Την ώρα που σύσσωμη η αντιπολίτευση είναι στα «κάγκελα» για το αίτημα του Χρήστου Τριαντόπουλου προς την Προανακριτική Επιτροπή για την απευθείας παραπομπή του στο Δικαστικό Συμβούλιο, ο Νίκος Αλιβιζάτος αντικρούσει τις ενστάσεις και εξηγεί τους λόγους.
Με άρθρο του στην «Καθημερινή», ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τονίζει πως με την «με την απευθείας παραπομπή του κ. Τριαντόπουλου στο δικαστικό συμβούλιο, γίνεται ένα αποφασιστικό βήμα προς τη δικαστικοποίηση της δίωξης των υπουργικών αδικημάτων, όπως συμβαίνει σήμερα στη μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών».
Αναλυτικά:
«Σύσσωμη η αντιπολίτευση αντιτάχθηκε στην απευθείας παραπομπή του κ. Χρήστου Τριαντόπουλου στο δικαστικό συμβούλιο του υπουργοδικείου. Και τούτο με το επιχείρημα ότι, έως ότου αναθεωρηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος, η διαδικασία που αυτό καθιερώνει θα πρέπει να τηρείται ευλαβικά. Διαφορετικά, υποστηρίζεται, κινδυνεύουν να αγνοηθούν κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία και, σε κάθε περίπτωση, το Σύνταγμα θα καταντήσει κουρελόχαρτο. Ας μου επιτραπεί να αντικρούσω τις σχετικές ενστάσεις:
- Σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του ισχύοντος νόμου, ο αρεοπαγίτης/ανακριτής, τον οποίο θα ορίσει το δικαστικό συμβούλιο, «έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά των συμμετόχων που δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής για τη δίωξη» (άρθρο 10 ν. 3126/2003). Δεν ευσταθεί, επομένως, το επιχείρημα ότι, αν προκύψουν νέα στοιχεία για το συγκεκριμένο αδίκημα του μπαζώματος, το δικαστικό συμβούλιο δεν θα μπορεί τάχα να τα λάβει υπόψη, ούτε ότι δεν θα μπορεί να επεκτείνει την κατηγορία. Κοντολογίς, και το κατηγορητήριο κατά του κ. Τριαντόπουλου θα μπορεί να διευρύνει και θα μπορεί να παραπέμψει μαζί του και άλλους υπουργούς, αν προκύψουν σε βάρος τους επιβαρυντικά στοιχεία, πάντοτε βέβαια για το ως ίδιο αδίκημα.
- Σε ό,τι αφορά την αναζήτηση της αλήθειας, η εμπειρία των επτά προανακριτικών επιτροπών που έχουν συσταθεί τα τελευταία χρόνια και των είκοσι πέντε εξεταστικών δεν είναι ενθαρρυντική. Τόσο οι μεν όσο και οι δε λειτούργησαν περισσότερο ως φόρουμ αντιπαράθεσης συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, παρά ως υποβοηθητικά όργανα για την απονομή της δικαιοσύνης. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί σοβαρά ότι δεν θα επαναληφθεί το φαινόμενο των πολύμηνων τοξικών αντιπαραθέσεων και στην περίπτωση του κ. Τριαντόπουλου (όπως π.χ. για το αν θα πρέπει να κληθεί ως μάρτυρας όχι μόνον ο Α αλλά και ο Β παράγων); Με άλλα λόγια, η βάσανος της προκαταρκτικής δεν είναι αναγκαία δοκιμασία.
- Αν στην περίπτωση του κ. Τριαντόπουλου γίνει η αρχή και παραπεμφθεί απευθείας στο δικαστικό συμβούλιο του άρθρου 86, είναι πιθανόν να φιλοτιμηθούν και να ζητήσουν την απευθείας παραπομπή τους και άλλοι υπουργοί αν, από τη διεξαγόμενη τακτική ανάκριση στη Λάρισα, την ανάκριση του ως άνω αρεοπαγίτη/ανακριτή, αλλά και το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ ή κάποιου άλλου οργανισμού, προκύψουν σοβαρές ενδείξεις για ευθύνες τους στο κύριο αδίκημα της τραγωδίας των Τεμπών. Και τούτο συμπεριλαμβανομένων των κ. Σπίρτζη και Καραμανλή, αρμόδιων υπουργών για τη μη έγκαιρη εκτέλεση της σύμβασης 717. (Υπενθυμίζω ότι ο μεν πρώτος έχει ο ίδιος ζητήσει την παραπομπή του, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 86 του Συντάγματος, αν και το [ενδεχόμενο] αδίκημά του έχει παραγραφεί, για τον δε δεύτερο η Βουλή απέρριψε πέρυσι πρόταση για παραπομπή του που υπέβαλε το ΠΑΣΟΚ, ύστερα από αίτημα της Ευρωπαίας εισαγγελέως.)
- Τέλος και κυρίως, με την απευθείας παραπομπή του κ. Τριαντόπουλου στο δικαστικό συμβούλιο, γίνεται ένα αποφασιστικό βήμα προς τη δικαστικοποίηση της δίωξης των υπουργικών αδικημάτων, όπως συμβαίνει σήμερα στη μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Το πρώτο βήμα έγινε με την κατάργηση, το 2001, του βουλευτή/εισαγγελέα που προβλεπόταν παλαιότερα (ποιος ξεχνά τον κ. Νίκο Κωνσταντόπουλο αγορεύοντα κατά του Ανδρέα Παπανδρέου στη δίκη Κοσκωτά;). Το δεύτερο βήμα έγινε με την κατάργηση της σύντομης παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων, το 2019. Απομένει το τρίτο και αποφασιστικότερο βήμα, που είναι βέβαια η κατάργηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουλής για τη δίωξη των υπουργικών αδικημάτων. Το βήμα αυτό ελπίζεται να γίνει με την προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως δεσμεύτηκε πρόσφατα και ο κ. Μητσοτάκης. Εως τότε, η απευθείας παραπομπή, αν αποφασιστεί, θα δείξει ότι το πολιτικό μας σύστημα δεν σφυρίζει αδιάφορα μπροστά στα μηνύματα των καιρών».