Παρά τους φόβους ότι το 2023 οι οικονομίες της Δύσης δεν θα γλιτώσουν τελικά την ύφεση και ενώ ο χειμώνας οδεύει προς το τέλος του, οι εξελίξεις στη διεθνή οικονομία είναι περισσότερο από ενθαρρυντικές, καθώς τόσο οι τιμές του πετρελαίου και της ενέργειας εν γένει όσο και ο πληθωρισμός δεν έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο.
Συγκεκριμένα η τιμή του Brent το τελευταίο διάστημα σταθεροποιείται σε επίπεδο 40% χαμηλότερο από το ανώτατο καταγραφέν κατά την κρίση (130 δολάρια το βαρέλι), ενώ και οι πληθωριστικές πιέσεις εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης, δίχως μάλιστα να επηρεάζονται σοβαρά οι αγορές εργασίας.
Το τελευταίο φαινόμενο, το ότι δηλαδή οι πιέσεις στις τιμές συγκρατούνται δίχως να αυξηθεί η ανεργία στις δυτικές οικονομίες, είναι κάτι που θεωρούν αρκετά «ύποπτο» οι Κεντρικές Τράπεζες. Η στέρηση ρευστότητας από τις αγορές δεν επηρεάζει τόσο την κατανάλωση και τις επενδύσεις (εξαίρεση φαίνεται ότι θα αποτελέσουν οι αγορές ακινήτων).
Γι’ αυτό και οι υπεύθυνοι χάραξης της νομισματικής πολιτικής σε ΗΠΑ, Ευρώπη, Βρετανία και Ιαπωνία χαλαρώνουν με μεγάλη επιφύλαξη και δισταγμούς το ρυθμό αύξησης των επιτοκίων.
Από ύφεση σε ύφεση
Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν, κυρίως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020, πολλοί ειδικοί εκτιμούν ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο «κυλιόμενων υφέσεων». Ύφεση της Covid-19, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση και νέα προϊούσα ύφεση, έστω κι αν δεν πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις, δηλαδή δύο συνεχόμενα τρίμηνα υποχώρησης του ΑΕΠ.
«Η οικονομία μπορεί να μην πληροί τον επίσημο ορισμό της ύφεσης, αλλά υπάρχουν τομείς της οικονομίας που νιώθουν ότι βρίσκονται σε περίοδο συστολής και συρρίκνωσης», γράφει ο Τζεφ Κοξ στο CNBC.
Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει και στις αγορές εργασίας των ΗΠΑ και της Δύσης εν γένει. Σε κάποιους κλάδους, όπως στον κλάδο της υψηλής τεχνολογίας, οι απολύσεις έχουν λάβει κατακλυσμιαίες διαστάσεις. Όχι τόσο λόγω συρρίκνωσης των κλάδων αυτών, αλλά επειδή κατά τη διάρκεια της καραντίνας και της βίαιης ψηφιοποίησης της καθημερινότητας των ανθρώπινων κοινωνιών, πάμπολλες επιχειρήσεις έσπευσαν να προσλάβουν προσωπικό το οποίο τώρα, που οι κυβερνήσεις ήραν τις υγειονομικές απαγορεύσεις, περισσεύει.
Σε άλλους τομείς οι επαγγελματίες όχι μόνο δεν γνωρίζουν κρίση αλλά έχουν γίνει περιζήτητοι. Οι επιχειρηματίες του ευρύτερου κλάδου φιλοξενίας, εστίασης και ψυχαγωγίας για παράδειγμα, ψάχνουν «με το τουφέκι» για να βρουν εργαζομένους να προσλάβουν. Πέραν αυτού, επανειλημμένες έρευνες έδειξαν ότι η πανδημία και οι εγκλεισμοί έδωσαν την ευκαιρία – τον χρόνο ουσιαστικά – για να κάνουν οι εργαζόμενοι υπαρξιακής φύσεως αναστοχασμούς, κάτι που οδήγησε στο πρωτοφανές κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης».
