Οι εχθροπραξίες μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ στη νότια περιοχή του Λιβάνου αυξάνονται διαρκώς, καθώς το Ισραήλ προχωρά σε αεροπορικές επιθέσεις και μυστικές επιχειρήσεις, ενώ η Χεζμπολάχ απαντά με εκτοξεύσεις πυραύλων και επιθέσεις με πιο εξελιγμένα όπλα.
Το κύριο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν το Ισραήλ μπορεί να αντέξει έναν δεύτερο πόλεμο σε πλήρη κλίμακα, τη στιγμή που ήδη βρίσκεται σε πόλεμο με τη Χαμάς στη Γάζα.
Η κλιμάκωση των συγκρούσεων
Από τις 8 Οκτωβρίου, μία ημέρα μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, οι ανταλλαγές πυρών μεταξύ Χεζμπολάχ και ισραηλινών δυνάμεων έχουν γίνει καθημερινή πρακτική. Η Χεζμπολάχ, διαμαρτυρόμενη για τον πόλεμο στη Γάζα, ξεκίνησε τις επιθέσεις απαιτώντας την κατάπαυση του πυρός. Ωστόσο, οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σημαντικά την τελευταία εβδομάδα, με το Ισραήλ να στοχεύει αρχικά επικοινωνιακά συστήματα της Χεζμπολάχ. Μετά το σαμποτάζ στους βομβητές, τους ασυρμάτους και άλλα ηλεκτρονικά συστήματα που προκάλεσαν σημαντικές απώλειες ανδρών της Χεζμπολάχ, το Ισραήλ ξεκίνησε στοχευμένους αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε πόλεις του Λιβάνου.
Οι αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ έχουν στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 740 ανθρώπους στο Λίβανο, με 500 από αυτούς να είναι μαχητές της Χεζμπολάχ, σύμφωνα με το Reuters. Το Ισραήλ, από την πλευρά του, έχει επίσης υποστεί απώλειες, με 26 Ισραηλινούς πολίτες και 22 στρατιώτες να έχουν σκοτωθεί μέχρι σήμερα. Η κατάσταση στη βόρεια περιοχή του Ισραήλ είναι κρίσιμη, με πάνω από 62.000 κατοίκους να έχουν εκκενώσει τα σπίτια τους, ενώ το Λίβανο έχει χάσει περισσότερους από 550 ανθρώπους τις τελευταίες ημέρες, με επιπλέον 16.500 εκτοπισμένους.
Το Ισραήλ διαθέτει έναν σαφώς ανώτερο στρατό σε σχέση με τη Χεζμπολάχ, αλλά η οργάνωση, η οποία υποστηρίζεται από το Ιράν, έχει στη διάθεσή της πυραύλους με εμβέλεια έως και 500 χιλιόμετρα. Αυτοί θα πρέπει να παρακάμψουν το αμυντικό σύστημα Iron Dome του Ισραήλ για να προκαλέσουν ζημιές.
Μια ισχυρότερη απειλή
Η Χεζμπολάχ, μία από τις πιο ισχυρές ένοπλες οργανώσεις στον κόσμο, αποτελεί μια πολύ πιο επικίνδυνη απειλή για το Ισραήλ από τη Χαμάς. Η οργάνωση υποστηρίζεται από το Ιράν και διαθέτει ένα εξαιρετικά εξελιγμένο οπλοστάσιο που περιλαμβάνει χιλιάδες πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Υπολογίζεται ότι η Χεζμπολάχ έχει στη διάθεσή της 120.000 έως 200.000 ρουκέτες και πυραύλους, ενώ πρόσφατα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τους Fadi 1 και Fadi 2, βαλλιστικούς πυραύλους που μπορούν να πλήξουν στόχους σε μεγάλες αποστάσεις.
Οι επιθέσεις της Χεζμπολάχ περιλαμβάνουν επίσης στόχευση κρίσιμων υποδομών του Ισραήλ, όπως η αεροπορική βάση Ραμάτ Νταβίντ, περίπου 30 μίλια από τα σύνορα του Λιβάνου. Η Χεζμπολάχ αναφέρει ότι η βάση επλήγη, αν και το Ισραήλ δεν επιβεβαίωσε τις αναφορές.
Σύμφωνα με την Ορνα Μιζράχι, ειδική στη Χεζμπολάχ από το Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας (INSS), το Ισραήλ έχει τη δυνατότητα να πολεμήσει σε δύο μέτωπα για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά αυτό εξαρτάται από τη συνεχιζόμενη υποστήριξη των ΗΠΑ σε επίπεδο όπλων και πυρομαχικών. Ωστόσο, όπως τονίζει η Μιζράχι, η διεξαγωγή πολέμου σε δύο μέτωπα θα απαιτήσει μια διαφορετική στρατηγική από το Ισραήλ, με περιορισμένα διαθέσιμα μέσα και στρατιωτική δύναμη.
