Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε οικονομική επιτυχία οτιδήποτε δείχνει να έχει μεγάλα έσοδα και κέρδη, αδιαφορώντας για το τι ακριβώς συμβαίνει, από πού έρχονται αυτά τα έσοδα και πώς προκύπτουν αυτά τα κέρδη.
Ακόμη χειρότερα, έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι το ιδανικό πρότυπο μιας επένδυσης είναι αυτή που από το τίποτε – κυριολεκτικά – παράγει πλούτο, μια ιδιότυπη φαντασίωση ανάλογη του μύθου του Μίδα.
Ότι πλέον στην παραγωγή τέτοιων φουσκών εμπλέκονται και οι νέες τεχνολογίες, απλώς κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Η περίπτωση του Σαμ Μπάνκμαν –Φράιτ και της εταιρείας FTX, μιας εταιρείας συναλλαγών με κρυπτονομίσματα, είναι πολύ χαρακτηριστική.
Ως γνωστόν η FTX ήταν ένας ιδιαίτερα δυναμικός όμιλος οργανωμένος γύρω από μια πλατφόρμα συναλλαγών με κρυπτονομίσματα. Η συνολική αξία του άγγιζε τα 32 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εταιρεία είχε επιθετική διαφήμιση και ήταν από τις πιο γνωστές στον κλάδο της. Ο ίδιος ο Μπάνκμαν-Φράιντ είχε καταφέρει στα 30 του να έχει προσωπική περιουσία 24 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του Δημοκρατικού Κόμματος και είχε στενούς δεσμούς με τη Wall Street. Ουσιαστικά, αντιμετωπιζόταν η επιτομή του σύγχρονου success story.
Όμως, αυτή η εικόνα δεν υπάρχει πια. Η FTX έχει ζητήσει τεθεί σε καθεστώς χρεοκοπίας, ύστερα από τη μαζική απόσυρση συναλλασσόμενων που αντέδρασαν έτσι στις πληροφορίες ότι η εταιρεία είχε σοβαρά προβλήματα κακοδιαχείρισης.
Τα κρυπτονομίσματα δεν είναι νομίσματα
Το πρόβλημα ξεκινά από τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα κρυπτονομίσματα ως πεδίο επένδυσης. Παρά την προσπάθεια όσων ασχολούνται με αυτή την αγορά και επενδύουν σε αυτή να πείσουν ότι τα κρυπτονομίσματα έχουν πραγματική αξία που προκύπτει από τον τρόπο εξόρυξης τους (καθεαυτή μια ιδιαίτερα επιβαρυντική περιβαλλοντικά διαδικασία), είναι σαφές ότι η προσέλκυση επενδυτών προκύπτει ακριβώς από τον τρόπο που γύρω από αυτά μπορεί να διαμορφωθεί μια κερδοσκοπική δυναμική. Δηλαδή, να υπάρχει ζήτηση και αυτό να προκαλεί άνοδο τιμής και αυτό να δίνει την αίσθηση ότι δημιουργείται πλούτος. Ουσιαστικά, τα κρυπτονομίσματα είναι κάτι που αποκτά αξία ακριβώς επειδή έτσι αποφασίζουν όσοι συμμετέχουν σε αυτή την αγορά και επειδή επενδύουν σε αυτά θέλουν να δουν την αξία τους να αυξάνεται.
Είναι αλήθεια ότι ο μηχανισμός αυτός είναι οργανικό στοιχείο αρκετών αγορών. Τα χρηματιστήρια είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Το κίνητρο να επενδύσει κανείς σε μετοχές δεν είναι το μέρισμα που θα λάβει, αλλά το γεγονός ότι οι μετοχές που απέκτησε θα αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη αξία, που συνήθως προκύπτει ακριβώς επειδή υπάρχει ζήτηση για αυτές, με την αυξημένη αξία να προκαλεί αυξημένη ζήτηση κ.ο.κ. μέχρις ότου έρθει βέβαια η ώρα της «διόρθωσης».
