Έντονη κινητικότητα επικρατεί στον επιχειρηματικό κόσμο παγκοσμίως, με τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές να αναμένεται να αυξηθούν κατά 6% φέτος και πιθανόν να ξεπεράσουν τα 3 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με το London Stock Exchange Group.
Βέβαια, δεν είναι λίγοι που συγκρίνουν τη έντονη δραστηριότητα με την «αιχμή» του 2021, όταν οι Μ&Α είχαν αγγίξει τα 6 τρισ. δολάρια. Αλλά όπως εξηγεί και το Barron’s, είναι λογικό ότι οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές να αυξάνονται εκείνο το διάστημα, καθώς η παγκόσμια οικονομία επανήλθε σε τροχιά, οι εταιρείες είδαν τα κέρδη τους να εκτινάσσονται στα ύψη και τα επιτόκια να είναι χαμηλά. Με σημαντικά μετρητά και φτηνά χρήματα στο χέρι, δεν ήταν λίγες οι εταιρείες που δανείστηκαν για να κάνουν εξαγορές.
Στη συνέχεια, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στα ύψη, αναγκάζοντας τη Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια. Κατά συνέπεια, το dealmaking δέχτηκε ένα χτύπημα. Η περσινή χρονιά ήταν η χειρότερη.
Αλλά το 2024, οι κεντρικές τράπεζες κράτησαν τα επιτόκια σταθερά στο μεγαλύτερο μέρος του έτους, χωρίς να προκαλέσουν ύφεση παγκοσμίως, ενώ τα εταιρικά κέρδη συνέχισαν να αυξάνονται. Πλέον όμως τα επιτόκια δείχνουν τάσεις αποκλιμάκωσης, με τις προβλέψεις να είναι για περισσότερες μειώσεις επιτοκίων φέτος και το επόμενο έτος.
«Αυτό είναι πολύ καλό για τη δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών και περιμένουμε να αυξηθεί ξανά καθώς οδεύουμε προς το τέλος του έτους και προς το 2025», ανέφερε η Carole Streicher, επικεφαλής συμβουλευτικής και στρατηγικής συμφωνιών στην KPMG U.S.
Οι στόχοι των CEOs για εξαγορές και συγχωνεύσεις
Σε αυτό το σημείο, εκατοντάδες διευθύνοντες σύμβουλοι θέλουν να κάνουν αγορές, όπως δείχνει μια νέα έρευνα της KPMG. Σχεδόν εννέα στους 10 Διευθύνοντες Συμβούλους (CEOs) – 88% – δήλωσαν ότι οι εταιρείες τους έχουν μέτριες έως υψηλές διαθέσεις για εξαγορές.
Ο βιομηχανικός τομέας, για παράδειγμα, ήταν επιθετικός όσον αφορά τη σύναψη συμφωνιών φέτος. Το ίδιο ισχύει και για την τεχνολογία, την ενέργεια, τα χρηματοοικονομικά και την υγειονομική περίθαλψη.
Οι βιομηχανίες, με συμφωνίες μόλις πάνω από 230 δισ. δολάρια μέχρι στιγμής φέτος, θα πρέπει να συνεχίσουν να αγοράζουν επιχειρήσεις μέχρι το 2025.
Η περίπτωση της Parker
Η Parker-Hannifin θα μπορούσε να είναι στο επίκεντρο φέτος. Κάνει κινήσεις και ελέγχει μια ποικιλία επιχειρήσεων, από βιομηχανικό εξοπλισμό και μεταφορές, μέχρι αεροδιαστημική και HVAC.
Τα προϊόντα της Parker – νέα και ανταλλακτικά – θα πρέπει να παραμείνουν σε ζήτηση καθώς οι εταιρείες αναβαθμίζουν τις κατασκευαστικές τους ικανότητες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εταιρεία θα δει μέτρια ανάπτυξη, σε πωλήσεις μόλις πάνω από 21 δισ. δολάρια το επόμενο έτος, σύμφωνα με την εκτίμηση των αναλυτών της FactSet. Οι φετινές πωλήσεις αναμένεται να ανέλθουν συνολικά στα 20,29 δισ. δολάρια.
Η Parker θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερα από 3 δισ. δολάρια σε ελεύθερες ταμειακές ροές, καθιστώντας το καθαρό χρέος λιγότερο από 7 δισ. δολάρια να φαίνεται διαχειρίσιμο – και βοηθώντας την να πραγματοποιήσει μικρές εξαγορές, κάτι που έκανε τα τελευταία χρόνια.
Ο αναλυτής της Mizuho, Brett Linzey, συναντήθηκε με την CEO της Parker, Jenny Parmentier, και έγραψε ότι «ο αγωγός συγχωνεύσεων και εξαγορών είναι ενεργός».
Οι συγχωνεύσεις στον τομέα της υγείας
Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές υγείας είναι επίσης «ζωντανές». Ο τομέας έκανε μόλις πάνω από 200 δισ. δολάρια σε συμφωνίες μέχρι στιγμής φέτος. Πολλές μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες εξακολουθούν να αναζητούν νέα φάρμακα για να αυξήσουν τις πωλήσεις και έχουν τα κεφάλαια για να κάνουν εξαγορές.
Η Merck επικεντρώνεται στην αύξηση των πωλήσεων του αντικαρκινικού φαρμάκου Ketruda, οι οποίες αναμένεται να κορυφωθούν στα 75 δισ. δολάρια το 2028. Μετά από αυτό, σύμφωνα με τους αναλυτές, οι πωλήσεις θα μειωθούν μετά τη λήξη της πατέντας της Ketruda και οι ανταγωνιστές θα αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους.
Η φαρμακευτική αναπτύσσει δεκάδες νέα φάρμακα, αλλά θα προστατεύσει και το μέλλον της αγοράζοντας μικρότερες εταιρείες βιοτεχνολογίας.
Η Merck μπορεί εύκολα να κάνει συμφωνίες. Δημιουργεί πάνω από 20 δισ. δολάρια ετήσιων ελεύθερων ταμειακών ροών και καλύπτει εύκολα το καθαρό χρέος της ύψους περίπου 20 δισ. δολαρίων. Πολλές από τις εκατοντάδες εταιρείες του S&P Biotech Index έχουν αγοραία αξία μικρότερη από 5 δισ. δολάρια.
Εάν η Merck αγόραζε μια μικρότερη εταιρεία, θα ήταν αυτό που οι dealmakers αποκαλούν “bolt-on”, μια εξαγορά που βρίσκεται στην ίδια επιχειρηματική γραμμή που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη και στην εξοικονόμηση κόστους.
«Έχει έναν ισολογισμό που δεν είναι καθόλου πιεσμένος, επομένως έχει τη δύναμη να κάνετε περισσότερες συγχωνεύσεις και εξαγορές», δήλωσε ο Matt Burdett, επικεφαλής μετοχών στην Thornburg Investment Management, στην οποία ανήκει η Merck.
Πηγή: ot.gr