Ο κόσμος το έχει τούμπανο και η Γερμανία κρυφό καμάρι. Mε αυτή την παροιμία θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την ανάλυση του Reuters για το πώς οι γερμανοί πολιτικοί κάνουν ότι δε βλέπουν το σπιράλ ύφεσης και στασιμότητας στο οποίο βυθίζεται η χώρα τους.
Η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά το 2024, θα παραμείνει στάσιμη το 2025, ενώ οι προοπτικές ανάπτυξης από το 2026 είναι αναιμικές.
Η ατμομηχανή της Ευρώπης βρίσκεται σε οικονομική υπαρξιακή κρίση, υπογραμμίζει ο διακεκριμένος αρθρογράφος Πιέρ Μπριανσόν. Οι πρόωρες εκλογές που προκήρυξε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς θα μπορούσαν να έχουν πυροδοτήσει μια σοβαρή συζήτηση για το πώς θα θεραπευτούν οι οικονομικές ασθένειες της Γερμανίας. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Οι τολμηρές διορθώσεις που απαιτούνται δεν περιλαμβάνονται στα εκλογικά σχέδια των πολιτικών κομμάτων, τονίζει ο οικονομικός αναλυτής.
Οι επιπτώσεις στην Ευρώπη
Η οικονομική περιδίνηση στην οποία είναι παγιδευμένη η Γερμανία, στέλνει ρίγη στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, που βλέπουν να αναβιώνει ο φόβος μιας νέας πληθωριστικής κρίσης, πριν καλά-καλά ξεπεράσουμε την προηγούμενη. Πόσο μάλλον όταν η Γαλλία, ο έτερος μεγάλος παίκτης της ΕΕ εξελίσσεται στον δεύτερο μεγάλο ασθενή.
Ο κίνδυνος μετάδοσης της γερμανικής γρίπης έγκειται στις αρνητικές επιπτώσεις στη νομισματική σταθερότητα. Μια πιο αδύναμη γερμανική οικονομία, σημαίνει και πιο αδύναμο ευρώ. Παράλληλα με την πυροδότηση πληθωριστικών τάσεων, αρνητική θα είναι και η επίδραση στην νομισματική πολιτική. Όσο επιβραδύνεται η ανάπτυξη στη Γερμανία, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναθεωρήσει την πολιτική της μείωσης των επιτοκίων, βάζοντας φρένο στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ο δεύτερος, εξίσου σοβαρός κίνδυνος, αφορά τις επιπτώσεις στο εμπόριο. Η Γερμανία, που αναμένεται να βρεθεί πρωτίστως στο στόχαστρο των δασμών του Τραμπ, εκτός από εξαγωγική χώρα, είναι και σημαντικός εμπορικός εταίρος για μια σειρά ευρωπαϊκά κράτη. Ειδικά για τη χώρα μας, η Γερμανία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος αποδέκτης των ελληνικών εξαγωγών προς την ΕΕ, και η χώρα με το μεγαλύτερο μερίδιο στις εισαγωγές από ΕΕ. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο διμερές εμπόριο, αυξάνοντας το έλλειμμα του ισοζυγίου, αλλά και στις υπηρεσίες, εκ των οποίων ο τουρισμός αποτελεί τη βασική κινητήριο δύναμη.
Η μεγάλη επιβράδυνση
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Γερμανία θα αναπτυχθεί κατά 5% την επόμενη πενταετία, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 8%.
Η βιομηχανία, η κινητήρια δύναμη της γερμανικής οικονομίας, έχει υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα. Δεν μπορεί πλέον να έχει πρόσβαση στο φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, ενώ χάνει έδαφος στις διεθνείς αγορές από την ισχυρή εξαγωγική μηχανή της Κίνας. Τώρα αντιμετωπίζει την απειλή ενός εμπορικού πολέμου, από τις ΗΠΑ.
Όλα αυτά έχουν σημασία σε μια χώρα όπου η βιομηχανία αντιπροσωπεύει σχεδόν το 20% του ΑΕΠ, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 15%. Όμως το οικονομικό μοντέλο του Βερολίνου έχει ξεφουσκώσει εδώ και χρόνια. Η βιομηχανική παραγωγή μειώνεται, από το 2017, παρά την αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών την ίδια περίοδο.
Η αυτοκινητοβιομηχανία, η βιομηχανική ραχοκοκαλιά της χώρας, βρίσκεται σε τροχιά συρρίκνωσης από το 2018. Με τον μεγαλύτερο βιομηχανικό εργοδότη της Γερμανίας Volkswagen να σχεδιάζει να περικόψει 35.000 θέσεις εργασίας στη χώρα μέχρι το 2030, μειώνοντας δραστικά την εγχώρια παραγωγή, η κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας έφτασε το 2024 σε «σημείο βρασμού», εξηγεί εκτενές ρεπορτάζ των Financial Times.
