Το καλοκαίρι του 2022 το Κέντρο Αντιμετώπισης Παραπληροφόρησης της ουκρανικής κυβέρνησης δημοσίευσε μια «μαύρη λίστα» με σημαντικές προσωπικότητες που εναντιώνονται στην πολιτική του Κιέβου.
Σύμφωνα με τις ουκρανικές υπηρεσίες, πρόκειται για ακαδημαϊκούς, ακτιβιστές ακόμα και ηθοποιούς που «προωθούν τη ρωσική προπαγάνδα» — συμπεριλαμβανομένων αρκετών υψηλού προφίλ δυτικών διανοουμένων και πολιτικών.
Πρόσωπα όπως, ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Rand Paul, η πρώην βουλευτής Tulsi Gabbard, ο στρατιωτικός αναλυτής Edward N. Luttwak, ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας John Mearsheimer, ο αείμνηστος καθηγητής του Πρίνστον Stephen Cohen, ο διαπρεπής δημοσιογράφος Glenn Greenwald, ο δημοσιογράφος του Fox News Tucker Carlson, ο πρώην βοηθός του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν Doug Bandow είναι μεταξύ των ανθρώπων που συμπεριλαμβάνονται στη λίστα.
Ο κατάλογος δεν εξηγεί ποιες είναι οι συνέπειες για όποιον αναφέρεται, ωστόσο σε άλλο έγγραφο του ίδιας υπηρεσίας οι επικριτές του Κρεμλίνου που χαρακτηρίζονται «τρομοκράτες παραπληροφόρησης» και «εγκληματίες πολέμου», έχουν δολοφονηθεί, όπως ανέφερε και το Insider πρόσφατα.
Στόχος οι επικριτές του Κιέβου
Με ανάλυσή του στο The American Conservative ο πρώην διευθυντής το Ινστιτούτου Cato και συνεργάτης του Ινστιτούτου Randolph Bourne, Ted Galen Carpenter, αναφέρει ότι το λόμπι της Ουκρανίας είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα μιας ξένης κυβέρνησης -και των Αμερικανών υποστηρικτών της- που έχουν επικίνδυνα μεγάλο αντίκτυπο στην πολιτική των ΗΠΑ και τη συνολική προοπτική του αμερικανικού λαού. Ακτιβιστές προσπάθησαν να παρενοχλήσουν και να φιμώσουν τους αντιπάλους της υποστήριξης των ΗΠΑ προς την κυβέρνηση του Ζελένσκι.
«Κατά καιρούς, η Ουκρανία και οι δυτικοί υποστηρικτές της έχουν προωθήσει μια εκστρατεία ξεκάθαρου νεο-Μακκαρθισμού ενάντια στους επικριτές, μια εντελώς ανατριχιαστική συζήτηση σχετικά με την πολιτική απέναντι στο Κίεβο».
Τον Οκτώβριο του 2022, η Προοδευτική Παράταξη του Κογκρέσου -στην οποία συμμετέχουν τα πιο αριστερά μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος- ξαφνικά πήρε πίσω μια επιστολή που είχε στείλει στον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στην οποία τον καλούσε να δώσει μεγαλύτερη προτεραιότητα στη διπλωματία ως τρόπο τερματισμού της αιματοχυσία στην Ουκρανία.
Αν και στην επιστολή οι υπογράφοντες υποστήριζαν την αποστολή οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ωστόσο προέτρεπαν τον Πρόεδρο να συνδυάσει τη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία με μια προληπτική διπλωματική ώθηση, διπλασιάζοντας τις προσπάθειες για την αναζήτηση ενός ρεαλιστικού πλαισίου για κατάπαυση του πυρός.
«Η απάντηση του φιλοπολεμικού λόμπι κατέστησε σαφές ότι ακόμη και μια τέτοια μέτρια αποστασία δεν θα γινόταν ανεκτή». Εξηγώντας στην απόσυρση της επιστολής η πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας Pramila Jayapal, είπε απλά πως «η επιστολή συντάχθηκε πριν από αρκετούς μήνες, αλλά δυστυχώς κυκλοφόρησε από το προσωπικό χωρίς έλεγχο».
Στο στόχαστρο και η Διεθνής Αμνηστία
Την οργή του Κρεμλίνου δεν άργησε να προκαλέσει και η Διεθνής Αμνηστία η οποία με έκθεσή της τον Αύγουστο του 2022, επέκρινε τον στρατό της Ουκρανίας ότι χρησιμοποιεί αμάχους ως ανθρώπινες ασπίδες και ότι διέπραξε άλλες καταχρήσεις στην πολεμική του προσπάθεια.
Αμέσως το Κίεβο, μέσω των μιντιακών και πολιτικών εργαλείων του, άρχισε να κατηγορεί ακόμα και τη Διεθνή Αμνηστία ότι απηχεί την προπαγάνδα του Βλαντιμίρ. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η έκθεση βασίστηκε σε πολλές πηγές και όχι από της Ρωσίας.
