Η ατζέντα της σημερινής συνεδρίασης του ΚΥΣΕΑ, προφανώς περιλαμβάνει το ζήτημα της αναστολής έκδοσης αποφάσεων ασύλου, επιβεβαίωσε ο υπουργός Εξωτερικών, κ. Γιώργος Γεραπετρίτης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, σημειώνοντας πως είναι ένα θέμα το οποίο ακόμα επηρεάζεται από την κατάσταση στη Συρία, η οποία δεν είναι διαμορφωμένη, βρίσκεται σε δυναμική εξέλιξη.
Οι όποιες αποφάσεις, τόνισε, «θα ληφθούν σε συνέργεια με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως με τη συνέργεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών».
Αναφορικά με το διαφαινόμενο, ότι από τις εξελίξεις στη Συρία η Τουρκία βγαίνει ενισχυμένη επιδιώκοντας να διαδραματίσει ενεργό και κεντρικό ρόλο στην περιοχή, ο κ. Γεραπετρίτης επισήμανε τα εξής.
«Ακόμη η κατάσταση είναι εξαιρετικά νωπή και ρευστή και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να αποφεύγουμε τα βιαστικά συμπεράσματα. Οφείλουμε να παρακολουθούμε, να διαβλέπουμε τις εξελίξεις, να είμαστε έτοιμοι να διαχειριστούμε τις καταστάσεις, να έχουμε έναν ενεργό ουσιαστικό ρόλο και από κει και πέρα θα επανεκτιμήσουμε διαρκώς την κατάσταση. Αυτή τη στιγμή τα πράγματα έχουν ως ακολούθως. Είχαμε την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, ενός καθεστώτος το οποίο κατά τη διάρκεια της αυταρχικής του διαδρομής δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην περιοχή. Έχουμε όμως και μια χώρα η οποία μαστίζεται από έξωθεν παρεμβάσεις, οι οποίες έχουν δημιουργήσει πάρα πολύ μεγάλη πίεση στους πολίτες. Εκείνο το οποίο αυτή τη στιγμή φαίνεται να διαμορφώνεται είναι μια de facto κυβέρνηση, η οποία αποτελείται από ομάδες ισλαμιστών, οι οποίες έχουν αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της κυριαρχίας στο κράτος. Παραμένουν οι θύλακες οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί βορειοανατολικά των Κούρδων στα βόρεια της Τουρκίας και βεβαίως υπάρχουν οι ρωσικές βάσεις στη Μεσόγειο. Είναι μια πραγματικότητα ότι οι χώρες οι οποίες επί μακρόν ασκούσαν επιρροή, είτε μέσω χρηματοδότησης είτε μέσω ισχύος, προσπαθούν να επιβάλλουν τη συμμετοχή τους. Θέλω να θυμίσω ότι το ζήτημα παρακολουθεί στενά τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Εμείς, από τη δική μας πλευρά, βρισκόμαστε σε διαρκή επαφή με όλους τους δρώντες στην περιοχή και ιδίως με τις χώρες του αραβικού κόσμου. Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει μια πάρα πολύ έντονη συνεργασία με τις χώρες της περιοχής. Έχουμε ένα πολύ σημαντικό αποτύπωμα στην περιοχή αυτή. Όπως γνωρίζετε, σε λιγότερο από 20 ημέρες η Ελλάδα αναλαμβάνει μια εξαιρετικά κρίσιμη και σημαντική θέση ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, εκεί όπου στην πραγματικότητα θα διαμορφωθεί η νέα τάξη της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας».
«Η λογική του κατά πόσον θα επηρεαστεί η εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, νομίζω ακόμα ότι είναι αρκετά πρόωρο να το αξιολογήσουμε. Εκείνο το οποίο πάντοτε αναφέρω είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει αυτή τη στιγμή την ισχύ έτσι ώστε να μην ετεροκαθορίζεται. Αξιολογούμε βεβαίως και τη θέση και τη στάση της Τουρκίας στην περιοχή, επαναπροσδιορίζουμε, αλλά αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι το σημαντικό πάνω απ’ όλα είναι να ενισχύουμε τη δική μας διεθνή διπλωματική θέση, έτσι ώστε πάντοτε να συζητούμε από θέση ισχύος» συμπλήρωσε ο Υπουργός.
