Για έξι στα δέκα νοικοκυριά τα χρήματα τελειώνουν πριν τελειώσει ο μήνας, όπως αποτυπώνει η νέα ετήσια έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης το 2024.
Αν και υπάρχει οριακή βελτίωση σε σύγκριση με το 2023, έτος κατά το οποίο καταγράφηκαν και οι χειρότερες επιδόσεις διαχρονικά από τότε που ξεκίνησε η έρευνα, η οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών παρέμεινε δύσκολη και τη χρονιά που πέρασε.
Το 60% (από 60,7% το 2023) δηλώνουν ότι το εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλο το μήνα. Για όσους αντιμετωπίζουν αυτή την κατάσταση, τα χρήματα αρκούν κατά μέσο όρο μόλις για 19 ημέρες – ακριβώς όπως και το 2023. Στον μέσο όρο των νοικοκυριών το μηνιαίο εισόδημα τελειώνει στις 23 του μήνα, αφήνοντας μια εβδομάδα «ρέστη».
Στα θετικά είναι ότι μειώθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν εισοδηματική απώλεια, στο 26,2% έναντι 30,7% το 2023.
Χειροτέρεψε η θέση των αυτοαπασχολούμενων
Την πιο έντονη επιδείνωση της θέσης τους βιώνουν οι αυτοαπαχολούμενοι-ες και όσοι έχουν μικρές επιχειρήσεις. Το 53,3% των νοικοκυριών που εξαρτώνται από επιχειρηματικά έσοδα δηλώνουν ότι το εισόδημά τους δεν επαρκεί μέχρι το τέλος του μήνα, ποσοστό που αυξήθηκε δραματικά, από 42,8% το 2023.
Επιπλέον, το 47,8% των νοικοκυριών που βασίζονται σε επιχειρηματικά κέρδη έχουν ετήσιο εισόδημα έως 18.000€, γεγονός που σύμφωνα με το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ υποδηλώνει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μικρομεσαίος επιχειρηματικός κόσμος.
Η αδυναμία αποταμίευσης παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, καθώς το 81,6% δεν καταφέρνει να βάλει χρήματα στην άκρη, ενώ πάνω από τα μισά νοικοκυριά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε ένα έκτακτο έξοδο της τάξης των 500 ευρώ.
Αύξηση ληξιπρόθεσμων οφειλών
Την ίδια στιγμή, το 11,7% των νοικοκυριών ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, αδυνατώντας να καλύψει ακόμη και τις βασικές του ανάγκες. Οι οικονομικές πιέσεις είναι εντονότερες για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με τις πιο ευάλωτες ομάδες να δέχονται τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις.
Ο μισθός αποτελεί τη μοναδική ή κυρίαρχη πηγή εισοδήματος για πάνω από τα μισά νοικοκυριά, ενώ το 39,5% δεν έχει καμία επιπλέον πηγή χρημάτων.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος έχει μειωθεί σημαντικά, γεγονός που υποδεικνύει ότι ένα μέρος των επιχειρηματιών έχει στραφεί σε επιπλέον πηγές άντλησης εισοδήματος πιθανότατα σε μια προσπάθεια να αντεπεξέλθει στην υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση λόγω του νέου τεκμαρτού τρόπου φορολόγησης.
Παράλληλα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο σημειώνουν εκρηκτική αύξηση στο σύνολο των νοικοκυριών (28,9%), ενώ το 16% φοβάται πως μπορεί να χάσει την κατοικία του λόγω αδυναμίας πληρωμής δανείων ή άλλων υποχρεώσεων.
Παραμένει βραχνάς η ακρίβεια
Στο επίκεντρο των οικονομικών πιέσεων βρίσκεται η ακρίβεια, η οποία συνεχίζει να πλήττει σχεδόν όλα τα νοικοκυριά.
Οι αυξήσεις στα τρόφιμα επηρεάζουν το 72,4% των πολιτών, σε τέτοιο βαθμό ώστε να περιορίζουν δαπάνες για άλλες ανάγκες, ενώ οι δαπάνες για λογαριασμούς σπιτιού και είδη διατροφής έχουν αυξηθεί για πάνω από το 60% των νοικοκυριών.