Η Διεθνής Αμνηστία προσπαθώντας να καθησυχάσει τον ενορχηστρωμένο ξεσηκωμό υπέκυψε, δηλώνοντας την λύπη της για οποιαδήποτε «θλίψη και θυμό» που μπορεί να προκάλεσε η έκθεση. Παρ΄ όλα αυτά, μετά από πιέσεις του Κιέβου, πολλοί αξιωματούχοι του οργανισμού που συνδέονται με την έκθεση παραιτήθηκαν.
Το Κίεβο όμως δεν στάθηκε εκεί, αλλά πίεσε για επαναληφθεί μια νέα «ανεξάρτητη» έρευνα για τα συμπεράσματα της αρχικής έκθεσης. Αυτή η έρευνα ολοκληρώθηκε με την έκδοση μιας έκθεσης από μια «νομική επιτροπή αναθεώρησης» στις 28 Απριλίου 2023 η οποία άμβλυνε σοβαρά την κριτική προς το Κίεβο.
«Είναι βαθιά ανησυχητικό όταν μια προηγουμένως γενναία και έντιμη οργάνωση όπως η Διεθνής Αμνηστία ρίχνει το δικό της προσωπικό στους λύκους και ανακαλεί μια αξιόπιστη ερευνητική έκθεση εγκλημάτων πολέμου λόγω έντονης, ενορχηστρωμένης πίεσης» σχολιάζει ο Carpenter παρατηρώντας πως τόσο η Διεθνής Αμνηστία όσο και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχουν γίνει παράξενα επιφυλακτικοί σχετικά με τη συμπεριφορά της κυβέρνησης της Ουκρανίας από την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας, διαφοροποιώντας τη στάση τους από προηγούμενες εκθέσεις.
Ουκρανική επιρροή πριν από τον πόλεμο
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι εκστρατείες προπαγάνδας και εκφοβισμού υπέρ της Ουκρανίας ήταν σε εξέλιξη πολύ πριν τη ρωσική εισβολή. Ωστόσο, τέτοιες πρωτοβουλίες έχουν γίνει πολύ πιο επιθετικές από τότε, λέει ο Carpenter. «Οι προσπάθειες διοχετεύονται συχνά μέσω οργανισμών, όπως το Atlantic Council, που έχουν λάβει γενναιόδωρη χρηματοδότηση από ξένες κυβερνήσεις, καθώς και από τμήματα του στρατιωτικού-βιομηχανικού συγκροτήματος των ΗΠΑ».
Το γνωστό Ινστιτούτο Cato είχε μπει στο μάτι του Κιέβου λόγω των ενοχλητικών δημοσιεύσεών του, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να στείλει ανοιχτή επιστολή στις 2 Φεβρουαρίου 2022 -που υπέγραφαν 90 προσωπικότητες- ζητώντας να απολύσει τον Carpenter και τον Doug Bandow.
Στην επιστολή οι υπογράφοντες ανέφεραν: «…επιδιώκουμε να τονίσουμε ότι οι δευτερογενείς επιπτώσεις αυτών των άρθρων που βασίζονται σε ψεύτικες ειδήσεις είναι καταστροφικές. Η Ρωσία χρησιμοποιεί αυτά τα άρθρα ως επιβεβαίωση της ορθότητας των πράξεών της. Ο Τεντ Κάρπεντερ εμφανίζεται τακτικά στις κρατικές ειδήσεις της Ρωσίας. Οι τίτλοι συνδέουν τα γραπτά του με την άποψη του Ινστιτούτου Cato και τις ΗΠΑ συνολικά».
Γι’ αυτό όπως συνεχίζει η επιστολή «Καλούμε το Cato Institute να εξετάσει τις δευτερογενείς επιπτώσεις των άρθρων των Doug Bandow και Ted Carpenter…Καλούμε το Ινστιτούτο Cato να γίνει πνευματικά διαφορετικό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και να προσφέρει πιο ισορροπημένες θέσεις για τα θέματα που επηρεάζουν τη σταθερότητα των χωρών».
Φαίνεται ότι και το Cato νέρωσε το κρασί του.
«Τελικά, η εκστρατεία παρενόχλησης οδήγησε στο τέλος της 37χρονης καριέρας μου στην οργάνωση», σημειώνει ο Carpenter. «Το λόμπι της Ουκρανίας είχε σημειώσει άλλη μια νίκη απέναντι σε έναν ολοένα ευρύτερο κατάλογο στοχευμένων επικριτών».
«Αν και η διοίκηση του αντιστάθηκε επίσημα στην πίεση από τους υπογράφοντες την επιστολή πίεσης, η αυξανόμενη αντίδραση από το βασικό προσωπικό του ινστιτούτου σχετικά με την κριτική μου για την πολιτική της Ουάσιγκτον απέναντι στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας -και ειδικά η κριτική μου για τις όλο και πιο κατασταλτικές εσωτερικές πολιτικές του Κιέβου- έγινε σύντομα εμφανής. Αρκετά από τα άρθρα μου που είχαν εμφανιστεί σε εξωτερικές εκδόσεις αφαιρέθηκαν από τον ιστότοπο του Ινστιτούτου Cato και σε τρεις περιπτώσεις χωρίς προειδοποίηση».