Απαντώντας στο κατά πόσο επηρεάζεται ο ελληνοτουρκικός διάλογος από τις τρέχουσες εξελίξεις, ο υπουργός ανέφερε τα ακόλουθα. «Η άποψή μου είναι ότι αυτή τη στιγμή ο διάλογος πορεύεται επί τη βάση μιας δομημένης συζήτησης. Αυτό που διαφοροποιεί την τωρινή συζήτηση σε σχέση με παρελθούσες συζητήσεις και βεβαίως να αντιληφθούμε όλοι ότι δεν υπήρξε ποτέ κανένας πρωθυπουργός και κανένας υπουργός Εξωτερικών που να μην συζητεί με την Τουρκία, το κρίσιμο αυτήν τη στιγμή είναι, πρώτον, ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια εξαιρετικά ισχυρή διπλωματική θέση, επέκεινα του γεγονότος ότι έχουμε πολύ σημαντικές θέσεις στο διεθνές στερέωμα, αλλά και ισχυρές στρατηγικές συμμαχίες, περιφερειακές και διεθνείς και το δεύτερο είναι ότι ο διάλογος με την Τουρκία τελείται υπό ένα καθεστώς το οποίο δεν είναι καθεστώς πίεσης. Θέλω να θυμίσω ότι οι συζητήσεις που γίνονταν στο παρελθόν γίνονταν ενόσω είχαμε καθημερινά εκατοντάδες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Άρα καταλαβαίνουμε ότι το ότι έχουμε καταφέρει να έχουμε μία συζήτηση η οποία είναι οργανωμένη, δομημένη, να στηρίζεται σε ορισμένα θετικά χαρακτηριστικά, χωρίς να παραβλέπουμε τις θεμελιακές διαφορές οι οποίες παραμένουν και ισχύουν από δεκαετίες, είναι νομίζω, εκείνο το οποίο διακρίνει τον ελληνοτουρκικό διάλογο».
«Εάν υπάρξει οποιαδήποτε επίπτωση, τότε καταλαβαίνουμε όλοι ότι θα επαναπροσδιορίσουμε. Αισθάνομαι όμως ότι ακριβώς επειδή είναι ένας οργανωμένος διάλογος, στηριζόμενος στους τρεις πυλώνες των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, της θετικής ατζέντας και του πολιτικού διαλόγου, προς ώρας δεν επηρεάζεται» συμπλήρωσε ο Υπουργός Εξωτερικών.
Απαντώντας στην κριτική ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος διεξάγεται ουσιαστικά για τη διατήρηση των «ήρεμων νερών» χωρίς ωστόσο γίνονται βήματα στα ελληνοτουρκικά θέματα, ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε πως «υπάρχει μια αντίληψη η οποία είναι κυρίως πυκνότητας του πολιτικού χρόνου».
«Ο ελληνοτουρκικός διάλογος συμπληρώνει σε λίγο δεκαέξι μήνες οργανωμένης δράσης, από τον Σεπτέμβριο του 2023, όταν και ξεκίνησε με την απόφαση των δύο ηγετών. Στο διάστημα αυτό έχουν γίνει πολλά, αλλά προφανώς και δεν έχουν γίνει όλα και δεν έχουν γίνει τα βήματα εκείνα τα οποία βαρύνουν το ιστορικό των δύο χωρών. Έχουν υπάρξει πολύ σημαντικές συμφωνίες σε επίπεδο θετικής ατζέντας, δηλαδή σε επίπεδο οικονομίας, εμπορίου, τουρισμού. Έχουν υπάρξει σημαντικές συμφωνίες συνεργασίας σε ό, τι αφορά την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης. Δηλαδή, στο μεταναστευτικό έχουν υπάρξει σημαντικές συνέργειες σε ό, τι αφορά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης σε επίπεδο στρατιωτικό. Έχουν μηδενιστεί ουσιαστικά οι παραβιάσεις εναέριου χώρου. Έχουν υπάρξει αυτά και νομίζω ότι είναι σημαντικό να μπορέσουμε να τα διατηρήσουμε στο επίπεδο αυτό. Και βεβαίως έχει περιοριστεί η παλαιά, μισαλλόδοξη και εχθροπάθειας ρητορική. Εκείνο το οποίο δεν έχει συμβεί είναι να προχωρήσουμε στο μεγάλο βήμα, το οποίο είναι να συζητήσουμε περισσότερο για τα υποκείμενα ζητήματα που παράγουν στην πραγματικότητα τις διαρκείς εντάσεις και κρίσεις και ομιλώ προφανώς για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας» προσέθεσε.