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι δυτικές αγορές εργασίας δείχνουν αξιοσημείωτη αντοχή στις αλλεπάλληλες, «κυλιόμενες» οικονομικές κρίσεις και υφέσεις. Οι ειδικοί, ωστόσο, μελετώντας και αναλύοντας τα στοιχεία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών για την απασχόληση και συνδυάζοντάς τα με τις τάσεις στους διάφορους επαγγελματικούς κλάδους και με τη ζήτηση για ταλέντα, όπως αυτή αποτυπώνεται στο δημοφιλή ιστότοπο επαγγελματικής δικτύωσης LinkedIn, διαπιστώνουν ότι οι οιονεί-υφεσιακές συνθήκες που επικρατούν παγκοσμίως, θα αυξήσουν τους επόμενους μήνες τις πιέσεις σε ορισμένα επαγγέλματα και θα περιορίσουν τη ζήτηση σε κάποιους επιχειρηματικούς κλάδους. Ακόμα κι αν διατηρηθεί η σημερινή διόλου απαισιόδοξη εικόνα, ακόμα κι αν η επίσημη ανεργία, δηλαδή, παραμείνει υπό έλεγχο.
Πέφτουν τα ντόμινο
Το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει και ζητεί απάντηση είναι προς τα πού κατευθύνει η συγκυρία τους εργαζομένους στη σημερινή, εξόχως αβέβαιη και ρευστή οικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα. Διότι δεν πρέπει να λησμονεί να βάλει κανείς στην όποια κοινωνικο-οικονομική ανάλυση τη μεταβλητή «πόλεμος». Την διαρκώς αυξανόμενη πιθανότητα δηλαδή, όσο η αιματοχυσία στην Ουκρανία παρατείνεται, να ξεφύγει η κατάσταση και η εμπλοκή της Δύσης στα πεδία των μαχών να αναβαθμιστεί από έμμεση (σε επίπεδο των εξοπλισμών) σε άμεση.
«Οι αγορές εργασίας παραμένουν πιο σφιχτές σε σύγκριση με τα επίπεδα που ήταν πριν από την πανδημία», διαπιστώνει ο επικεφαλής οικονομικών και παγκόσμιων αγορών εργασίας στο LinkedIn Ραντ Γκαγιάντ. «Η ζήτηση για στελέχη παραμένει υψηλή, αλλά επιβραδύνεται σταδιακά και πιθανότατα θα συνεχίσει να επιβραδύνεται τους επόμενους μήνες», σημπληρώνει.
Εξάλλου, «διάφορα ντόμινο έχουν ήδη πέσει ενόσω διαρκεί η περίοδος των κυλιόμενων υφέσεων», υπενθυμίζει ο Τζεφ Κοξ του CNBC. «Οι κατοικίες εισήλθαν σε απότομη ύφεση ήδη από πέρυσι και οι δείκτες μεταποίησης υποχωρούν εδώ και αρκετούς μήνες. Επιπλέον, η πιο πρόσφατη έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) δείχνει ότι οι δανειολήπτες αντιλαμβάνονται πλέον ότι έπειτα από τις επανειλημμένες αυξήσεις των επιτοκίων οι πιστωτικοί όροι έχουν επιδεινωθεί αισθητά, κάτι που προοιωνίζεται επιβράδυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα», εξηγεί.
Τον χρηματοπιστωτικό τομέα ίσως ακολουθήσουν στην οπισθοδρόμηση και άλλοι. Στον ιστότοπο του LinkedIn, όπου αναρτώνται αγγελίες για πλήρωση κενών θέσεων εργασίας, αγγελίες για αναζήτηση εργασίας και άλλα στοιχεία από περισσότερα από 900 εκατομμύρια μέλη που έχει το δίκτυο σε ολόκλκηρο τον κόσμο, παρατηρεί κανείς ενδιαφέρουσες αποκλίσεις των τάσεων στις αγορές εργασίας, συγκριτικά με τις τάσεις που καταγράφονται και ανακοινώνονται από τις κυβερνήσεις.
