Σήμερα είναι ίσως ακόμη λιγότεροι όσοι πιστεύουν ότι πράγματι λειτουργεί η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, που υπογράφηκε προ 25ετίας, στις 10 Απριλίου του 1998, φέρνοντας μια εύθραυστη ειρήνη και μια οιονεί κανονικότητα στη Βόρεια Ιρλανδία: μια από τις τέσσερις «συνιστώσες» του Ηνωμένου Βασιλίεου, όπου οι φυγόκεντρες τάσεις παραμένουν.
Ήταν ο επίλογος ενός 30ετούς κύκλου αιματηρής εθνο-εθνικιστικής βίας και πολιτικών συγκρούσεων μεταξύ των Καθολικών, υποστηρικτών της ενοποίησης των δύο τμημάτων της Ιρλανδίας και των Προτεσταντών, υποστηρικτών της ένωσης με τη Βρετανία.
Γνωστή ως «The Troubles», εκείνη η περίοδος άφησε πίσω της τουλάχιστον 3.700 νεκρούς, περισσότερους από 47.000 τραυματίες και τον βορρά της νησιωτικής Ιρλανδίας σε ένα μεταίχμιο.
Με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ -τότε επί προεδρίας Κλίντον- το Δουβλίνο και οι εθνικιστές στο Μπέλφαστ παραιτήθηκαν από το ιστορικό αίτημα για επανένωση του νότου με τον βορρά – αν και το ενδεχόμενο παρέμεινε ρητά ανοιχτό, σε περίπτωση που η πλειοψηφία των Βορειοϊρλανδών ψηφίσει υπέρ κάποια στιγμή.
Εν μέσω εσωτερικών διαφωνιών και διασπάσεων, οι μεγαλύτερες παραστρατιωτικές ομάδες και στις δύο πλευρές -εθνικιστών και ενωτικών- δήλωσαν έτοιμες να αφοπλιστούν, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση κρατούμενων μελών τους και τη μείωση των βρετανικών στρατευμάτων στη Βόρεια Ιρλανδία.
Έκτοτε, οι Βορειοϊρλανδοί έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για διαβατήριο και από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας -κάτι που έχει γίνει ελκυστικό για πολλούς, ιδίως μετά το Brexit.
Το πιο σημαντικό ήταν η συμφωνία για ένα αποκεντρωμένο μοντέλο καταμερισμού της εξουσίας μεταξύ των δύο ομάδων της σύγκρουσης: Καθολικών και Προτεσταντών.
Η συμφωνία εγκρίθηκε από το 71% των κατοίκων της Βόρειας Ιρλανδίας και το 94% των κατοίκων της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
Όμως «πρέπει να είμαστε ειλικρινείς», έγραψε τις προάλλες ο Βρετανός πρώην υπουργός Βόρειας Ιρλανδίας, Μπράντον Λιούις: «ήταν ένα λαμπρό πλαίσιο για την ειρήνη, αλλά ένα φτωχό θεμέλιο για αποτελεσματική διακυβέρνηση».
Ανοιχτά μέτωπα
Στο πέρασμα των χρόνων, το μοντέλο διαμοιρασμού της εξουσίας αποδείχθηκε προβληματικό -και δη μετά το Brexit- ενώ η δράση ένοπλων ομάδων, που αντιτίθενται στην παραμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν εξαλείφθηκε από τη Βόρεια Ιρλανδία.
Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο άγνωστοι μασκοφόροι πυροβόλησαν και τραυμάτισαν σοβαρά έναν αστυνομικό, με τις υποψίες να στρέφονται στον Νέο IRA, απομεινάρι της παραστρατιωτικής οργάνωσης «Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός».
Σήμερα, καθώς η Βόρεια Ιρλανδία υποδέχεται επ’ αφορμής της επετείου μια σειρά ηγετών-από τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, έως τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον και τους πρώην πρωθυπουργούς της Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Τόνι Μπλερ και Μπέρτι Άχερν- η βρετανική κυβέρνηση έχει αυξήσει το επίπεδο συναγερμού ασφαλείας.
Είναι πάντως το ίδιο το Λονδίνο που φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για αυτό το πισωγύρισμα.
