Ήταν 11 Μαΐου του 2022, σαν χθες δηλαδή, όταν η ανταποκρίτρια του αραβικού δικτύου Al Jazeera, Σιρίν Αμπού Άκλεχ έπεσε νεκρή από σφαίρα, ενώ κάλυπτε επιδρομή του ισραηλινού στρατού στον προσφυγικό καταυλισμό στην Τζενίν, στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Συνολικά ακούστηκαν έξι πυροβολισμοί, σε δύο κύματα πυρών. Μια από τις σφαίρες βρήκε την 51χρονη Παλαιστινιο-αμερικανίδα ανταποκρίτρια στο πίσω μέρος της κεφαλής, ανάμεσα στο προστατευτικό κράτος και το αλεξίσφαιρο γιλέκο της, όπου αναγραφόταν ευδιάκριτα η λέξη «PRESS», υποδηλώνοντας την δημοσιογραφική ιδιότητά της. Σκοτώθηκε επιτόπου.
Ανεξάρτητες έρευνες από αμερικανικά μέσα ενημέρωσης -όπως των New York Times, της Washington Post και του πρακτορείου Associated Press– καθώς και της δημοσιογραφικής ερευνητικής συλλογικότητας Bellingcat με έδρα την Ολλανδία, κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα.
Όλα συνέτειναν στο ότι η θανάσιμη βολή για την Σιρίν είχε έρθει από το όπλο Ισραηλινού στρατιώτη.
Το αμερικανικό δίκτυο CNN δημοσιοποίησε στοιχεία για στοχευμένη επίθεση από τις ισραηλινές δυνάμεις.
Η Forensic Architecture -μια διεπιστημονική ερευνητική ομάδα με έδρα το Πανεπιστήμιο Γκόλντσμιθς του Λονδίνου- και η οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων Al-Haq με έδρα τη Ραμάλα βρήκαν επίσης στοιχεία ότι ο ισραηλινός στρατός στόχευσε την Σιρίν Αμπού Άκλεχ και τους δημοσιογράφους συναδέλφους της, με σκοπό να σκοτώσουν.
Έφτασε Σεπτέμβριος του 2022 μέχρι ο στρατός του Ισραήλ να παραδεχτεί πρώτη φορά ότι υπάρχει «μεγάλη πιθανότητα» η Παλαιστινιο-αμερικανίδα δημοσιογράφος πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από ισραηλινά πυρά.
Εάν συνέβη αυτό, ανέφερε σε ανακοίνωση, ήταν «κατά λάθος», «στη διάρκεια ανταλλαγής πυρών» που στρέφονταν «κατά υπόπτων που αναγνωρίστηκαν ως ένοπλοι Παλαιστίνιοι».
Άφησε έτσι έντεχνα ανοιχτό το ενδεχόμενο να φέρουν εκείνοι την ευθύνη.
Όχι τυχαία, δε, το Γραφείο Στρατιωτικού Εισαγγελέα έσπευσε από τότε να ξεκαθαρίσει, με ξεχωριστή ανακοίνωση, πως «δεν υπάρχει υποψία ποινικού αδικήματος, που θα δικαιολογούσε την έναρξη έρευνας από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Στρατιωτικής Αστυνομίας».
Ένα χρόνο μετά, κανείς δεν έχει λογοδοτήσει για τη δολοφονία.
«Ένα δολοφονικό μοτίβο»
Η υπόθεση της Σιρίν Αμπού Άκλεχ αποτελεί «μέρος ενός φονικού σχεδιασμού» που το Ισραήλ ακολουθεί «εδώ και δεκαετίες», καταγγέλλει σε νέα έκθεση η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ), με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Συντάχθηκε με αφορμή τη «μαύρη» επέτειο.
Όμως «επί 22 χρόνια η CPJ έχει καταγράψει τουλάχιστον 20 δολοφονίες δημοσιογράφων από μέλη των ισραηλινών δυνάμεων», αναφέρει.
Με βάση τα δεδομένα που έχει συγκεντρώσει η οργάνωση, πρόκειται για το 80% των εργαζομένων σε μέσα ενημέρωσης που έχουν σκοτωθεί από το 2001 στα παλαιστινιακά εδάφη.
Η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων ήταν Παλαιστίνιοι, επισημαίνει. Κάνει λόγο για 18, συμπεριλαμβανομένης της Σιρίν Αμπού Άκλεχ. Οι υπόλοιποι δύο ήταν Ευρωπαίοι.
«Παρά τις πολυάριθμες έρευνες του ισραηλινού στρατού (IDF), κανείς δεν έχει κατηγορηθεί ή θεωρηθεί υπεύθυνος για αυτούς τους θανάτους», τονίζει η έκθεση.