Αντίθετα, οι πολίτες μειώνουν τις εξόδους τους για ψυχαγωγία (41,9%) και αγορές ένδυσης-υπόδησης (39,2%). Ταυτόχρονα, η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες δυσκολεύει, με διαρκώς αυξανόμενο αριθμό νοικοκυριών να καθυστερεί ή να αδυνατεί να καλύψει ιατρικά έξοδα, λογαριασμούς ρεύματος, θέρμανσης και εκπαίδευσης.
Αυξήθηκε η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση
Μπροστά σε αυτό το περιβάλλον, η πλειονότητα των πολιτών θεωρεί ότι τα πιο αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης της οικονομικής δυσχέρειας είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων (69%), η ενίσχυση των ελέγχων στην αγορά για περιορισμό της αισχροκέρδειας (52,7%) και η μείωση φόρων και τελών (45,9%).
Ταυτόχρονα, η κυβερνητική πολιτική για την αντιμετώπιση της ακρίβειας αξιολογείται ακόμα πιο αρνητικά από προηγούμενες χρονιές, γεγονός που αντανακλά τη συνεχιζόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (87%) χαρακτηρίζει ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή για κυβερνητικά μέτρα για την ακρίβεια, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση το 2023 (80,6%). Μόλις 11% τα θεωρεί επαρκή ή μάλλον επαρκή, από 16% το 2023.
Ποιοι πλήττονται περισσότερο
Σε χειρότερη θέση, ακόμα και σε σύγκριση με το πολύ δύσκολο 2023, είναι τα πολυπρόσωπα νοικοκυριά, με πέντε άτομα και πάνω. Από αυτά σχεδόν τα επτά στα δέκα (68,7%) δεν μπορούν να βγάλουν το μήνα, έναντι 52,6% το 2023.
Η κατάσταση χειροτέρεψε οριακά και για τα τριμελή νοικοκυριά, με το 64,5% να βλέπει το οικογενειακό εισόδημα να εξαντλείται πριν τελειώσει ο μήνας, έναντι 64,1% το 2023.
Ελάχιστα βελτιώθηκε η κατάσταση για όσους βρίσκονταν ήδη σε πολύ δυσμενή θέση. Ο μήνας δε βγαίνει για το 77% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 10.000 ευρώ , έναντι 80,4%, το 2023. Το ίδιο ισχύει για το 73,8% των νοικοκυριών με ένα τουλάχιστον άνεργο μέλος, έναντι 78,1% το 2023.
Αντιθέτως, για τη χαμηλή προς μεσαία εισοδηματική κλίμακα των νοικοκυριών από 10.001 ως 18.000 ευρώ, τα οποία αποτελούν και την πολυπληθέστερη κατηγορία (27,4% επί του συνόλου), τα πράγματα είναι τα ίδια και χειρότερα. Το 65,6% αδυνατούν να καλύψουν τα μηνιαία έξοδα, έναντι 62,3% το 2023.
Σε χειρότερη θέση η Βόρεια Ελλάδα
Αναφορικά με την τοπική διάσταση, το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών που το εισόδημά του δεν επαρκεί έως το τέλος του μήνα συγκεντρώνεται στη Βόρεια Ελλάδα, παρουσιάζοντας, μάλιστα, οριακή αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά (63,7% το 2024, έναντι 63,4% το 2023), περνώντας στην πρώτη θέση σε σχέση με το 2023, όπου στην πρώτη θέση ήταν η Κεντρική Ελλάδα.
Σε σχέση με την κύρια πηγή εισοδήματος, σε δυσμενέστερη θέση, αν και παρουσιάζεται μια σχετική βελτίωση, εξακολουθούν να βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, αφού για το 62% αυτών (έναντι 65,1% το 2023) το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Έπεται το 57,3% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη, παρουσιάζοντας επίσης μια οριακή βελτίωση (έναντι 57,7% το 2023).
Δείτε όλη την έρευνα ΕΔΩ