Στο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, υπό το πρίσμα των σχετικών, πρόσφατων ενεργειών πρώτα από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, και μετά από την Εισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου, Γεωργία Αδειλίνη, είναι εστιασμένο άρθρο του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη, στην «Καθημερινή».
«Το πρόσφατο πόρισμα του Aντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Αχιλλέα Ζήση για την υπόθεση των “υποκλοπών” και η σχετική ανακοίνωση των βασικών του συμπερασμάτων από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κυρία Γεωργία Αδειλίνη προκάλεσαν την οργή των κομμάτων της Αντιπολίτευσης, αλλά και την επίκριση διαφόρων αρθρογράφων του λεγόμενου “προοδευτικού” χώρου», αναφέρει εισαγωγικώς και προσθέτει:
«Γιατί τα συμπεράσματα της προκαταρκτικής εξέτασης δεν ήταν αυτά που ανέμεναν. Γιατί το συμπέρασμα ότι “αναντίλεκτα δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της αντιτρομοκρατικής (ΔΑΕΕΒ) και γενικότερα της ΕΛΑΣ ή οποιουδήποτε άλλου κρατικού λειτουργού”, δεν επικύρωσε τη βασική επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης για το θέμα, αλλά αντιθέτως την έθεσε στο αρχείο».
Και, εν συνεχεία, «ποια ήταν όμως αυτή η επιχειρηματολογία που κρίθηκε αβάσιμη: ότι για τις υποκλοπές φταίει η ΕΥΠ, ο τότε εποπτεύων αυτή Γρηγόρης Δημητριάδης και τελικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα έχει απασχολήσει όλα τα επίπεδα θεσμικού ελέγχου που διαθέτει η Δημοκρατία μας: έχει απασχολήσει το Κοινοβούλιο, το οποίο συνεκρότησε σχετική εξεταστική επιτροπή, έχει απασχολήσει τρεις Ανεξάρτητες Αρχές, την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, και φυσικά τη Δικαιοσύνη.
Όσα θεσμικά όργανα ασχολήθηκαν με το θέμα, (Βουλή, Ανεξάρτητες Αρχές, Εισαγγελία του Αρείου Πάγου) είτε κατέληξαν ότι “αναντίλεκτα” δεν υπάρχει εμπλοκή Δημοσίων Υπηρεσιών ή Δημοσίων Λειτουργών με τις παράνομες παρακολουθήσεις, είτε στο ότι πάντως από τα συλλεγέντα στοιχεία δεν προκύπτει τέτοια εμπλοκή», υπογραμμίζει, στο άρθρο του, ο Μ. Βορίδης.
Και όμως όλα αυτά, συνεχίζει, «δεν έπεισαν την αντιπολίτευση και τους ευαισθητοποιημένους στα θέματα του κράτους Δικαίου αρθρογράφους. Μύδροι εξαπολύθηκαν κατά της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου: αυτής που μέχρι πρότινος ήταν σπουδαία και έλαβε 26 θετικές ψήφους στη Διάσκεψη των Προέδρων, εκ των οποίων 13 μόνο από τη συμπολίτευση, για το διορισμό της ως Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, αυτή για την οποία η Βουλή εξαφάνισε τη δυνατότητα επιλογής του Υπουργικού Συμβουλίου και την έκρινε τόσο ικανή ώστε να δεσμεύσει το Υπουργικό Συμβούλιο στο διορισμό της. Τώρα αυτή λοιδoρείται ως ενεργούμενο της κυβέρνησης, πειθήνιο όργανό της, εκτελούσα διατεταγμένη υπηρεσία συγκαλύψεως. Δεν συζητώ για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που ομοίως στο πόρισμα της για την εξεταστική επιτροπή δεν απέδωσε τέτοιες ευθύνες στην κυβέρνηση: Ούτως ή άλλως, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία στηρίζει τον πρωθυπουργό. ‘Αρα τί να περιμένει κανείς από τους βουλευτές της συμπολίτευσης».
