Σε ποιο σημείο βρίσκεται η ανεργία στην Ελλάδα; Μπορεί να…μηδενιστεί κατά τα επόμενα χρόνια; Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει σχετική μελέτη που εκπονήθηκε για την ανεργία.
Η ανεργία, όπως μετριέται από την Eurostat και την ΕΛΣΤΑΤ, έχει υποχωρήσει κάτω από το 10% φέτος. Σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ, αν ληφθούν υπόψη τα στοιχεία για τις κενές θέσεις εργασίας, η μέση ετήσια ανεργία ήταν χαμηλότερη από το 10% στην Ελλάδα τα τελευταία, τουλάχιστον, 15 χρόνια.
Ανεργία και αγορά εργασίας
Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία η έκθεση τονίζει ότι η ελληνική αγορά εργασίας ναι μεν έχει καταστεί πιο σφιχτή σε σχέση με προηγούμενα έτη, ωστόσο, παραμένει επίμονα χαλαρή σε όλο το εξεταζόμενο δείγμα χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα δεδομένα από την Eurostat (από το 2009 έως σήμερα). Σημειώνεται ότι όταν η ανεργία ξεπερνά τις κενές θέσεις ή όταν η ανεργία είναι μεγαλύτερη της αποτελεσματικής ανεργίας, τότε η υπό εξέταση αγορά εργασίας είναι χαλαρή. Στην περίπτωση όμως που η ανεργία υπολείπεται των κενών θέσεων ή όταν η ανεργία είναι μικρότερη της αποτελεσματικής ανεργίας, τότε η εξεταζόμενη αγορά εργασίας είναι σφιχτή.
Μπορεί η αγορά εργασίας στην Ελλάδα να παραμένει χαλαρή, ωστόσο αυτό δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία για τα δεδομένα των ευρωπαϊκών χωρών. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές εργασίας εμφανίζονται να είναι διαχρονικά/επίμονα χαλαρές. Η Τσεχία φαίνεται
να είναι η μοναδική εξαίρεση ευρωπαϊκής χώρας με σφιχτή αγορά εργασίας την περίοδο 2018-2022, ενώ ορισμένες βορειο-κεντρικές χώρες (Γερμανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ουγγαρία) τείνουν να φέρουν αποτελεσματικές αγορές εργασίας για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα – ιδίως στη Γερμανία τα έτη 2016-2022 και Ολλανδία την περίοδο 2018-2022 (βλ. Agiomirgianakis κ.ά., 2023).
Επιπροσθέτως, οι εν λόγω συγγραφείς τονίζουν το έντονο φαινόμενο της αναντιστοιχίας προσόντων που ζητούν οι εργοδότες και αυτών που κατέχουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα.
Κενές θέσεις εργασίας και ανεργία
Οπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, αν ληφθούν υπόψη οι κενές θέσεις εργασίας, υπολογίζεται ο δείκτης της αποτελεσματικής ανεργίας, στον οποίο αναφέρθηκαν για πρώτη φορά οι Michaillat και Saez το 2022, εστιάζοντας στην αμερικανική αγορά εργασίας. Όταν το χάσμα της ανεργίας (unemployment gap), δηλαδή η απόκλισή της από την αποτελεσματική ανεργία, είναι θετικό, τότε η αγορά εργασίας θεωρείται πως είναι χαλαρή (inefficiently slack) και είναι πιο δύσκολο για τον εργαζόμενο να βρει δουλειά. Όταν όμως το χάσμα είναι αρνητικό, τότε η αγορά εργασίας λογίζεται ως σφιχτή (tight) και είναι πιο δύσκολο για τον εργοδότη να βρει εργαζομένους.
Με βάση την ανάλυση του ΚΕΠΕ για τον δείκτη αυτό, η ελληνική αγορά εργασίας ναι μεν έχει καταστεί πιο σφιχτή σε σχέση με προηγούμενα έτη, ωστόσο, παραμένει επίμονα χαλαρή σε όλο το εξεταζόμενο δείγμα χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα δεδομένα από Eurostat (από το 2009 έως σήμερα).
«Στην ανάλυσή μας, χρησιμοποιήσαμε τον δείκτη της αποτελεσματικής ανεργίας, δηλαδή το ποσοστό ανεργίας που λαμβάνει υπόψη το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας», αναφέρεται χαρακτηριστικά
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η αποτελεσματική ανεργία υπολείπεται του συνήθους και ευρύτερα αποδεκτού δείκτη ανεργίας (υπάρχει θετικό χάσμα ανεργίας), γεγονός που χαρακτηρίζει την αγορά εργασίας στην Ελλάδα χαλαρή και αποκαλύπτει ότι η ελληνική οικονομία απέχει αρκετά από την πλήρη απασχόληση.
Πλήρης απασχόληση σε 3,5 χρόνια;
Στα συμπεράσματα της η έκθεση σημειώνει ότι αν συνεχιστούν οι θετικές τάσεις μείωσης του χάσματος ανεργίας (διαφορά μεταξύ ανεργίας και αποτελεσματικής ανεργίας) η πλήρης απασχόληση θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμη και στα επόμενα 3,5 χρόνια. Θα πρέπει να αναζητηθούν πολιτικές που θα ενθαρρύνουν τις παραπάνω τάσεις, όπως η αύξηση της καινοτομίας, η βελτίωση της επιχειρηματικότητας, πολιτικές που ενθαρρύνουν και διευκολύνουν τη συμμετοχή του πληθυσμού και ιδίως των γυναικών (αύξηση της απασχόλησης), τη δημιουργία επιχειρήσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και αποφυγή της αποκλειστικής εστίασης (“μονοκαλλιέργειας”) στον τουρισμό, την ανάπτυξη ανθρώπινου κεφαλαίου σε ικανότητες και δεξιότητες που χρειάζονται στην αγορά εργασίας ιδιαίτερα μέσω της τεχνικής εκπαίδευσης και της δια βίου μάθησης, την αύξηση της συμμετοχής των ατόμων τρίτης ηλικίας και των συνταξιούχων (προαιρετικά για όσους επιθυμούν να συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα) και τη βελτίωση των αμοιβών εργασίας, έτσι ώστε να ανακοπεί η διαρροή υψηλού εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό.
Πηγή ΟΤ