Όμως, εκεί υπάρχει τουλάχιστον μια αναφορά στην υποτίθεται πραγματική κατάσταση των επιχειρήσεων, παρότι συχνά έχουν ανέβει μετοχές επιχειρήσεις απλώς και μόνο υπάρχει γενική τάση. Το ίδιο ισχύει και στις αγορές χρήματος. Το γεγονός ότι έχουμε συχνά φαινόμενα «φούσκας» σε τέτοιες αγορές, όμως, δείχνει το πρόβλημα τέτοιων αγορών. Σε αγορές όπως τον κρυπτονομισμάτων όπου η αξία τους απλώς προϋποτίθεται και δεν προκύπτει από κάπου το φαινόμενο αυτό επιτείνεται.
Ένας τεράστιος όγκος πλούτου που αναζητά επενδύσεις
Την ίδια ώρα υπάρχει ένας τεράστιος όγκος πλούτου παγκοσμίως, σε διάφορες μορφές που αναζητά τοποθετήσεις. Ο παγκόσμιος πλούτος έχει υπολογιστεί ότι το 2020 άγγιζε τα 1540 τρισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων μόνο τα 520 τρισεκατομμύρια αφορά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Ο υπόλοιπος πλούτος, πάνω από 1000 τρισεκατομμύρια δολάρια αποτελούσε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στα χέρια είτε χρηματοοικονομικών οργανισμών, είτε σε νοικοκυριά, κυβερνήσεις και μη χρηματοικονομικές επιχειρήσεις.
Μεγάλο μέρος αυτού του πλούτου αναζητά επένδυση. Μόνο που στις περισσότερες περιπτώσεις αναζητά πολύ περισσότερο άμεση και μεγάλη απόδοση. Η διαρκής επιδίωξη της μεγάλης απόδοσης εξηγεί και γιατί προτιμάται η χρηματοοικονομική σφαίρα έναντι της πραγματικής οικονομίας, μια που εκεί η πραγματική επένδυση, η αγορά εξοπλισμού ή κατασκευή μιας νέας μονάδας, ή η παραγωγή μιας νέας σειράς προϊόντων συχνά δεν έχει την ίδια απόδοση.
Αυτό δημιουργεί διαρκώς την πίεση αναζήτηση «αγορών» όπου οι επενδύσεις θα έχουν εντυπωσιακές αποδόσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ακριβώς και τα κρυπτονομίσματα.
Όμως, την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι εκτός από τις ίδιες τις επενδύσεις στα κρυπτονομίσματα, υπάρχουν και οι εταιρείες που τα εμπορεύονται, οι πλατφόρμες και διευκολύνου αυτές οι συναλλαγές, όπως η FTX.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και οι «συνετοί» επενδυτές, αυτοί για παράδειγμα που δεν επενδύουν απευθείας στα κρυπτονομίσματα, γιατί θεωρούν ότι αποτελούν μια επισφαλή επένδυση, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να επενδύσουν στις εταιρείες που κάνουν συναλλαγές με κρυπτονομίσματα. Δηλαδή, ενώ τα κρυπτονομίσματα αντιμετωπίζονται ως μία πάρα πολύ επικίνδυνη και καθόλου εγγυημένη επένδυση, οι εταιρείες που τα διαχειρίζονται αντιμετωπίζονται ως πολλά υποσχόμενες start-up.
Αυτό σήμαινε ότι ενώ ο Μπάνκμαν-Φράιντ είχε χτίσει μια οικονομική αυτοκρατορία πάνω σε ένα είδος συναλλαγών που υποτίθεται ότι ήταν υψηλού ρίσκου, την ίδια στιγμή μπορούσε να πλασάρει την εταιρεία τους ως μια ιδιαίτερα πετυχημένη νέα εταιρεία, στην οποία μπορούσαν να επενδύσουν και εκείνοι οι επενδυτές που συνήθως αποφεύγουν τις τοποθετήσεις υψηλού ρίσκου.
Τον αποτέλεσμα ήταν σε μια εταιρεία που στον πυρήνα της δραστηριότητάς της είχε περιουσιακά στοιχεία χωρίς καμία πραγματική αξία, έσπευσαν να επενδύσουν μεγάλοι όμιλοι όπως το Συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα των Εκπαιδευτικών του Οντάριο ή funds όπως το Tiger Global, το Sequoia Capital.