Ένα στρατιωτικό δυναμικό υπό πίεση
Το Ισραήλ, ως μικρό κράτος, δεν έχει απεριόριστους πόρους και στρατιωτική ισχύ. Η διαχείριση δύο πολέμων ταυτόχρονα σημαίνει αναπόφευκτα την ανακατανομή στρατιωτικών δυνάμεων. Η ισραηλινή στρατιωτική ηγεσία έχει ήδη μεταφέρει μονάδες από το μέτωπο της Γάζας στα βόρεια σύνορα, με τον υπουργό Άμυνας, Γιοάβ Γκάλαντ, να δηλώνει ότι το «κέντρο βάρους μετακινείται προς τον Βορρά».
Μία από τις σημαντικότερες μονάδες που έχει μεταφερθεί είναι η 98η Μεραρχία, μία από τις επίλεκτες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών του Ισραήλ. Ωστόσο, παρά την ενίσχυση της παρουσίας στα βόρεια σύνορα, οι ελλείψεις σε στρατιωτικό προσωπικό και εξοπλισμό είναι πλέον εμφανείς.
Στην αρχή του πολέμου με τη Χαμάς, το Ισραήλ είχε επιστρατεύσει περίπου 295.000 εφέδρους για να ενισχύσει τις γραμμές του, αλλά οι αριθμοί αυτοί αποδεικνύονται ανεπαρκείς για τις τρέχουσες ανάγκες. Παράλληλα, ο παρατεταμένος πόλεμος έχει επιβαρύνει σημαντικά το προσωπικό, με 715 στρατιώτες να έχουν χάσει τη ζωή τους από τις 7 Οκτωβρίου, περιλαμβανομένων στρατιωτών που μάχονται στα βόρεια σύνορα.
Η στρατιωτική και οικονομική φθορά του Ισραήλ γίνεται εμφανής, με πολλούς αναλυτές να προειδοποιούν ότι η Χεζμπολάχ και το Ιράν επιδιώκουν ακριβώς αυτό: τη σταδιακή εξάντληση των πόρων και της στρατιωτικής ισχύος του Ισραήλ.
Μια οικονομία σε ελεύθερη πτώση
Ο πόλεμος δεν έχει πλήξει μόνο τις στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ, αλλά και την οικονομία του. Οι πρώτες επιπτώσεις έγιναν αισθητές από τις πρώτες μέρες της επίθεσης της Χαμάς, όταν χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν, καθώς οι εφέδροι στρατιώτες εγκατέλειψαν τις εργασίες τους. Η οικονομία της χώρας έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα, με τις προβλέψεις να δείχνουν συρρίκνωση κατά 4,1% τους πρώτους μήνες του πολέμου.
Οι στρατιωτικές δαπάνες του Ισραήλ έχουν αυξηθεί δραματικά, με τον διοικητή της Τράπεζας του Ισραήλ να προειδοποιεί ότι ο πόλεμος αναμένεται να κοστίσει στη χώρα έως και 67 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2023 και 2025, ποσό που ισοδυναμεί με το 13% του ΑΕΠ της χώρας. Οι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Moody’s, έχουν ήδη υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα του Ισραήλ, προειδοποιώντας ότι ένας πλήρης πόλεμος με τη Χεζμπολάχ ή το Ιράν θα έχει σημαντικές συνέπειες για το δημόσιο χρέος της χώρας.
Κρίση νομιμοποίησης
Η προοπτική ενός δεύτερου πολέμου, ιδίως αν είναι καταστροφικός για τον Λίβανο, θα μπορούσε να επιδεινώσει τη διεθνή κριτική προς το Ισραήλ, που ήδη αντιμετωπίζει κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία από διεθνείς οργανισμούς, κατηγορίες τις οποίες το Ισραήλ αρνείται κατηγορηματικά.
Στο εσωτερικό, η υποστήριξη για τον πόλεμο έχει αρχίσει να εξασθενεί. Αν και στην αρχή της σύγκρουσης με τη Χαμάς, πολλοί Ισραηλινοί ήταν υπέρ της συνέχισης των εχθροπραξιών, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κοινή γνώμη έχει αλλάξει. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ισραηλινού Ινστιτούτου Δημοκρατίας, το 42% των Ισραηλινών προτιμά μια διπλωματική λύση με τη Χεζμπολάχ, παρά την πιθανότητα ενός μελλοντικού πολέμου, ενώ το 38% υποστηρίζει τη στρατιωτική νίκη, παρά το ενδεχόμενο σημαντικών απωλειών σε πολιτικές περιοχές.
Η πίεση για πόλεμο είναι πιο έντονη στο βόρειο Ισραήλ, όπου οι κάτοικοι που ζουν κοντά στη γραμμή των συνόρων για σχεδόν ένα χρόνο πιστεύουν ότι μόνο ένας πόλεμος σε πλήρη κλίμακα μπορεί να αλλάξει την κατάσταση.