Η Ρωσία το ξέρει καλά: Η εκτύπωση χρήματος αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την οικονομία, όπως προειδοποιούν οι περισσότεροι οικονομικοί οδηγοί. Το να χρηματοδοτεί ένα κράτος τις ανάγκες του μέσω της κεντρικής του τράπεζας, εκδίδοντας νέο χρήμα για την αγορά κρατικών ομολόγων, είναι μια μέθοδος που ενδείκνυται μόνο σε καταστάσεις ύστατης ανάγκης.
Αυτή την εβδομάδα, η Ρωσία φαίνεται πως έφτασε σε αυτό το σημείο, πιεζόμενη από τα τεράστια στρατιωτικά έξοδα λόγω της εισβολής στην Ουκρανία. Και όχι μόνο αφού προκύπτει στασιμότητα στις τιμές του πετρελαίου και αυστηροποίηση των δυτικών κυρώσεων. Η οικονομία της χώρας, που κατάφερε να επιβιώσει σχεδόν τρία χρόνια παρά τις κυρώσεις, φαίνεται πως έχει ήδη ξεπεράσει το σημείο μη επιστροφής.
Η προειδοποιητική ένδειξη εμφανίστηκε αυτή την εβδομάδα μέσα από μια διπλή σειρά οικονομικών ενεργειών. Την περασμένη Τετάρτη, το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε ομόλογα ύψους ενός τρισεκατομμυρίου ρουβλίων, τα οποία αγόρασαν οι τράπεζες παρά τη χαμηλή ρευστότητά τους.
Τη Δευτέρα, η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας (BCR) πρότεινε επαναγορές ομολόγων (repo), παρέχοντας ρευστότητα στις τράπεζες. Το πρόβλημα είναι ότι οι ρωσικές τράπεζες παρέδωσαν στην BCR τα ίδια ομόλογα που μόλις είχαν αγοράσει, ώστε να πάρουν πίσω τα ρούβλια που είχαν δώσει.
Εάν αφαιρέσουμε τον ενδιάμεσο κρίκο (τις τράπεζες), το αποτέλεσμα είναι ότι η BCR χρηματοδότησε άμεσα την κυβέρνηση, παραβιάζοντας έναν από τους θεμελιώδεις κανόνες για την αποφυγή του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού.
Πίεση στη ρωσική οικονομία
Η κατάσταση περιπλέκεται από την απαγόρευση αγοράς συναλλάγματος, που επέβαλε η BCR για να περιορίσει την πτώση του ρουβλίου, ιδιαίτερα μετά τις κυρώσεις των ΗΠΑ στη Gazprombank. Η Gazprombank ήταν ο κύριος φορέας μέσω του οποίου γίνονταν οι διεθνείς πληρωμές για το ρωσικό φυσικό αέριο.
Ωστόσο, οι δυτικοί σύμμαχοι εκτίμησαν πρόσφατα ότι οι κίνδυνοι διακοπής εφοδιασμού είχαν μειωθεί και προχώρησαν στη λήψη μέτρων εναντίον της.
Η έλλειψη δυτικών νομισμάτων ανάγκασε την BCR να μειώσει τις συναλλαγματικές δραστηριότητες στο ελάχιστο. Την ίδια ώρα η πτώση της τιμής του πετρελαίου κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι από τον Σεπτέμβριο μείωσε τα έσοδα από τις πωλήσεις κατά 30% από τον Ιούνιο.
Οικονομική επιβάρυνση λόγω του πολέμου
Η συνεχιζόμενη εισβολή στην Ουκρανία, που εξελίσσεται αργά και με τεράστια κόστη, προκαλεί ολοένα και πιο δυσβάσταχτες πιέσεις στην οικονομία της Ρωσίας.
Η αμοιβή για την κατάταξη στο ρωσικό στρατό έχει φτάσει τα 5 εκατομμύρια ρούβλια (περίπου 50.000 ευρώ) για τον πρώτο χρόνο, ενώ μόνο φέτος έχουν στρατολογηθεί 200.000 εθελοντές, στοιχίζοντας στην κυβέρνηση 10 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα σε επτά μήνες.
Επιπλέον, το ανθρώπινο κόστος είναι τεράστιο, με πάνω από 700.000 Ρώσους να έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί σοβαρά. Οι τραυματίες λαμβάνουν πρόσθετη κρατική σύνταξη, την οποία η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να μειώσει σε ανώτατο ποσό 3 εκατομμυρίων ρουβλίων (30.000 ευρώ). Τούτο καθώς οι απώλειες αυξάνονται ραγδαία.
Η ανεργία βρίσκεται στο 2,4%, με τους εργαζόμενους που παραμένουν στη χώρα να απολαμβάνουν αυξήσεις στους μισθούς και μπόνους λόγω έλλειψης προσωπικού, γεγονός που τροφοδοτεί περαιτέρω την πληθωριστική πίεση. Πρόκειται για πληθωρισμό που δεν οφείλεται σε υπερβολική ζήτηση αλλά σε έλλειψη προσφοράς, κάτι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
Ιστορικές συγκρίσεις για τη Ρωσία
Η τρέχουσα κατάσταση παραπέμπει στη ρωσική εκδοχή της οικονομικής πίεσης που βίωσαν οι δυτικοί σύμμαχοι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο αύξησαν τη φορολογία. Ακόμη, εφάρμοσαν δελτία και εξέδωσαν πατριωτικά ομόλογα για να ελέγξουν την κατανάλωση και να κρατήσουν τα επιτόκια χαμηλά.
Στη Ρωσία, ωστόσο, ο Πούτιν αποφεύγει τα μη δημοφιλή μέτρα, όπως αυξήσεις φόρων ή δελτία, για να μην πλήξει την κοινή γνώμη. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση αφήνει τον πληθωρισμό να λειτουργήσει ως «κρυφός φόρος». Αυτό υπονομεύει τη δύναμη των πολιτών και ενισχύοντας τα δημόσια έσοδα.
Η απόφαση να χρησιμοποιηθεί η Κεντρική Τράπεζα για τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης αποτελεί την πιο ξεκάθαρη ένδειξη ότι η Ρωσία έχει προχωρήσει σε έναν επικίνδυνο οικονομικό δρόμο χωρίς επιστροφή.