Κληθείς να σχολιάσει μέρος της ομιλίας του Ευάγγελου Βενιζέλου από το συνέδριο του Βήματος χθες για τα 50 χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, ότι «αποφύγαμε μεν τα μείζονα επεισόδια, αλλά έχει διευρυνθεί ο κατάλογος των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων», ο κ. Γεραπετρίτης αντέτεινε «με κάθε σεβασμό αυτό δεν ισχύει.
«Είναι απλά πράγματα, νομίζω είναι αντικειμενικά και δεν χρειάζονται ανταπόδειξης. Δεν είμαι και σίγουρος ότι ο κύριος Βενιζέλος είπε ακριβώς αυτό, αλλά εγώ θα σας πω ακριβώς πώς είναι η κατάσταση. Τα μεγάλα ζητήματα τα οποία αναπαράγουν τις κρίσεις είναι αυτά τα οποία είναι γνωστά. Είναι η γαλάζια πατρίδα, είναι η αποστρατικοποίηση, είναι οι γκρίζες ζώνες που θέτει η Τουρκία. Τα ζητήματα αυτά ανατρέχουν δεκαετίες. Δεν προέκυψαν τώρα. Αυτό το οποίο προέκυψε τώρα είναι στην πραγματικότητα η επαύξηση της ισχύος της Ελλάδας και όχι μόνο διπλωματική, δηλαδή στο διεθνές στερέωμα. Είναι η ενίσχυση της Ελλάδας στην άμυνά της, αντιλαμβανόμαστε όλοι τι σημαίνει να έχει ενισχυθεί το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία σε σχέση με την διαπραγματευτική δυνατότητα την οποία έχουμε. Έχει ενισχυθεί και παγιωθεί η σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας και όλα αυτά συμβάλλουν στην διαπραγματευτική της ισχύ» τόνισε στη συνέχεια. «Ενόσω λοιπόν παραμένουν σε ισχύ αυτές οι αξιώσεις οι μαξιμαλιστικές της Τουρκίας και δεν θα μπορούσε να περιμένει ο οποιοσδήποτε, ακόμα και ο πιο αισιόδοξος, ότι μέσα σε λίγους μήνες θα παραιτείτο η Τουρκία από τα ζητήματα αυτά, εκείνο το οποίο ισχύει είναι ότι έχουμε καταφέρει να ελέγξουμε, αν μη τι άλλο, τα θέματα εκείνα που παράγουν τις καθημερινές κρίσεις» επισήμανε.
«Και αν με ρωτάτε εάν είμαι αισιόδοξος ή όχι, η απάντηση προφανώς και είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν βρισκόμαστε στη θέση εκείνη να μπορέσουμε να συζητήσουμε για το θέμα αυτό. Διότι το να συζητήσεις για ένα θέμα το οποίο είναι τόσο σύνθετο, ανατρέχει δεκαετίες και εμπεριέχει, αν θέλετε και μία μεγάλη τεχνική διάσταση στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, όπως είναι η οριοθέτηση απαιτεί πρώτα και πάνω από όλα μια κατανόηση για το τι συζητάμε. Η Ελλάδα το έχω πει επανειλημμένως και θα το επαναλάβω. Η Ελλάδα συζητά μόνον το θέμα της οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας. Δεν θεωρεί ότι υφίσταται κανένα άλλο ζήτημα και δεν θα θέσει ποτέ στην ατζέντα του διαλόγου ζητήματα κυριαρχίας, τα οποία η ίδια, αντιλαμβανόμαστε, ότι διατηρεί το αναφαίρετο δικαίωμα να τα ελέγξει απολύτως. Άρα, στο μέτρο που δεν υπάρξει σύγκλιση στη μία και μόνη διαφορά, δεν θα υπάρξει και συζήτηση για τα θέματα αυτά» είπε χαρακτηριστικά ο Υπουργός.