Ενώ όσον αφορά τις ανεξάρτητες αρχές, «η ΑΠΔΠΧ δεν κατάφερε να συσχετίσει κάτι, στην ΑΔΑΕ κατά την αντιπολίτευση φταίει ότι άλλαξε η σύνθεση της, (τι κι αν είχε λήξει η θητεία της προηγούμενης – ασήμαντο – τι κι αν υπήρξε η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία για το διορισμό των νέων μελών της – ήταν με το Βελόπουλο, δεν μετράει – τι κι αν τα νεοδιορισμένα μέλη έχουν αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ τους – όταν αυτές συμφωνούν με την αντιπολίτευση, σκέφτονται δίκαια και ανεξάρτητα, όταν δεν υπηρετούν τα σχέδια τους είναι διορισμένοι φιλοκυβερνητικοί), τι κι αν η ΕΑΔ κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα, είναι κι αυτή η ελεγχόμενη από την κυβέρνηση».
Και ο υπουργός Επικρατείας προσθέτει: «Συμπέρασμα της αντιπολίτευσης: έχουμε “χούντα Μητσοτάκη”. ‘Αρα για να μην έχουμε χούντα Μητσοτάκη, όλοι οι θεσμοί πρέπει να συμφωνούν με το σχέδιο της αντιπολίτευσης: τις υποκλοπές έκανε ο Μητσοτάκης και δεν πάει να λέει αλλιώς η Δικαιοσύνη, η Βουλή, οι Ανεξάρτητες Αρχές, νόμος είναι ο λόγος της μειοψηφίας. Και αυτό δεν είναι θεσμική εκτροπή, δεν είναι υπονόμευση του κράτους δικαίου, δεν είναι περιφρόνηση της αρχής της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο, της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, δεν είναι το θεμέλιο και η βάση κάθε αυταρχικού λαϊκισμού, ο Μητσοτάκης φταίει».
Και με φανερά ειρωνική διάθεση σημειώνει: «Μήπως θα ήταν ορθότερο η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να υπέβαλε στον κύριο Κασσελάκη, στον κύριο Ανδρουλάκη, κυρίως και πρωτίστως στην κυρία Κωσταντοπούλου το πόρισμα της προκαταρκτικής προς έγκριση προ της δημοσίευσής του; Μήπως δε χρειαζόταν καν αυτό; Να το στείλουν αυτοί στην Εισαγγελέα και εκείνη απλώς να το εγκρίνει και να το προσυπογράψει; Ωραία και δημοκρατικά! Εξάλλου περίπου αυτό δε ζήτησαν από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας; Να καλέσει την Εισαγγελέα για να εξεταστεί για το πόρισμα που εξέδωσε και να προσκομίσει και το πόρισμα: δηλαδή η Βουλή, ως εφετείο, για ανώτερη κρίση ή ως Επιθεώρηση των Δικαστηρίων, για να αξιολογήσει το έργο της δικαστικής λειτουργού. Τα περί διακρίσεως των εξουσιών δεν απασχόλησαν τους ευαίσθητους του κράτος δικαίου».
Απέναντι σε αυτήν την «προφανή κριτική, ορισμένοι, όχι όλοι, αναδιπλώνονται λέγοντας: “μα δεν μπορούμε να ασκήσουμε κριτική σε μία δικαστική κρίση;”. Φυσικά, όλοι μπορούμε! Αρκεί να έχουμε διαβάσει και μελετήσει την κρινόμενη απόφαση, βούλευμα, διάταξη, πόρισμα. Αν όμως κάποιος δεν έχει διαβάσει τίποτα, και απλώς διαφωνεί με το συμπέρασμα, τότε δεν κρίνει την απόφαση, έχει προκρίνει και προαποφασίσει: το πολιτικό σχέδιο της αντιπολίτευσης απαιτεί την ενοχή του πρωθυπουργού: άρα ορθή απόφαση είναι η καταδικαστική – εσφαλμένη η απαλλακτική. Αυτό δε λέγεται όμως κριτική της απόφασης, λέγεται “λήψη του ζητούμενου”.
Εν κατακλείδι, «η αναμενόμενη στάση της λαϊκιστικής αριστερής αντιπολίτευσης και στο θέμα αυτό, ας είναι αφορμή να ξανασκεφτούν οι αρθρογραφούντες υπερασπιστές του κράτους δικαίου ποιοι συνιστούν την πραγματική απειλή για την ισορροπημένη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού στη χώρα μας, ποιοι υπονομεύουν την αξιοπιστία των θεσμικών αντίβαρων, ποιοι απαξιώνουν τη Δικαιοσύνη, τις Ανεξάρτητες Αρχές, την αρχή της πλειοψηφίας και τη διάκριση των εξουσιών μόνο και μόνο για να πλήξουν τον πολιτικό τους αντίπαλο και να υπηρετήσουν με κάθε τίμημα το πολιτικό τους σχέδιο».