Έρευνες σε βάθος έγιναν μόνο όταν το θύμα ήταν από άλλη χώρα ή είχε εργοδότη υψηλού προφίλ, υπογραμμίζει.
Όμως διαρκούν μήνες ή και χρόνια και τελειώνουν με την απαλλαγή όσων άνοιξαν πυρ.
Σε τουλάχιστον 13 περιπτώσεις, απορρίφθηκαν οι καταθέσεις μαρτύρων και ανεξάρτητες εκθέσεις.
Το πάγιο επιχείρημα είναι ότι επρόκειτο για αυτοάμυνα, αποκλείοντας κάθε συζήτηση για επανεξέταση των κανόνων εμπλοκής.
«Οι συγκρούσεις συμφερόντων στην ιεραρχία παραβλέπονται. Οι έρευνες είναι διαβαθμισμένες και ο στρατός δεν δημοσιοποιεί τα συμπεράσματά του», αναφέρει το CPJ.
«Σε ορισμένες περιπτώσεις, το Ισραήλ χαρακτηρίζει τους δημοσιογράφους τρομοκράτες», τονίζει.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο.
Κανείς δεν φέρει την ευθύνη.
«Θέατρο ερευνών» χαρακτήρισε τις έρευνες ο Χαγκάι Ελ-Αντ, εκτελεστικός διευθυντής της ισραηλινής οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων B’Tselem.
Πέραν όλων των άλλων, τονίζει η CJP, «η ατιμωρησία σε αυτές τις περιπτώσεις έχει υπονομεύσει σοβαρά την ελευθερία του Τύπου, θέτοντας σε επισφάλεια τα δικαιώματα των δημοσιογράφων».
Ο αμερικανικός «κατευνασμός»
Αν και η Σιρίν Αμπού Άκλεχ ήταν υπήκοος και των ΗΠΑ, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών δεν έχουν επιδείξει τα ίδια αντανακλαστικά με την υπόθεση του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι.
Του Σαουδάραβα υπηκόου και μόνιμου κατοίκου των ΗΠΑ από το 2017, που δολοφονήθηκε βάναυσα στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, τον Οκτώβριο του 2018.
Έξι εβδομάδες αργότερα, η CIA είχε ήδη διαρρεύσει τα ενοχοποιητικά συμπεράσματά της για τον πρίγκιπα διάδοχο του αραβικού βασιλείου, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν: στενό σύμμαχο του Αμερικανικού τότε προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Περίπου δύο μήνες μετά τη δολοφονία της Παλαιστινιο-αμερικανίδας δημοσιογράφου του Al Jazeera, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ανακοινώσει ότι έρευνα του Συντονιστή Ασφαλείας των ΗΠΑ για το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή, υποστράτηγου Μάικλ Φένζελ, είχε διαπιστώσει ότι η Αμπού Ακλέχ πιθανότατα σκοτώθηκε από ακούσια ισραηλινά πυρά.
Όμως η βαλλιστική εξέταση του θραύσματος της σφαίρας που αφαιρέθηκε από το σώμα της χαρακτηρίστηκε «ασαφής».
Τον περασμένο Νοέμβριο υπήρχαν πληροφορίες ότι το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ενημέρωσε το Ισραήλ ότι το FBI ανοίγει έρευνα για την υπόθεση.
Όμως μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία επίσημη ενημέρωση για το θέμα.
Τώρα, όπως προκύπτει από επιστολή που έστειλε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις Βαν Χόλεν στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, προκύπτει ότι υπάρχει νέα έκθεση του Μάικλ Φένζελ.
Τονίζοντας ότι δεν είναι το πρώτο αίτημα από τα μέσα Απριλίου, ο Βαν Χόλεν ζητά άμεση εξέταση της έκθεσης από το Κογκρέσο.
Αναφέρει ότι ενημερώθηκε πως πριν από τη δημοσιοποίησή της, η κυβέρνηση Μπάντεν σχεδιάζει να κάνει αλλαγές στο περιεχόμενο.
«Ενώ χαρακτηρίζονται “τεχνικές”», παρατηρεί, «οποιεσδήποτε ενέργειες για την τροποποίηση της έκθεσης, με οποιονδήποτε τρόπο, θα παραβίαζαν την ακεραιότητα της διαδικασίας».
Στο μεσοδιάστημα, η Ουάσιγκτον έχει διαφωνήσει με την προσφυγή του Al Jazeera στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) για τη διενέργεια έρευνας και τη δίωξη των δολοφόνων της Σιρίν Αμπού Άκλεχ.