Όταν η εικόνα κυριαρχεί
Την ίδια ώρα βέβαια τα πράγματα με την ίδια τη διαχείριση της εταιρείας δεν πήγαιναν ιδιαίτερα καλά. Για την ακρίβεια φαίνεται πως η εταιρεία επιδιδόταν σε ένα από τα βασικά «αμαρτήματα» μιας επιχείρησης, ήτοι να μεταφέρει πόρους από μία πλευρά του ομίλου στην άλλη και να μην έχει πλήρη επίγνωση του σε ποια κατάσταση βρισκόταν.
Η κατάρρευση του κρυπτονομίσματος Luna, με συνολική αξία 40 δισεκατομμύρια δολάρια πριν μερικούς μήνες επηρέασε όλο τον κλάδο, ενώ ακολούθησαν διάφορες μορφές χρεωκοπιών, κυρίως για τον τρόπο που οι εταιρείες που εμπλέκονται σε αυτό τον κλάδο διαρκώς υπόσχονται πολύ μεγάλες αποδόσεις, στη βάση νομισμάτων που δεν έχουν πραγματική αξία, δανείζουν χρήματα στους πελάτες τους, την ώρα που όταν τα πράγματα πάνε άσχημα δεν μπορούν να χειριστούν εύκολα τη μαζική απόσυρση πελατών, που συνήθως σπεύδουν να ρευστοποιήσουν μαζικά ό,τι έχουν.
Επιπλέον, φαίνεται ότι η FTX και ο Μπάνκμαν-Φράιντ, όπως και τα άλλα στελέχη (όλα σχεδόν ηλικίας κάτω των τριάντα ετών) επιδίδονταν σε κάθε λογής διασπάθιση του άφθονου χρήματος που εισέρρεε στην επιχείρηση.
Την ίδια στιγμή, όμως, φαίνεται ότι πλέον ακόμη και οι υποτίθεται «σοβαροί» επενδυτές δεν προχωρούν στους απαραίτητους ελέγχους και σε μεγάλο βαθμό «παρασύρονται» από την εικόνα που αποπνέουν αυτές οι επιχειρήσεις.
Αναζητώντας διαρκώς τη νεαρή επιχειρηματική μεγαλοφυΐα
Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα σε όλα τα άλλα τα άλλα ο Μπάνκμαν-Φράιντ απέπνεε την εικόνα της νεανικής μεγαλοφυΐας με το «άγγιγμα του Μίδα». Μια εικόνα που έχει στοιχειώσει τον κόσμο των αγορών κεφαλαίου, γιατί κανείς δεν θέλει ποτέ να βρεθεί κατηγορούμενος ότι έχασε την ευκαιρία να επενδύσει στο επόμενο «μεγάλο πράγμα» επειδή του φάνηκε πολύ νεαρός αι κακοντυμένος αυτός που ήρθε με την πρόταση. Βεβαίως, ας σημειώσουμε εδώ ότι ταυτόχρονα ο Μπάνκμαν-Φράιντ απολάμβανε και τα πλεονεκτήματα μιας καλά δικτυωμένης οικογένειας.
Όμως, την ίδια στιγμή μικρή σημασία δινόταν στο που ακριβώς αποτυπωνόταν όλη αυτή η τεχνολογική επάρκεια και σε ποιο βαθμό μπορούσε όντως να διαχειριστεί τόσο μεγάλο πλούτο. Τα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως δείχνουν μια συμπεριφορά μεγάλων παιδιών που απλώς έχουν πολλά λεφτά και θέλουν να τα ξοδέψουν. Η εταιρεία έδωσε 130 εκατομμύρια για να προσθέσει τα αρχικά της στο όνομα του γηπέδου των Miami Eagles και 300 εκατομμύρια για πολυτελή ακίνητα στις Μπαχάμες.
Από φούσκα σε φούσκα;
Η συζήτηση αυτή επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο οποτεδήποτε υπάρχει το «σπάσιμο» μιας ακόμη «φούσκας», είτε σε εταιρικό επίπεδο, είτε σε επίπεδο κλάδου. Και μετά ξεχνιέται μέσα στην εναγώνια αναζήτηση κάθε ένδειξης ότι οι «αγορές πάνε καλά», κάθε δείκτη που δείχνει ανοδικός, κάθε ισολογισμού που δείχνει κερδοφόρος, για να μπορέσει να συνεχίζεται ένας φαύλος σε τελικά ανάλυση κύκλος.