Σημαντική ψαλίδα ανάμεσα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και στην κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα διαπιστώνει η Εurostat, με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα για την υλική ευημερία των νοικοκυριών στην Ευρώπη το 2023. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί ο μισθός τελειώνει την τρίτη εβδομάδα του μήνα για ένα στα δύο νοικοκυριά, οι 7 στους 10 μόλις τα βγάζουν πέρα, ενώ σχεδόν οι δύσο στους δέκα είτε χρωστάνε είτε ανλτούν από τις αποταμιεύσεις τους.
Συγκεκριμένα, η κατά κεφαλήν πραγματική ατομική κατανάλωση (Actual Individual Consumption -AIC), όπως εκφράζεται σε μονάδες Ισοδύναμης Αγοραστικής Δύναμης (PPP), υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 20%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην έκτη θέση από το τέλος. Ακόμα πιο πίσω βρίσκεται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που υπολείπεται από την ΕΕ κατά 30% Ακολουθούν με σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ τους η Σλοβακία, η Κροατία, η Λετονία και Εσθονία (από 77 ως 75 μονάδες αγοραστικής δύναμης, έναντι 100 στην ΕΕ). Στην τελευταία θέση ισοβαθμούν η Βουλγαρία και η Ουγγαρία, με 70 μονάδες.
Δείκτης υλικής ευημερίας
Όπως εξηγεί η σχετική ανακοίνωση της Εurostat η πραγματική κατά κεφαλήν κατανάλωση χρησιμοποιείται ως μέτρο της υλικής ευημερίας των νοικοκυριών. Περιλαμβάνει καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες που αγοράζονται απευθείας από τα νοικοκυριά, καθώς και υπηρεσίες που παρέχονται από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και το κράτος για ατομική κατανάλωση (π.χ. υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης).
Αν και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι ένας σημαντικός και ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης του επιπέδου οικονομικής ευημερίας των χωρών, η κατά κεφαλήν κατανάλωση μπορεί να είναι πιο χρήσιμη για τη σύγκριση της σχετικής ευημερίας των καταναλωτών σε διάφορες χώρες.
Η κατά κεφαλήν πραγματική κατανάλωση συσχετίζεται με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, καθώς είναι η μεγαλύτερη συνιστώσα δαπανών του ΑΕΠ.
Προτελευταίοι στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ– επίσης σε μονάδες αγοραστικής δύναμης – τα επικαιροποιημένα στοιχεία της Εurostat επιβεβαιώνουν αυτό που είναι ήδη γνωστό: Είμαστε η «φτωχότερη» χώρα της Ευρώπης μετά τη Βουλγαρία, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να να υπολείπεται κατά 31% του μέσου όρου της ΕΕ.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ έχει επίσης μεταβληθεί σημαντικά για τις περισσότερες χώρες τα τελευταία 3 χρόνια.
Το 2023, σε σύγκριση με το 2021, τα σχετικά μεγέθη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκαν σε 12 χώρες. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Πορτογαλία (81% του μέσου όρου της ΕΕ το 2023 έναντι 74% το 2021), την Ισπανία (91% έναντι 85%), τη Ρουμανία (78% έναντι 72%) και την Κροατία (76% έναντι 70%).
Στην Ελλάδα υπήρξε μικρότερη βελτίωση κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες.
Από την άλλη, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά στο Λουξεμβούργο και τη Σουηδία, αν και παραμένει υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της ΕΕ (237% και 213% αντίστοιχα).
Στο 80% της ΕΕ η κατά κεφαλήν κατανάλωση
Σε όρους κατά κεφαλήν πραγματικής κατανάλωσης στην πρώτη θέση είναι το Λουξεμβούργο, με 36% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενο από την Ολλανδία και τη Γερμανία (και οι δύο 19% πάνω από το επίπεδο).
Τα τελευταία 3 χρόνια, η κατά κεφαλήν AIC σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ έχει μεταβληθεί στις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Σύμφωνα με την Eurostat, μεταξύ 2021 και 2023, τα επίπεδα AIC αυξήθηκαν σε 15 χώρες της ΕΕ. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε κυρίως στην Ιρλανδία (99% του μέσου όρου της ΕΕ το 2023 έναντι 91% το 2021), την Κύπρο (100% έναντι 94%) και τη Μάλτα (90% έναντι 85%). Στην Ελλάδα επίσης σημειώνεται αύξηση, κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες.
Στον αντίποδα, σε τα επίπεδα AIC μειώθηκαν σε 11 χώρες της ΕΕ. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στη Δανία (108% το 2023 έναντι 122% το 2021), τη Σουηδία (106% έναντι 112%), τη Λιθουανία (88% έναντι 93%) και την Τσεχία (81% έναντι 86%).
Το Λουξεμβούργο κατέγραψε το υψηλότερο επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης στην ΕΕ, 137% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, μπροστά από την Ιρλανδία (113%) και την Ολλανδία (33%).