Η συνηθέστερη εξήγηση για τον πληθωρισμό είναι ότι προκαλείται από αυξημένη ζήτηση, που με τη σειρά της προκαλείται από το αυξημένο διαθέσιμο εισόδημα προς κατανάλωση, δηλαδή από το να έχουν μεγαλύτερους μισθούς οι εργαζόμενοι.
Μάλιστα, στις δεκαετίες του 1970 και 1980, όταν διαμορφώθηκαν πλευρές μιας οικονομικής ορθοδοξίας που ακόμη και σήμερα κυριαρχεί, τα συνδικάτα ήταν μαζί με τις χώρες του ΟΠΕΚ οι βολικοί «ένοχοι» για τον πληθωρισμό.
Με έναν τρόπο αυτό συνδύαζε μια μονεταριστική οπτική – ιδιαίτερα προσφιλής σε αυτούς που αργότερα ονομάστηκαν νεοφιλελεύθεροι –, δηλαδή μια οπτική που θεωρούσε ότι το πρόβλημα ήταν η υπερβολική χρηματική κυκλοφορία με την εχθρότητα απέναντι στα συνδικάτα και το οργανωμένο εργατικό κίνημα.
Αυτό εξηγεί και γιατί διαμορφώθηκε έκτοτε μια αντίληψη ότι οποτεδήποτε υπάρχει αύξηση του πληθωρισμού, η μόνη λύση είναι η αύξηση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα με σκοπό να επιβραδυνθεί η οικονομία, να αυξηθεί η ανεργία και έτσι να συγκρατηθεί η άνοδος των μισθών. Μάλιστα, ειδικά η ανεργία θεωρήθηκε κατ’ επανάληψη βασικός μοχλός μιας αντιπληθωριστικής πολιτικής, με αποκορύφωμα την ανάγκη να προσδιοριστεί το ποσοστό ανεργίας κάτω από το οποίο ανεβαίνει ο πληθωρισμός.
Κομμάτι αυτής της λογικής και η αντίληψη ότι ο πληθωρισμός είναι κατά βάση φαινόμενο που αφορά την πλευρά της ζήτησης, ότι είναι αποτέλεσμα πλεονάζουσας ζήτησης (δημιουργημένη είτε από υπερβολική αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί είτε (ή σε συνδυασμό) από την αύξηση των μισθών.
Σε αυτό προστίθετο η αντίληψη του ενός ή του άλλου εξωγενούς παράγοντα που μπορούσε να προκαλέσει μια διατάραξη της προσφοράς ή να οδηγήσει σε μια απότομη αύξηση κάποιων εμπορευμάτων για συγκυριακούς λόγους, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις ενεργειακές κρίσεις.
Αυτό που υποτιμήθηκε σε όλη αυτή τη συζήτηση είναι η παράμετρος της προσφοράς και κυρίως το σε ποιο βαθμό μπορούμε να έχουμε πληθωρισμό μέσα από την προσπάθεια για διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους ή ακόμη και για διεύρυνσή τους. Δηλαδή, υποτιμήθηκε η επίπτωση που μπορεί να έχει στον πληθωρισμό η αύξηση των τιμών, όταν δεν μπορεί να υπάρξει κερδοφορία μέσα από τον βασικό μηχανισμό που υποτίθεται ότι αυξάνει τα περιθώρια κέρδους, που είναι η αύξηση της παραγωγικότητας μέσα από οργανωτικές και τεχνολογικές τομές που τελικά μειώνουν το πραγματικό κόστος παραγωγής.
Η ΕΚΤ ανακαλύπτει το πρόβλημα με τα εταιρικά κέρδη
Σε αυτό τα φόντο έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι φαίνεται ότι και η ΕΚΤ αρχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτό ακριβώς το ερώτημα. Και αυτό γιατί έχουν πληθύνει τα στοιχεία και οι έρευνες που δείχνουν ότι για τη μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού στο σταδιακό «άνοιγμα» μετά την πανδημία, δεν μπορούν να θεωρηθούν «ένοχες» οι αυξήσεις μισθών γιατί σε γενικές γραμμές παρέμειναν σε επίπεδα χαμηλότερα του πληθωρισμού, στοιχείο που σε ορισμένες περιπτώσεις σήμαινε ότι είχαν απώλειες πραγματικού εισοδήματος. Ούτως η άλλως αμφισβητείται και εάν ιστορικά οι μισθοί πυροδοτούν τον πληθωρισμό.