Διαφορετική η εικόνα του LinkedIn
Κατ’ αρχάς σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ μια σημαντική αλλαγή έχει να κάνει από το γεγονός ότι ενώ τα στοιχεία της κυβέρνησης σκιαγραφούν μια πολύ «σφιχτή» αγορά εργασίας, στην οποία σχεδόν δύο θέσεις εργασίας αντιστοιχούν για κάθε εργαζόμενο, η εικόνα που δείχνει το LinkedIn κατεβάζει την αναλογία σχεδόν στο ένα προς ένα.
Η διάσταση αυτή που καταγράφεται μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις. Διότι αν η Fed βασιστεί στα στοιχεία της κυβέρνησης (πράγμα που είναι λογικό να πράξει), θα συνεχίσει να ανεβάζει δυναμικά τα επιτόκια του δολαρίου για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, αφού φαίνεται ότι ο δραστικός περιορισμός της ρευστότητας δεν επηρεάζει την αγορά εργασίας. Αν οι κεντρικοί τραπεζίτες λάβουν υπόψη τους την εικόνα του LinkedIn, θα πρέπει να περιμένει κανείς μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.
«Όλα εξαρτώνται από το πώς θα αντιδράσει η Fed τους επόμενους δύο μήνες», δήλωσε στο CNBC ο Γκαγιάντ του LinkedIn.
Πού στρέφεται η αγορά
Εν καιρώ «κυλιόμενων υφέσεων» πού μπορούν να αναζητήσουν άραγε απασχόληση οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ (δευτερευόντως και σε άλλες δυτικές αγορές εργασίας όμως, μιας και τα στοιχεία του LinkedIn δεν περιορίζονται στην αμερικανική); Ποιες πόρτες δηλαδή θα πρέπει να χτυπήσουν για να βρουν ευκολότερα απασχόληση;
Το LinkedIn χαρακτηρίζει ορισμένους κλάδους «χαλαρούς», πράγμα που σημαίνει ότι οι εργοδότες καλύπτουν εύκολα τις θέσεις εργασίας και δεν χρειάζεται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να δελεάσουν τους εργαζόμενους. Αυτοί οι κλάδοι είναι η κρατική διοίκηση, η εκπαίδευση και οι υπηρεσίες που σχετίζονται με την κατανάλωση, όπου ο αριθμός όσων αναζητούν απασχόληση υπερτερεί των διαθέσιμων θέσεων εργασίας.
Οι «μετρίως σφιχτές αγορές» περιλαμβάνουν την τεχνολογία, την ψυχαγωγία, τις πληροφορίες εν γένει και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις υπηρεσίες ειδικευμένων επαγγελματιών, την αγορά ακινήτων, τις λιανικές πωλήσεις και την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Σε αυτούς τους κλάδους, οι υποψήφιοι για εργασία βρίσκουν ευκολότερα ευκαιρίες, ενώ οι εργοδότες πρέπει να προσπαθήσουν για να βρουν ταλέντα.
Οι εξαιρετικά «στενές αγορές εργασίας», εκεί δηλαδή όπου υπάρχει μεγάλη προσφορά θέσεων εργασίας και ελάχιστη ζήτηση ή προθυμία εκ μέρους του εργατικού δυναμικού για να τις καλύψουν, τους κλάδους της φιλοξενίας, του πετρέλαιο και του φυσικού αερίου, και επίσης τον ευρύτερο τομέα της υγείας και της υγειονομικής περίθαλψης.
Σύμφωνα με το LinkedIn, σε αυτά τα πεδία «οι εργοδότες δεν μπορούν να καλύψουν τις κενές θέσεις αρκετά γρήγορα». Ιδιαίτερα ο ευρύτερος κλάδος της φιλοξενίας και της εστίασης, φαίνεται πως θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει και το 2023 μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών. Παρά το ότι, στις ΗΠΑ τουλάχιστον και σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, οι αυξήσεις των ωρομισθίων για τους εργαζομένους στα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα μπαρ και σε ανάλογα καταστήματα ψυχαγωγίας έχουν αυξηθεί κατά 23% τον τελευταίο χρόνο».
Πηγή: ΟΤ