More

    Οι πόλεις-φαντάσματα στην Κίνα ακόμη περιμένουν τους κατοίκους

    Έχει η Κίνα… Παρίσι, Λονδίνο και Μανχάταν;

    Κι όμως, έχει.

    Για την ακρίβεια έχει χτίσει πιστά αντίγραφα σε διάφορες κλίμακες στα αχανή εδάφη της, ρίχνοντας δισεκατομμύρια γούαν σε μια χοάνη αστικής ανάπτυξης.

    Κατέληξε προ τριετίας σε μια «φούσκα» ακινήτων, που άφησε πίσω της νέες πόλεις-φαντάσματα, ως σύμβολα των στοιβαζόμενων προκλήσεων για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.

    Στο Τιανντουτσένγκ για παράδειγμα, στα ανατολικά, χτίστηκε το «Παρίσι της Ανατολής».

    Συνολικής έκτασης 31 τ. χλμ, έχει ίδια αρχιτεκτονική με τη γαλλική πρωτεύουσα, ακόμη και μια ρέπλικα του Πύργου του Άιφελ.

    Όμως λάμπουν δια της απουσίας τους οι κάτοικοι.

    Σχεδιασμένη για να φιλοξενήσει 10.000 ανθρώπους, σήμερα κατοικείται μετά βίας από 1.000.

    Πολύ ακριβή για τους ντόπιους, λειτουργεί πλέον κυρίως ως τουριστικό αξιοθέατο.

    Ανάλογη είναι η τύχη και του λεγόμενου «Μανχάταν της Κίνας» -μια επένδυση 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον βορρά, που πήγε επίσης στράφι- ή του «Μικρού Λονδίνου», που κατασκευάστηκε έξω από τη Σαγκάη και αποτελεί ακόμη ένα δείγμα αποτυχημένης ουτοπίας.

    Υπάρχουν πλείστα όσα άλλα παραδείγματα, όπως η Όρντος στην κινεζική Αυτόνομη Περιφέρεια Εσωτερικής Μογγολίας.

    Μια φουτουριστική πόλη 161 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που χτίστηκε για 1 εκατομμύριο ανθρώπους, αλλά το 90% της παραμένει άδειο.

    Αν και δεν είναι σαφές πόσες ακριβώς είναι πια οι πόλεις-φαντάσματα στην Κίνα, εκτιμάται ότι φτάνουν τουλάχιστον τις 50.

    Κάποιες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί ελλείψει ρευστότητας, εν μέσω της κρίσης ακινήτων.

    Ορισμένες είναι έτοιμες, του «κουτιού», πλήρως λειτουργικές, αλλά με ελάχιστους κατοίκους.

    Άλλες είναι στην πραγματικότητα νέες συνοικίες σε μικρής και μεσαίας κλίμακας πόλεις, που σχεδιάστηκαν με τη φιλοδοξία να γίνουν νέα οικονομικά και επιχειρηματικά κέντρα.

    Ματαίως…

    Μια εξ αυτών είναι η περίπτωση της Σαογκουάν.

    Δεν είναι ούτε θεματική, ούτε φουτουριστική πόλη.

    Στο κέντρο της δεν είναι καν άδεια.

    Χαρακτηρίζεται ωστόσο χαρακτηριστική περίπτωση της κρίσης ακινήτων που μαστίζει από το 2021 μεγάλο μέρος της Κίνας.

    Κρίση και καταχνιά

    «Πρέπει να φτάσετε βράδυ στη Σαογκουάν, μια πόλη 3,3 εκατομμυρίων κατοίκων στη νοτιοανατολική Κίνα, για να αντιληφθείτε το μέγεθος της κρίσης ακινήτων που έπληξε τη χώρα», γράφει σε σχετικό ρεπορτάζ ο ανταποκριτής της γαλλικής εφημερίδας Les Echos στο Πεκίνο.

    «Γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό υψηλής ταχύτητας, που εγκαινιάστηκε το 2019, τα τελευταία χρόνια έχουν ξεφυτρώσει ουρανοξύστες σαν μανιτάρια, δημιουργώντας μια τεράστια γειτονιά», εξηγεί ο Ραφαέλ Μπαλενιέρι.

    «Όταν όμως πέφτει η νύχτα, δεν ανάβει ούτε ένα φως»…

    Αν και απέχει πια μόλις μια ώρα από την Γκουανγκζού, χάρη στη σύνδεση με υπερταχεία με την πρωτεύουσα της νοτιοανατολικής επαρχίας Γκουανγκντόνγκ, η Σαογκουάν είναι γεμάτη νέα απούλητα διαμερίσματα.

    Παρά την πτώση των τιμών, παραμένουν τσουχτερά για το μέσο  εισόδημα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής και οι καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας όλο και λιγοστεύουν.

