Τον φετινό Ιούλιο, η διεθνής κοινότητα θα έχει την ευκαιρία να αντιμετωπίσει τις αδικίες στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, μια κατάσταση που διαμορφώθηκε την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αφήνει τα πιο ευάλωτα κράτη στο έλεος των δανειστών, γράφει το Nature στο τελευταίο εντιτόριαλ της χρονιάς που έφυγε.
Το 2022, το τελευταίο έτος για το οποίο υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα, οι ΗΠΑ αντιστοιχούσαν στο 40% των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που δαπανήθηκαν σε υπηρεσίες υγείας σε όλο τον κόσμο, ενώ οι 75 φτωχότερες χώρες περιορίζονταν από κοινού σε 4%, γράφει το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό.
Ένα βασικό εμπόδιο στην επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDG) που έχει θέσει ο ΟΗΕ για την παγκόσμια ευημερία είναι το σύστημα διεθνούς δανεισμού: το γεγονός ότι οι πιστωτές επιβάλλουν όρους σε ευάλωτες χώρες χωρίς εποπτεία. Ως αποτέλεσμα, χώρες που οφείλουν μεγάλα ποσά υποχρεούνται να δίνουν προτεραιότητα στην αποπληρωμή των χρεών τους και να αφήνουν τις δημόσιες δαπάνες σε δεύτερη μοίρα.
Οι δανειστές θα πρέπει να συμφωνήσουν να ελέγχονται από ρυθμιστικές αρχές, κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει
Μια ευκαιρία για μεταρρύθμιση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος θα έρθει τον Ιούνιο στη Σεβίλη, όταν οι επικεφαλής των μεγαλύτερων οικονομικών ιδρυμάτων θα συναντηθούν για τη χρηματοδότηση των SDG. Σύμφωνα με την UNCTAD, την υπηρεσία του ΟΗΕ για το εμπόριο, για την επίτευξη των στόχων απαιτούνται πάνω από 2 τρισ. δολάρια τον χρόνο.
Όπως ανέφερε το Nature στο περυσινό εντιτόριαλ, τα ποσά που έχουν πέσει στο τραπέζι υπολείπονται σημαντικά των αναγκών, κάτι που θα πρέπει φέτος να αλλάξει.
Κατάλοιπο του περασμένου αιώνα
Η αρχιτεκτονική του σημερινού συστήματος έχει τη ρίζα της στο Νομισματικό και Οικονομικό Συνέδριο που πραγματοποίησε το 1944 ο ΟΗΕ στο Μπρέτον Γουντς του Νιου Χάμπσαϊρ των ΗΠΑ.
Από τη συνάντηση αυτή προέκυψαν δύο διεθνείς δανειστές: η Παγκόσμια Τράπεζα, που θα χρηματοδοτούσε την ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έναν δανειστή ύστατης ανάγκης.
Οι ΗΠΑ, η ισχυρότερη χώρα μετά τον πόλεμο, έγιναν ο μεγαλύτερος μέτοχος και των δύο ιδρυμάτων, με δικαίωμα βέτο στις βασικές αποφάσεις πολιτικής. Η Ουάσιγκτον επελέγη ως έδρα και των δύο και το δολάριο έγινε το νόμισμα με το οποίο όλες οι χώρες δανείζονται και δανείζουν.
Η Κίνα προσφέρει χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους, ανεξάρτητα από την Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ
Οι οικονομολόγοι γνώριζαν ότι το σύστημα έπασχε από αδικίες. Για παράδειγμα, όταν οι κεντρικές τράπεζες ανεβάζουν τα επιτόκια για να ελέγξουν τον πληθωρισμό, οι χώρες με χρέη γίνονται φτωχότερες λόγω αύξησης των τόκων.
Αυτό συνέβη και πριν και μετά την πανδημία Covid-19, γράφει το Nature. Και η κατάσταση επιδεινώθηκε επειδή πολλά νομίσματα έχασαν αξία έναντι του δολαρίου, εν μέρει λόγω περιορισμών στις εξαγωγές.
