Η Μαρλένε Ένγκελχορν είναι μόλις 30 ετών.
Θέλοντας και μη, πλέον ανήκει στην κλειστή ομάδα εκείνων που συγκεντρώνουν στα χέρια τους τεράστιο πλούτο. Ήδη πλέον αποτελεί μια από τους πλουσιότερους κατοίκους της Αυστρίας.
Γεννημένη στη Βιέννη, είναι μια από τους απογόνους του Φρίντριχ Ένγκελχορν, του Γερμανού βιομήχανου και ιδρυτή της πολυεθνικής εταιρείας χημικών BASF.
Η δε οικογένειά της ίδρυσε την φαρμακευτική εταιρεία Boehringer Mannheim, που «μοσχοπούλησε» το 1997 την ελβετική Roche, χωρίς να πάρει το γερμανικό Δημόσιο ούτε… δεκάρα τσακιστή.
Μακριά από όλα αυτά, όπως όλοι οι απόγονοι «χρυσών» οικογενειών, η Μαρλένε έζησε μια ανέμελη παιδική ηλικία ως μέρος της ελίτ, ζώντας σε μια τεράστια έπαυλη και πηγαίνοντας σε ιδιωτικά σχολεία.
Η οπτική της για τον κόσμο, περιγράφει, ήταν τόσο «στενή», όπως αυτή ενός αλόγου με παρωπίδες.
Όμως αυτό άλλαξε ότι πήγε σε δημόσιο Πανεπιστήμιο, για να σπουδάσει αυτό που της άρεσε περισσότερο: γερμανική φιλολογία.
Εκεί μόνο, λέει, συνειδητοποίησε ότι τα πλούτη μέσα στα οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε ήταν η εξαίρεση και όχι μια νόρμα.
Δεύτερη και πιο καθοριστική στιγμή στη ζωή της, αναφέρει, ήταν όταν πληροφορήθηκε ότι κάποια στιγμή θα γινόταν ακόμη πιο πλούσια, ως μια εκ των κληρονόμων της γιαγιάς της: της Τράουντλ Ένγκελχορν-Βεκιάτο, 687η στη λίστα Forbes.
Τελικά άφησε τον περασμένο Σεπτέμβριο την τελευταία της πνοή σε ηλικία 94 ετών στη Λωζάνη της Ελβετίας και στους κληρονόμους της μια καθαρή περιουσία 4,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ένα μέρος αυτών -ύψους πολλών εκατομμυρίων δολαρίων- πήγε στην Μαρέλενε, εντάσσοντάς την σε μια κατηγορία που η ίδια λέει ότι δεν θέλει να ανήκει.
Ήτοι στο λεγόμενο «1%» των πολυεκατομμυριούχων και… βάλε του πλανήτη. Και μάλιστα αυτή τη φορά χωρίς η ίδια να πληρώσει στο αυστριακό Δημόσιο -ένεκα μηδενικού φόρου κληρονομίας και ατομικής περιουσίας- ούτε ένα σεντ.
Κίνημα φορολόγησης των κροίσων
Η ημέρα αυτή ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με το βιβλίο που έγραψε η νεαρή κληρονόμος, υπό τον τίτλο «Geld» (ελληνιστί «λεφτά»), στο οποίο καταγγέλλει έντονα την «αντδημοκρατική» πλευρά του πλούτου και της εισοδηματικής ανισότητας.
Θεωρεί την κληρονομιά της «άδικη», καθώς «ποτέ δεν δούλεψα γι’ αυτή».
Εξ ου και καλεί εδώ και μήνες την αυστριακή κυβέρνηση να πάρει περίπου το 90% του πλούτου της, μέσω ενός πιο δίκαιου φορολογικού συστήματος. Ματαίως…
Στο «βρόντο» πάει μέχρι στιγμής άλλωστε και η κοινή της έκκληση με άλλους υπερπλουσίους, που ζητούν να πληρώσουν στην κοινωνία το μερίδιο που τους αναλογεί.
Προς τούτο συμμετέχει με άλλους 61 πολυεκατομμυριούχους από γερμανόφωνες χώρες στην πρωτοβουλία Tax Me Now, με στόχο την προώθηση φορολογικής μεταρρύθμισης και την επίτευξη «φορολογικής δικαιοσύνης στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία».