Το Brexit δημιούργησε νέα δεδομένα και εντάσεις. Η αποφυγή δημιουργίας «σκληρών συνόρων» μεταξύ βορρά και νότου στο νησί της Ιρλανδίας με το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας, προκάλεσε την οργή των ενωτικών του DUP: εταίρο των κυβερνώντων Τόρις στη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων και δεύτερο κόμμα σήμερα στη Βόρεια Ιρλανδία.
Εδώ και ένα χρόνο μποϊκοτάρει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας στο Μπέλφαστ, αντιδρώντας ακόμη και στη νέα ρύθμιση μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, γνωστή ως «Πλαίσιο του Ουίνδσορ», που καταργεί δασμούς και ελέγχους στη διακίνηση των περισσότερων εμπορευμάτων μέσω Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας που δεν προορίζονται για την αγορά των «27».
Πολλοί αποδίδουν την παρελκυστική στάση των Προτεσταντών ενωτικών στο γεγονός ότι οι εξελίξεις τους ξεπερνούν.
Οι Καθολικοί πλέον αποτελούν την πολυπληθέστερη κοινότητα στη Βόρεια Ιρλανδία. Το Σιν Φέιν -που κάποτε θεωρούνταν πολιτικός βραχίονας του IRA- είναι πρώτη δύναμη.
Tο δε ανερχόμενο μη θρησκευτικό «Κόμμα Συμμαχίας» -τρίτη δύναμη στις περσινές εκλογές- θέτει ζήτημα επανεξέτασης των όρων διαμοιρασμού της εξουσίας.
Οι φωνές τώρα πληθαίνουν για πρόωρες εκλογές ή ακόμη και για μεταρρύθμιση της ειρηνευτικής συμφωνίας.
Μπάιντεν ο… Ιρλανδός
Μέσα σε αυτό το κλίμα αρχίζει από σήμερα, Τρίτη, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν την τετραήμερη επίσκεψή του στην Βόρεια Ιρλανδία και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας: την πρώτη της θητείας του στον Λευκό Οίκο.
Είναι ένα ταξίδι ιστορικού συμβολισμού, προσωπικής σημασίας λόγω της ιρλανδικής καταγωγής του, αλλά και πολιτικής βαρύτητας, με μηνύματα εντός και εκτός των αμερικανικών συνόρων.
Πρώτος σταθμός του είναι το Μπέλφαστ για να τιμήσει την 25η επέτειο της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, ένεκα του μεσολαβητικού ρόλου των ΗΠΑ.
Στο φόντο μιας γιγαντιαίας επιχείρησης ασφαλείας, που θα κοστίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο περίπου 7 εκατομμύρια λίρες, ο Μπάιντεν θα προβάλει για πολλοστή φορά αυτό που ο ίδιος προβάλλει ως «ηθική διάσταση» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Θα είναι επίσης μια ευκαιρία για οικονομική διπλωματία, με «καρότο» σχέδια αμερικανικών επενδύσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά και μιας πιθανής προόδου στην προοπτική μιας μετα-Brexit εμπορικής συμφωνίας με το Λονδίνο, κατά τη συνάντηση που αναμένεται να έχει εκεί με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ.
Κατά τα λοιπά, το μεγαλύτερο σκέλος του ταξιδιού του Τζο Μπάιντεν θα είναι στην Ιρλανδία, όπου -μεταξύ άλλων- θα επισκεφθεί τα πατρογονικά του εδάφη.
Ο ίδιος δηλώνει συχνά πυκνά περήφανος για τις ιρλανδικές «ρίζες» του, τονίζοντας ότι η οικογενειακή ιστορία του και το μεταναστευτικό του υπόβαθρο έχει διαμορφώσει την πολιτική καριέρα του και κοσμοθεωρία.
Αναλυτές τονίζουν ότι, αν και θα βρίσκεται μακριά από τις ΗΠΑ, θα είναι μια ευκαιρία για τον Δημοκρατικό πρόεδρο -και όπως ο ίδιος προανήγγειλε εκ νέου διεκδικητής του αξιώματος στις εκλογές του 2024– να στείλει το μήνυμα στους Αμερικανούς ψηφοφόρους ότι είναι στο πλευρό της εργατικής τάξης και των απλών ανθρώπων, που όπως και οι πρόγονοί του μάχονται για ένα καλύτερο αύριο.
Το εάν τα μηνύματα της επίσκεψης Μπάιντεν θα φτάσουν και θα πείσουν τους ένθεν κακείθεν αποδέκτες παραμένει πάντως ασαφές…