Οι αιολικές και φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις ξεπέρασαν για πρώτη φορά το φυσικό αέριο σε παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, υπολογίζει το κέντρο μελετών για ενεργειακά ζητήματα Ember.
Το 2022 συμμετοχή στο ενεργειακό μείγμα των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών πλαισίων έφθασε το 22% στο σύνολο της ΕΕ, ακολουθούμενη από αυτή του φυσικού αερίου (20%) και του γαιάνθρακα (16%).
Για τον Ντέιβ Τζόουνς, ειδικό του Ember, «η Ευρώπη απέφυγε τα χειρότερα της ενεργειακής κρίσης».
Η αύξηση της παραγωγής από φωτοβολταϊκά πάνελ και ανεμογεννήτριες οδήγησε σε μείωση της ενέργειας από υδροηλεκτρικές και τις πυρηνικές εγκαταστάσεις, οι οποίες συνδυαστικά παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που καταναλώνεται στην ΕΕ, 32%.
Αν και αρκετά κράτη χρειάστηκε να αντισταθμίσουν τις ελλείψεις ρωσικού αερίου και πετρελαίου, η παραγωγή με καύση γαιάνθρακα αυξήθηκε λιγότερο από ό,τι αναμενόταν, σύμφωνα με την έκθεση.
Η αύξηση της χρήσης λιγνίτη έφτασε πάντως το 7% και οδήγησε σε αύξηση των εκπομπών άνθρακα από τον τομέα παραγωγής ενέργειας της ΕΕ κατά 3,9%.
Η Γερμανία εξασφάλισε πέρυσι το ρεκόρ, με την ηλιακή ενέργεια να φτάνει τις 59 terawatt/hr (τεραβατώρες) και τις ανεμογεννήτριες τις 126 TWh. Ακολούθησε η Ισπανία, με 33 και 62 TWh αντίστοιχα.
Για το 2023το Ember προβλέπει ότι η παραγωγή ηλεκτρισμού από υδροηλεκτρικά και πυρηνικά εργοστάσια στην ΕΕ θα ανακάμψει, ενώ η καύση φυσικού αερίου και γαιάνθρακα θα υποχωρήσει, καθώς οι 27 συνεχίζουν να επεκτείνουν την παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές.
«Η ενεργειακή κρίση αναμφίβολα επιτάχυνε την μετάβαση της Ευρώπης. Η Ευρώπη οδεύει προς πολύ πιο καθαρή οικονομία κι αυτό θα επιδειχθεί πλήρως το 2023» εκτίμησε ο κ. Τζόουνς.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / DPA