Ποιος θα περίμενε ότι στην εποχή των μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς και των κατασκοπευτικών δορυφόρων, θα υπήρχε μια ένταση για ένα… αερόστατο. Ωστόσο, στη φάση που βρίσκονται οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα ακόμη και αυτό μπορεί να συμβεί.
Καταρχάς, όντως τα αερόστατα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κατασκοπευτικούς λόγους. Πηγαίνουν πιο πάνω από τα συνηθισμένα κατασκοπευτικά αεροσκάφη, μπορούν να παραμείνουν σε πτήση για αρκετό καιρό και να συλλέξουν πληροφορίες. Μπορεί τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη να θεωρούνται πλέον το μέσο αναφοράς για την επιτήρηση και παρακολούθηση και συλλογή πληροφοριών, όμως αρκετές χώρες εξετάζουν και τη χρήση των αερόστατων.
Ούτως ή άλλως χρήση των αερόστατων για ερευνητικούς σκοπούς έκαναν εδώ και χρόνια οι μετεωρολόγοι γιατί ήταν ένας πρακτικός τρόπος για τη συγκέντρωση στοιχείων για τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας.
Και όντως το σημείο όπου εντοπίστηκε το κινεζικό αερόστατο, δηλαδή πάνω από την Πολιτεία της Μοντάνα που πέραν όλων των άλλων έχει και μία από τις μεγαλύτερες βάσεις με διηπειρωτικούς πυραύλους Μinuteman III (την επίγεια πλευρά του πυρηνικού τριγώνου των ΗΠΑ με τις άλλες δύο να είναι τα υποβρύχια με πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές και τα στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη που μπορούν να φέρουν πυρηνικά όπλα), φαντάζει ένας χώρος που θα δικαιολογούσε μια απόπειρα συλλογής πληροφοριών.
Ωστόσο την ίδια στιγμή έχει ενδιαφέρον ότι η Κίνα έσπευσε αμέσως να «δώσει εξηγήσεις» σε χαμηλούς τόνους, υποστηρίζοντας ότι το αερόστατο ήταν επιστημονικό και όχι κατασκοπευτικό και απλώς είχε παρασυρθεί από τα καιρικά φαινόμενα όπως και ότι η ίδια δεν είχε σκοπό να παραβιάσει την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία των ΗΠΑ και ως ότι έγινε ήταν αποτέλεσμα ανωτέρας βίας (force majeure).
Γιατί αντέδρασαν τόσο έντονα οι ΗΠΑ;
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν να μην δεχτούν τις εξηγήσεις που παρείχε το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών και να προχωρήσουν σε ένα είδος αντιποίνων, αναβάλλοντας την επίσκεψη Μπλίνκεν στο Πεκίνο.
Και αυτό παρότι αυτή το άνοιγμα διαύλων επικοινωνίας και αποφυγής εντάσεων είχε συζητηθεί κατά τη συνάντηση του Τζο Μπάιντεν με τον Σι Τζινπίνγκ τον περασμένο Νοέμβριο στο περιθώριο στο περιθώριο του G20 στο Μπάλι.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ιδίως οι ΗΠΑ έχουν μετατοπιστεί σε μια αρκετά συγκρουσιακή τοποθέτηση. Αυτό φαίνεται και από άλλες κινήσεις, όπως είναι για παράδειγμα οι απαγορεύσεις εξαγωγής στην Κίνα τεχνολογιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή τσιπ τελευταίας γενιάς, ή η απόφαση να ενισχύσουν τη στρατιωτική παρουσία στις Φιλιππίνες ως αντίβαρο στην προσπάθεια της Κίνας να αποκτήσει καλύτερες σχέσεις με την κυβέρνηση των Φιλιππίνων. Και βέβαια είχε προηγηθεί η επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν, κίνηση που το Πεκίνο είδε ως καθαρά εχθρική και ως παρέμβαση των ΗΠΑ σε ένα θέμα με ιδιαίτερη φόρτιση, δηλαδή την επανένωση της Κίνας. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι και ο διάδοχος της Πελόζι Ρεπουμπλικάνος Κέβιν Μακάρθι φέρεται επίσης να εξετάζει το ενδεχόμενο να επισκεφτεί την Ταϊβάν, παρότι η επίσκεψη Πελόζι είχε οδηγήσει σε αμερικανοκινεζική ένταση και μια εντυπωσιακή επίδειξη στρατιωτικής ισχύος της Κίνας σε βάρος της Ταϊβάν.
Η ταλάντευση των ΗΠΑ
Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια ταλάντευση ανάμεσα στον στρατηγικό τους ορίζοντα και τις τακτικές επιλογές τους. Στον ορίζοντα βλέπουν την Κίνα ως τον μεγάλο αντίπαλο, ως τη δύναμη που μπορεί να αμφισβητήσει τη δική τους πρωτοκαθεδρία και ηγεμονία. Η Κίνα είναι μια μεγάλη χώρα, η δεύτερη οικονομία του πλανήτη, έχει ξεκινήσει μια διαδικασία εξοπλισμού ώστε να αποκτήσει χαρακτηριστικά υπερδύναμης και βέβαια προσπαθεί να καλύψει την τεχνολογική απόσταση που τη χωρίζει από τις ΗΠΑ. Αυτό αντικειμενικά ωθεί τις ΗΠΑ σε μια διαρκή πολιτική και οικονομική αντιπαράθεση με διάφορους τρόπους: Από την προσπάθεια αποκλεισμού της Κίνας από κρίσιμες τεχνολογίες, μια έμμεση μορφή εμπορικού-οικονομικού πολέμου παρά την επίκληση λόγων ασφαλείας, έως τον τρόπο που επανέρχεται το ζήτημα των Ουιγούρων, μαζί με μια προσπάθεια να ανακοπούν οι κινεζικές επενδύσεις σε δυτικές χώρες.
Την ίδια στιγμή ο βαθμός αλληλεξάρτησης της κινεζικής και της αμερικανικής οικονομίας, ο τρόπος που η Κίνα είναι εξαιρετικά σημαντική σε κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες, για τις οποίες οι ΗΠΑ δεν έχουν μπορέσει να έχουν εναλλακτικές, αλλά και η ίδια η βαρύτητα της Κίνας στις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας κάνει πιο δύσκολη τη ρήξη.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ παρότι έχουν ανοιχτό το μέτωπο με τη Ρωσία, που στον ορίζοντά του είναι και ένα μέτωπο ενάντια σε μια ευρασιατική σύγκλιση Ρωσίας και Κίνας, δεν μπορούν εύκολα να έχουν και ένα ανοιχτό μέτωπο από την Κίνα.
Αν κανείς προσθέσει και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ οδεύουν προς μια προεκλογική περίοδο όπου η κυβέρνηση των Δημοκρατικών δεν θέλει να φανεί «ενδοτική» μπορούμε να καταλάβουμε γιατί θα δούμε αρκετές αμερικανικές ταλαντεύσεις και προς την όξυνση και προς τον κατευνασμό, με τη μεγαλύτερη όξυνση να παραμένει βασικός ορίζοντας.
Από τη μεριά της η κινεζική ηγεσία δείχνει να θέλει σε αυτή τη φάση να αποφύγει μια κλιμάκωση της σύγκρουσης – ούτως ή άλλως θέλει να ολοκληρώσει το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό για την ίδια την Κίνα – εξ ου και η αποφυγή υψηλών τόνων και η επιμονή ότι χρειάζονται σταθερές και συνεργατικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όμως την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι προετοιμάζεται και για μια περίοδο μεγαλύτερων εντάσεων.