Ερωτηθείς σχετικά με την κριτική που επιδέχεται η κυβέρνηση από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς και ειδικά από τον κ. Σαμαρά, ο οποίος μάλιστα επανήλθε χθες από το ίδιο συνέδριο του Βήματος με ιδιαίτερα αιχμηρό τρόπο, ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε «δεν θα κάνω σχόλιο προφανώς για τον κύριο Σαμαρά. Ο κύριος Σαμαράς έχει την ιστορική του διαδρομή και θα αξιολογηθεί και από τον ιστορικό του μέλλοντος. Εγώ θα μιλήσω για τη δική μου θέση και η δική μου θέση είναι πάρα πολύ απλή και πάρα πολύ συγκεκριμένη. Εγώ παράγω και θέτω στην κρίση της Βουλής και του ελληνικού λαού τα συγκεκριμένα αποτελέσματα τα οποία έχουν προκύψει από τον ελληνοτουρκικό διάλογο και τα οποία είναι ότι έχουμε επιστρέψει σε περίοδο σχετικής ομαλότητας. Τα νησιά μας αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε μία κατάσταση να μη λειτουργούν υπό καθεστώς φόβου. Έχουμε αναπτύξει το αποτύπωμα της ελληνικής διπλωματίας περισσότερο από ποτέ. Δεν έχουμε κανένα φοβικό σύνδρομο. Δεν μας κατατρέχει το φοβικό σύνδρομο ότι θα πρέπει ως αδύνατοι να προσέλθουμε στη συζήτηση. Έχουμε πολύ μεγάλη ισχύ για να το πράξουμε αυτό. Υπηρετούμε μια πολιτική η οποία δεν είναι δική μου. Εγώ εφαρμόζω την πολιτική η οποία τίθεται με την κατεύθυνση του Πρωθυπουργού από το Υπουργικό Συμβούλιο και από το ΚΥΣΕΑ. Άρα είναι μια συλλογική πολιτική της κυβέρνησης. Και εν πάση περιπτώσει, να σας πω και κάτι τελευταίο. Δεν μπορώ να απαντώ σε θέσεις οι οποίες δεν δίδονται σε κάποιο συγκεκριμένο αντικειμενικό δεδομένο. Η σκέψη ότι, επειδή συζητώ επί πολλή ώρα με έναν υπουργό, μα τι συζητάει ο υπουργός, δεν απαντάται σε αυτό το επίπεδο. Όπως δεν απαντάται και ότι διαβλέπουμε ότι θα υπάρξει υποχώρηση. Θα είμαι σαφής. Μπορεί ο καθένας να έχει την αντίληψή του για το πώς πηγαίνουν τα πράγματα. Υπάρχει μια νομιμοποιημένη κυβέρνηση που μέσα από τα συλλογικά της όργανα θα ασκήσει τη στρατηγική της και θα κριθεί εν τέλει από τον ελληνικό λαό. Εμείς θα πορευθούμε στη βάση αυτή. Δεν έχει υπάρξει, ούτε θα υπάρξει ποτέ καμία απολύτως υποχώρηση. Η σκέψη όμως ότι με ανέξοδες πολεμικές ιαχές ή με μία δογματική ακινησία ως δια μαγείας θα λυθούν τα προβλήματα που δεν λύθηκαν για πενήντα χρόνια, αποτελεί απλώς μία φενάκη».