Ως αποτέλεσμα, πολλές χώρες φλερτάρουν με τη χρεοκοπία σε μια εποχή που χρειάζονταν στήριξη για την επίτευξη των SDG. Και όταν προσέρχονται στις συνόδους του ΟΗΕ για την κρίση του κλίματος ή της βιοποικιλότητας, προβλήματα για τα οποία έχουν μικρή ευθύνη, συναντούν την άρνηση των πλούσιων κρατών να προσφέρουν επαρκή χρηματοδότηση, με το επιχείρημα ότι πρέπει να κάνουν περικοπές στο εσωτερικό τους.
Άλλοι δρόμοι
Πολλές χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έχουν αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις. Η Κίνα για παράδειγμα, είναι σήμερα μεγάλος πιστωτής και προσφέρει χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους, ανεξάρτητα από την Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ.
H Κίνα είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της Ασιατικής Τράπεζας Επανδύσεων και Υποδομών και, σε συνεργασία με άλλες χώρες της ομάδας BRICS –όπως η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία και η Νότια Αφρική- έχει ιδρύσει και έναν άλλο δανειστή, τη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα.
Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 κατέστη σαφές ότι πρέπει να υπάρχει εποπτεία σε όλα τα επίπεδα
Ένας λόγος που η συνάντηση της Σεβίλης πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης, γράφει το Nature, είναι η έλλειψη επίσημου συντονισμού ανάμεσα σε παλιούς και νέους πιστωτές.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ θέλει να δημιουργήσει έναν συντονιστικό φορέα για τα διεθνή οικονομικά ιδρύματα. Οι δανειστές θα πρέπει να συμφωνήσουν να ελέγχονται από ρυθμιστικές αρχές, κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει. Όταν η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ διαπραγματεύονται με χρεωμένες χώρες, πρέπει να υπάρχει ένας «ειλικρινής μεσάζοντας» που θα υπερασπίζεται τα συμφέροντα των χωρών.
Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 κατέστη σαφές ότι πρέπει να υπάρχει εποπτεία σε όλα τα επίπεδα, από τα οικονομικά ιδρύματα μέχρι το όλο οικονομικό σύστημα. Είναι παράλογο, γράφει το Nature, να λειτουργούν τα ιδρύματα αυτά χωρίς λογοδοσία.
Ακόμα, η συνάντηση της Σεβίλης πρέπει να διασφαλίσει ότι οι χρεωμένες χώρες δεν τιμωρούνται για παράγοντες πέρα από τον έλεγχό τους, όπως ο πληθωρισμός που έφερε η πανδημία, το κόστος των φυσικών καταστροφών ή οι ζημιές της κλιματικής αλλαγής.
Και οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα και όπως προκύπτει κατά συναίνεση. Για παράδειγμα, υπάρχουν πειστικές ενδείξεις ότι σε μακροπρόθεσμο επίπεδο η χρηματοδότηση υποδομών είναι καλύτερο να έρχεται από δημόσιους αντί ιδιωτικούς πόρους. Και αυτό επειδή το δημόσιο δεν χρειάζεται να έχει απόδοση για τις επενδύσεις του στο μέγεθος και τον ρυθμό που απαιτείται από τους ιδιώτες. Ειδικά για έργα που χρειάζονται χρόνο για να υλοποιηθούν ή να φέρουν απόσβεση.
Έχει κρίσιμη σημασία, καταλήγει το εντιτόριαλ του Nature, να προσφέρει η συνάντηση της Σεβίλης επαρκείς στόχους για τους SDG και να λάβει συγκεκριμένα βήματα για μεταρρύθμιση του διεθνούς συστήματος δανεισμού.
Το 2025 θα μπορούσε έτσι να γίνει η χρονιά που οι ευάλωτες χώρες αρχίζουν να καλύπτουν τις ανάγκες τους χωρίς να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης.