύξησης που δυνατόν να επέλθει στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος για το δικαίωμα ανάκτησης εξόδων κατά την κατασκευαστική περίοδο διασύνδεσης, δηλαδή από 1/1/2025 μέχρι 31/12/2029, ώστε οι καταναλωτές να μην επιβαρύνονται από αυτή την αύξηση. Το ποσό αυτό θα εκταμιεύεται από το πάγιο ταμείο της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα από το σύστημα δημοπράτησης των δικαιωμάτων ρύπων. Η πρώτη δόση των €25 εκατ. θα συμπεριληφθεί σε συμπληρωματικό προϋπολογισμό.
Η σημερινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι το επιστέγασμα πολλών διαβουλεύσεων με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και των διευκρινίσεων που έχουν δοθεί, ώστε η Κυπριακή Δημοκρατία να έχει ενώπιόν της πραγματικά δεδομένα αναφορικά με τις οικονομικές, τεχνικές και νομικές πτυχές του έργου.
Ως Κυβέρνηση επιδείξαμε την απαραίτητη υπευθυνότητα και δέουσα επιμέλεια που πρέπει να χαρακτηρίζει τη λήψη αποφάσεων που αφορούν έργα τέτοιου βεληνεκούς, με μοναδικό στόχο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Κυπριακού λαού στον οποίο είμαστε υπόλογοι.
Το αμέσως επόμενο διάστημα, και στη βάση του οδικού χάρτη που έχει καταρτιστεί, θα βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία τόσο με την Ελληνική πλευρά όσο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την περαιτέρω πρόοδο της υλοποίησης του έργου αλλά και με μέρη που έχουν ήδη επιδείξει πραγματικό ενδιαφέρον συμμετοχής στο έργο».
Πηγή: ΟΤ