Βραχνάς για τα νοικοκυριά και «πονοκέφαλος» για την κυβέρνηση αποτελεί η χωρίς αμφισβήτηση -με βάση τους δείκτες της Eurostat- η αδυναμία των πολιτών πληρωμής ενός συνόλου αγαθών, υπηρεσιών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων που θεωρούνται από τους περισσότερους ανθρώπους ως απαραίτητα για μια επαρκή ποιότητα ζωής.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στις αρχές του μήνα, δεν μπόρεσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζοντας τους πίνακες της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας που δείχνουν πως η χώρα μας αναπτύχθηκε με τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024, σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο.
Αποκαρδιωτικά τα στοιχεία
Σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα έρχεται η «προσγείωση» από τα νέα στοιχεία της Eurostat που «μετρούν» αυτή τη φορά τον δείκτη υλικής και την κοινωνικής στέρησης στην Ευρώπη των «27». Σύμφωνα με αυτά, η χώρα είχε το τρίτο χειρότερο ποσοστό στην ΕΕ (13,5%) με την Ρουμανία (19,8%) και τη Βουλγαρία (18%) να καταλαμβάνουν τις δύο πρώτες θέσεις.
Το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης (SMSD) είναι ένας δείκτης που δείχνει την έλλειψη αναγκαίων και επιθυμητών ειδών για μια επαρκή διαβίωση. Λαμβάνει υπόψη το ποσοστό του πληθυσμού που βιώνει αναγκαστική έλλειψη τουλάχιστον 7 από τα 13 στοιχεία στέρησης (6 που αφορούν το άτομο και 7 που αφορούν το νοικοκυριό).
Κατάλογος στοιχείων σε επίπεδο νοικοκυριού:
- Ικανότητα αντιμετώπισης απροσδόκητων δαπανών
- Ικανότητα να πληρώνουν μια εβδομάδα ετήσιων διακοπών μακριά από το σπίτι τους
- Ικανότητα αντιμετώπισης καθυστερήσεων πληρωμών
- Ικανότητα για ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή χορτοφαγικό ισοδύναμο κάθε δεύτερη μέρα
- Ικανότητα να διατηρείται το σπίτι επαρκώς ζεστό
- Πρόσβαση σε αυτοκίνητο/βαν για προσωπική χρήση
- Αντικατάσταση φθαρμένων επίπλων
Ο δείκτης SMSD δείχνει την έλλειψη αναγκαίων και επιθυμητών ειδών για μια επαρκή διαβίωση
Κατάλογος στοιχείων σε ατομικό επίπεδο:
- Σύνδεση στο διαδίκτυο
- Αντικατάσταση φθαρμένων ρούχων με καινούργια
- Δύο ζευγάρια παπούτσια που εφαρμόζουν σωστά (συμπεριλαμβανομένου ενός ζευγαριού παπουτσιών παντός καιρού).
- Να ξοδεύει ένα μικρό χρηματικό ποσό κάθε εβδομάδα για τον εαυτό του/της
- Να έχει τακτικές δραστηριότητες αναψυχής
- Συγκέντρωση με φίλους/οικογένεια για ποτό/γεύμα τουλάχιστον μία φορά το μήνα
Επτά από τα 13 στοιχεία στέρησης που περιλαμβάνονται στο νέο δείκτη συλλέγονται σε επίπεδο νοικοκυριού και ισχύουν εξίσου για όλα τα μέλη του νοικοκυριού. Τα υπόλοιπα έξι στοιχεία συλλέγονται μόνο για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω.
Περιφερειακές ανισότητες
Στην Ευρώπη των «27» το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης παρέμεινε σχετικά σταθερό, με μικρή αύξηση από 6,7% το 2022 σε 6,8%, το 2023.
Τα άτομα κάτω των 18 ετών και οι γυναίκες ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης σε σχέση με άλλες ομάδες πληθυσμού.
Τα υψηλότερα ποσοστά σοβαρής στέρησης παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία με 19,8%, ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Εσθονία, το Λουξεμβούργο, τη Σουηδία, την Κύπρο και τη Σλοβενία, όλα κάτω από 2,5%.
Σε περιφερειακό επίπεδο, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στα νοτιοανατολικά της Ρουμανίας, ξεπερνώντας το 30%, ενώ οι περισσότερες περιοχές στις σκανδιναβικές χώρες ανέφεραν ποσοστά κάτω του 5%.
Σημαντικές περιφερειακές ανισότητες σημειώθηκαν, με διακυμάνσεις που ξεπέρασαν τις 15 εκατοστιαίες μονάδες (pp), στην Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Ρουμανία και τη Γαλλία. Αντίθετα, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Σλοβενία και η Λιθουανία παρουσίασαν διακυμάνσεις μικρότερες από 2,0 ποσοστιαίες μονάδες.
Μεταξύ 2022 και 2023, οι μεγαλύτερες μειώσεις στα ποσοστά σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (μείωση 4,5 ποσοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (μείωση 1,6 ποσοστιαίες μονάδες) και την Κροατία (μείωση 1,2 ποσοστιαίες μονάδες). Μικρότερες μειώσεις, κάτω από 1,0 ποσοστιαίες μονάδες, καταγράφηκαν στη Μάλτα, την Εσθονία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Γαλλία και την Πορτογαλία. Αντίθετα, οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στη Δανία (αύξηση 1,7 ποσοστιαίες μονάδες), την Αυστρία (αύξηση 1,4 ποσοστιαίες μονάδες), την Ουγγαρία (αύξηση 1,3 ποσοστιαίες μονάδες) και την Ισπανία (αύξηση 1,3 ποσοστιαίες μονάδες).
Περιφέρειες με ποσοστά άνω του 20,0%
Σε ολόκληρη την ΕΕ, σε εννέα περιφέρειες το ποσοστό των ατόμων που βιώνουν σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση κυμαίνεται από 20,0% έως 29,9%. Οι περιφέρειες αυτές βρίσκονται κυρίως στις νότιες και ανατολικές χώρες της ΕΕ, εκτός από μία περιφέρεια στο υπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνουν δύο περιοχές στη Ρουμανία, τρεις περιοχές στη Βουλγαρία, μία περιοχή στην Ουγγαρία, μία περιοχή στην Ιταλία και μία περιοχή στην Ελλάδα. Αντίθετα, οι περισσότερες περιφέρειες στις σκανδιναβικές χώρες της ΕΕ, καθώς και στην Εσθονία, την Πολωνία, τη Σλοβενία, την Τσεχία, τις Κάτω Χώρες, το Λουξεμβούργο, την Ιταλία, την Κροατία, τη Μάλτα και την Κύπρο είχαν ποσοστά σοβαρής υλικής και κοινωνικής αποστέρησης κάτω του 3,5%.
Η ΕΛΣΤΑΤ
Θυμίζουμε πως οριακή μείωση κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες – σε ετήσια βάση – σημείωσε το ποσοστό του πληθυσμού με υλική και κοινωνική στέρηση το 2023 (δείκτης «Ευρώπη 2030»), όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), που έδωσε στη δημοσιότητα τον Απρίλιο η ΕΛΣΤΑΤ.
Ειδικότερα, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώνεται στο 13,5%, έναντι 13,9% το 2022, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών ανέρχεται σε 16,6%.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών, η οποία ανέρχεται σε 0,1 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (15,6%) σε σχέση με το 2022 (15,5%). Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (12,3%) σε σχέση με το 2022 (10,8%). Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών παρατηρείται μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (13,5%) σε σχέση με το 2022 (14,6%).