Αντίθετα, διαπιστώθηκε ότι το 2021 αλλά και ως ένα βαθμό το 2022 αυτό που παρατηρήθηκε ήταν μια προσπάθεια να διευρυνθούν τα περιθώρια των εταιρικών κερδών. Αυτό αποτυπώθηκε ιδίως στις ΗΠΑ σε μια σημαντική αύξηση της συμμετοχής των εταιρικών κερδών στο ΑΕΠ το 2021, σε επίπεδα υψηλότερα από άλλες περιόδους.
Αλλά και στην Ευρωζώνη, οι εταιρείες καταναλωτικών ειδών διεύρυναν πέρσι το μέσο περιθώριο κέρδους τους στο 10,7%, αρκετά υψηλότερα από το 2019, την τελευταία προπανδημική χρονιά. Και αναλύσεις έχουν δείξει ότι είχαν υψηλότερη συμμετοχή στην αύξηση του πληθωρισμού σε σχέση με τους μισθούς και τους φόρους.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό έχει να κάνει και τον τρόπο που διαμορφώνονται εταιρικές κουλτούρες στις σύγχρονες οικονομίες. Η ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα των χρηματοοικονομικών εταιρειών και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν την έννοια της απόδοσης μιας επένδυσης αλλά και η επιδίωξη να βλέπουν υψηλές κερδοφορίες οι μέτοχοι, διαμορφώνει ένα ευνοϊκό κλίμα για πιο επιθετικές αυξήσεις τιμών, παρά για τις επενδύσεις που μεσοπρόθεσμα θα διευρύνουν το περιθώριο κέρδους μέσα από τομές στην παραγωγικότητα.
Όλα αυτά φέρνουν σε μια κάπως αμήχανη θέση την ΕΚΤ, καθώς μέχρι τώρα κυρίως κινείται στην κατεύθυνση των αντιπληθωριστικών πολιτικών με αύξηση των επιτοκίων, που όμως ενέχουν και τον κίνδυνο να επιτείνουν τυχόν υφεσιακές δυναμικές και μάλλον δεν μπορούν τόσο εύκολα να αντιμετωπίσουν ένα πληθωρισμό που τροφοδοτείται από την προσπάθεια για αυξημένα κέρδη.
Ποια αντιπληθωριστική πολιτική για έναν πληθωρισμό που τροφοδοτείται από τα κέρδη;
Και η αμηχανία γίνεται εντονότερη όταν γίνεται αντιληπτό όσο γίνεται αντιληπτό ότι ένα τέτοιο είδος πληθωρισμού δεν θα καμφθεί τόσο εύκολα με τα παραδοσιακά αντιπληθωριστικά όπλα. Προφανώς, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μια προσπάθεια να περιοριστεί σημαντικά η ζήτηση μέσα από ακριβό δανεισμό, ύφεση, αύξηση της ανεργίας στο τέλος θα κάνει τις επιχειρήσεις να «βάλουν νερό στο κρασί τους» και να μειώσουν τιμές ή να σταματήσουν να τις αυξάνουν. Όμως, δεν θα είναι τόσο γρήγορο και το πραγματικό κόστος μπορεί να είναι μεγάλο.
Από την άλλη, η άλλη λύση, δηλαδή αυτή που παρεμβαίνει στην πλευρά της προσφοράς και προσπαθεί να συγκρατήσει τις τιμές, ακόμη και με παρεμβάσεις σε αυτές, είναι αρκετά πέρα από τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί μια ολόκληρη παράδοση μη παρέμβασης του κράτους. Γιατί μπορεί να εξετάζεται το εάν μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα τύπου «καλαθιού του νοικοκυριού» σε ευρωπαϊκές χώρες, όμως η έννοια της παρέμβασης στις τιμές, του περιορισμού των κερδών ή της «διατίμησης» παραμένει ξένη σε όσους σχεδιάζουν την οικονομική πολιτική. Αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη, να εξεταστούν μέτρα που όντως να αντιμετωπίζουν τη ρίζα της τρέχουσας αύξησης του πληθωρισμού