    Το αποτέλεσμα;

    Με τον τρέχοντα ρυθμό πωλήσεων, εκτιμάται ότι θα χρειαστούν περισσότερα από 10 χρόνια για να πουληθεί το οικιστικό απόθεμα στην περιοχή, σε σύγκριση με τον μέσο όρο δύο ετών στην υπόλοιπη Κίνα.

    Πρόκειται για αρνητικό ρεκόρ σε μια χώρα, που έχει ακόμη στα αζήτητα διαμερίσματα συνολικής αξίας 28 τρισεκατομμυρίων γιουάν (περίπου 3,7 δισεκατομμύρια ευρώ), σύμφωνα με την τράπεζα Barclays.

    Αυτά, ενώ υπολογίζεται ότι -πέραν από τους κερδοσκόπους της αγοράς ακινήτων- τα κινεζικά νοικοκυριά διέθεσαν περίπου το 70% των αποταμιεύσεών τους σε ακίνητα ως ασφαλή επένδυση, πριν σκάσει η κατασκευαστική «φούσκα».

    Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε το καλοκαίρι του 2020, με παρέμβαση του Πεκίνου, περιορίζοντας δραστικά την πρόσβαση υπερχρεωμένων μεγάλων κατασκευαστών σε πιστώσεις.

    Το αποτέλεσμα ήταν ο κινεζικός τομέας ακινήτων -μέχρι τότε πυλώνας της εθνικής οικονομίας- να βυθιστεί σε κρίση, ωθώντας σε χρεοκοπία τον ασιατικό γίγαντα του κλάδου, China Evergrande Group.

    Κίνα, μια τεράστια «φούσκα» ακινήτων

    Πλέον, υπολογίζεται ότι το 70% των κινεζικών εταιρειών ανάπτυξης ακινήτων με ομόλογα σε δολάρια ΗΠΑ έχουν αθετήσει τις υποχρεώσεις τους.

    Πολλά κατασκευαστικά έργα «πάγωσαν». Η αξία των ακινήτων έπεσε κατακόρυφα.

    Περισσότερα από 18 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ακίνητη περιουσία έχουν εξανεμιστεί.

    «Κάθε τριμελής κινεζική οικογένεια έχει χάσει περίπου 60.000 δολάρια από το 2021», υπογραμμίζει η Barclays.

    Αντιμέτωπη με την κρίση ακινήτων, έναν δύσκολα επιτεύξιμο στόχο για ανάπτυξη «περίπου στο 5%» του ΑΕΠ για φέτος, δημογραφικό μαρασμό, έκρηξη της αστυφιλίας και υπερχρέωση των νοικοκυριών, η κινεζική κυβέρνηση επιχειρεί διορθωτικές κινήσεις.

    Τον περασμένο Μάιο η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας έριξε στην αγορά μισό τρισεκατομμύριο γουάν, ως ενέσεις ρευστότητας σε υπερχρεωμένες τοπικές αρχές και κρατικούς φορείς, προκειμένου να αγοράσουν απούλητα διαμερίσματα από τους εργολάβους και να τα μετατρέψουν σε οικονομικά προσιτές κατοικίες.

    Παρά το σεβαστό ύψος της, η χρηματοδότηση καλύπτει μόλις το 2% του αδιάθετου οικιστικού αποθέματος.

    Ως εκ τούτου, οι κινεζικές αρχές ανακοίνωσαν πρόσφατα νέα μέτρα για τη στήριξη της αγοράς ακινήτων, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης νομισματικής χαλάρωσης.

    Μεταξύ αυτών, αποφασίστηκε μείωση του επιτοκίου των υφιστάμενων δανείων στο ύψος των νέων χορηγούμενων.

    Ο πήχης για την προκαταβολή στην αγορά ακινήτου χαμήλωσε στο 15%, από 25% της αξίας.

    Οικονομολόγοι πάντως προειδοποιούν ότι το Πεκίνο θα πρέπει να λάβει πιο γενναία μέτρα στην προσπάθεια σταθεροποίησης της αγοράς ακινήτων και, πρωτίστως, της τόνωσης της εσωτερικής κατανάλωσης.

    Δύο κομβικές παραμέτρους για σταθερή ανάκαμψη της οικονομίας.

    Προφανώς σε αυτό το πλαίσιο η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (ήτοι η κεντρική) ανακοίνωσε πρόσφατα μείωση του επιτοκίου αναφοράς και του ποσού που πρέπει να διατηρούν οι εγχώριες τράπεζες ως αποθεματικό, σε μια προσπάθεια αύξησης των πόρων για δανεισμό.

    Η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει ωστόσο στο ναδίρ, αντανακλώντας το άγχος για τις θέσεις εργασίας σε μια δοκιμαζόμενη οικονομία, εν αναμονή και της εποχής Τραμπ 2.0 στις ΗΠΑ.

    Newsroom
    Newsroomhttps://ekozani.gr
    Γίνε εσύ ο ρεπόρτερ και στείλε την είδηση της ημέρας... info@ekozani.gr
    spot_img

    more news