Έχει επίσης ενταχθεί στο δίκτυο Millionaires for Humanity, όπου μαζί με άλλους πλούσιους κληρονόμους ζητούν δίκαιη κατανομή του πλούτου και εξάλειψη των κραυγαλέων κοινωνικών ανισοτήτων.
Υπέρμαχος της θέσπισης ενός παγκόσμιου φόρου στις μεγάλες ατομικές περιουσίες, βρίσκεται σε επικοινωνία με έτερες ανάλογες οργανώσεις, όπως την Patriotic Millionaires και την Resource Generation.
Όσο παράδοξο κι εάν ακούγεται, το κοινό τους αίτημα δεν έχει εισακουστεί…
Κι αυτό ενώ, ως έχουν σήμερα τα πράγματα, «αν δεν γεννηθείς πλούσιος, δεν θα γίνεις», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Μαρλένε στην αυστριακή εφημερίδα Der Standard.
«Εάν δεν θέλετε αναδιανομή του πλούτου, δεν θέλετε στην πραγματικότητα να εκδημοκρατίσετε την εξουσία», τονίζει.
Σε αυτό το πλαίσιο, δε, ζητά «φορολόγηση του πλούτου, των κληρονομιών», αλλά «και των δωρεών», διαφωνώντας κάθετα και με την ίδρυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων από τους κροίσους του πλανήτη, ασκώντας μέσω αυτών ακόμη μεγαλύτερη επιρροή.
Έχει εξάλλου παραλληλίσει γλαφυρά αυτή την πρακτική με την ιστορία του Μπάτμαν που δρα «υπεράνω του νόμου». Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος, λέει, δεν είναι κι άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αλλά «δομική αλλαγή».
Μια κοινωνική άβυσσος
«Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου από γενιά σε γενιά θεωρείτο δεδομένη στο πρόσφατο παρελθόν. Όμως στις ημέρες μας οι νέοι δείχνουν να βρίσκονται σε χειρότερη θέση από τους γονείς τους»,
παρατηρεί σε άρθρο στον ιστότοπο The Conversation o Τομ Γουέρναμ, ερευνητής οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών με έδρα το Λονδίνο.
Έτσι, οι νεότερες γενιές πρέπει να βασίζονται περισσότερο στον κληρονομικό πλούτο, αντί να ανεβαίνουν τη σκάλα του πλούτου με τα δικά τους κέρδη, εξηγεί.
Κάτι που μοιραία «θέτει σε όλο και πιο μειονεκτική θέση εκείνους, των οποίων οι γονείς και οι παππούδες έχουν μικρή περιουσία», καθώς το χάσμα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων γίνεται όλο και πιο χαώδες.
Όχι τυχαία, το Ερευνητικό Ινστιτούτο των Ηνωμένων Εθνών για την Κοινωνική Ανάπτυξη (UNRISD) ήχησε σε πρόσφατη έκθεση «καμπανάκι».
Υπό την τίτλο «Κρίσεις ανισότητας: Μετατόπιση Εξουσίας για ένα Νέο Οικο-κοινωνικό Συμβόλαιο», τονίζει ότι οι ακραίες ανισότητες, η περιβαλλοντική καταστροφή και η αυξημένη ευαλωτότητα σε διαφόρων ειδών κρίσεις απορρέουν από το ισχύον οικονομικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί πρακτικά προς όφελος των ελίτ και σε βάρος του συντρηπτικά μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, προτείνει πλήρη αναδιοργάνωση, με δημοσιονομικές πολιτικές που θα έχουν σε πρώτο πλάνο το περιβάλλον και την κοινωνική δικαιοσύνη και πολυμερή προσέγγιση που θα βασίζεται ουσιαστικά στην παγκόσμια αλληλεγγύη.
Στόχευση, που μπορεί να φαντάζει σε πολλούς ουτοπική -και δη στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Κατά το UNRISD, ωστόσο, θα αποτελέσει de facto μια μείζονα πρόκληση στο προσεχές μέλλον.