Κρίσιμες στιγμές
Η μεγάλη επιβράδυνση έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή τόσο για τη Γερμανία όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι οικονομίες της ΕΕ πρέπει να διαθέσουν γενναία χρηματοδότηση, για να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού, της πράσινης μετάβασης και της ενίσχυσης των στρατιωτικών δαπανών, για να αντιμετωπίσουν τους νέους γεωπολιτικούς κινδύνους.
Για τη Γερμανία απαιτείται τεράστια δημοσιονομική προσπάθεια σε μια χώρα όπου οι καθαρές δημόσιες επενδύσεις είναι αρνητικές εδώ και 20 χρόνια. Παράλληλα η γερμανική κυβέρνηση είναι δέσμια ενός συνταγματικού «φρένου χρέους» που περιορίζει τα δημοσιονομικά ελλείμματα στο 0,35% του ΑΕΠ – πολύ χαμηλότερα από το ανώτατο όριο του 3% της ΕΕ.
Πρόσφατη έρευνα υπολόγισε σε περίπου 600 δισεκατομμύρια ευρώ το ποσό των δημόσιων επενδύσεων που χρειάζεται η Γερμανία τα επόμενα 10 χρόνια για να καλύψει τη διαφορά στους τομείς της εκπαίδευσης, των μεταφορών ή της προστασίας του κλίματος. Αυτό θα ισοδυναμούσε με περίπου 1,5% του ΑΕΠ ετησίως και δεν περιλαμβάνει τις στρατιωτικές δαπάνες που απαιτούνται λόγω των νέων γεωπολιτικών εντάσεων.
Όλα για την άμυνα;
Ο Φρίντριχ Μερτς, ο συντηρητικός ηγέτης του CDU που θεωρείται φαβορί για να αναδειχθεί καγκελάριος μετά τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, έχει δεσμευτεί να αυξήσει τη χρηματοδότηση του στρατού.
Η Γερμανία δαπανά ήδη το 2% του ΑΕΠ για την άμυνά της, αλλά αυτό οφείλεται σε ένα ταμείο 100 δισ ευρώ που δημιούργησε ο Σολτς μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη για τις αμυντικές ανάγκες της Γερμανίας, το Βερολίνο θα πρέπει να δαπανήσει τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ για να δημιουργήσει μια σύγχρονη στρατιωτική δύναμη. Μόλις λήξει το ειδικό ταμείο το 2026, αυτό θα σήμαινε πρόσθετη προσπάθεια περίπου 1,8% του ΑΕΠ ετησίως.
Η πρόκληση για τη μελλοντική κυβέρνηση είναι σαφής: να βρει περισσότερο από το 3% του ΑΕΠ, ή 140 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ακόμη και όταν η ανάπτυξη επιβραδύνεται και οι περικοπές δαπανών είναι δύσκολο να βρεθούν στον προϋπολογισμό μιας κυβέρνησης που κάνει τσιγκουνιές.
Θυσιάζουν την ανάπτυξη
Αντίθετα, η προεκλογική εκστρατεία είναι πλούσια σε υποσχέσεις για μείωση φόρων και δαπάνες. Ο Μερτς τηρεί σιγή ιχθύος για το «φρένο του χρέους», το οποίο παραμένει δημοφιλές στους ψηφοφόρους. Αλλά υπόσχεται επίσης σημαντικές φοροαπαλλαγές, μεταξύ άλλων για τις επιχειρήσεις, χωρίς να λέει πώς θα χρηματοδοτηθούν.
Οι κυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες αναγνωρίζουν ότι πρέπει να χαλαρώσουν τον δημοσιονομικό περιορισμό, αλλά δεν έκαναν κάτι γι’αυτό κατά τη διάρκεια της τριετούς θητείας τους.
Οι πολιτικοί θυσιάζουν την ανάπτυξη στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας, λέει ο Μαρσέλ Φράτζερ επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών.
Τα πράγματα ίσως χρειαστεί να χειροτερέψουν προτού γίνουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζει ο αρθρογράφος του Reuters και senior editor στο Politico. Μέχρι τότε, μια γηράσκουσα χώρα με ισχνές προοπτικές ανάπτυξης, που υπολογίζονται γύρω στο 0,4%, θα συνεχίσει να αναπολεί το παρελθόν, επιδιώκοντας να αναβιώσει τις παλιές καλές μέρες, όταν η βιομηχανία θριάμβευε σε ένα κράτος πρόνοιας, εν μέσω πολιτικής συναίνεσης και σταθερότητας. Θα χρειαστούν περισσότερα από τις εθνικές εκλογές για να δοθεί το έναυσμα για αλλαγή.