Από τους μεγαλύτερους ορυζώνες του κόσμου, η Ιαπωνία σπάνια είχε στο παρελθόν προβλήματα με τα εθνικά αποθέματα σε ρύζι.
Είναι εξάλλου βαθιά ριζωμένο στην εθνική κουλτούρα και στη γαστρονομία.
Με την εγχώρια μέση ετήσια κατανάλωση στα επτά εκατομμύρια τόνους ετησίως, το ρύζι θεωρείται βασικό είδος διατροφής.
Είναι στο τραπέζι σε κάθε γεύμα και πιάτο.
Όμως τώρα αυτός ο μικρός εθνικός «θησαυρός» έχει αρχίσει να σπανίζει και οι τιμές όλο και ανεβαίνουν.
Τα επίσημα στοιχεία που ανακοίνωσε στα τέλη Ιουλίου η κυβέρνηση του Τόκιο άφησαν πολλούς με ανοιχτό το στόμα.
Τα αποθέματα ρυζιού τον περασμένο Ιούνιο ήταν μόλις 1,56 εκατομμύρια τόνοι, μειωμένα ακόμη και κατά 20% σε ετήσια βάση.
Πρόκειται για τα χαμηλότερα επίπεδα από τότε που άρχισε η σχετική καταγραφή, το 1999.
Αντιστρόφως ανάλογα, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 18% σε σχέση με πέρυσι, φθάνοντας σε υψηλό 30ετίας.
Η κατάσταση έγινε πιο δραματική τον Αύγουστο, εν μέσω μιας πολυπαραγοντικής κρίσης.
Λόγω της κλιματικής αλλαγής -με τον ζεστό καιρό και την έλλειψη νερού- οι αποδόσεις των καλλιεργειών έχουν μειωθεί.
Αλλά οι ορυζώνες έχουν επίσης συρρικνωθεί με τις «ευλογίες» της κυβέρνησης του Τόκιο, στο πλαίσιο παρεμβάσεων στο φόντο της δημογραφικής γήρανσης και σε βάθος χρόνων.
Εν μέσω περιορισμένης προσφοράς, εν τω μεταξύ, η ζήτηση αυξάνεται.
Από τη μια, ως αιτία προβάλλεται ο υπερτουρισμός, στον οποίο ποντάρει πια οικονομικά η Ιαπωνία, με τη ζήτηση για την εθνική κουζίνα να εκτινάσσεται από τους ξένους επισκέπτες.
Από την άλλη, η χρονική σύμπτωση τον Αύγουστο μιας εθνικής γιορτής με υψηλές θερμοκρασίες, τυφώνες και την επίσημη προειδοποίηση για πιθανό μεγασεισμό -μετά το χτύπημα του εγκέλαδου με 7,1 Ρίχτερ στις 8 Αυγούστου- εκτόξευσαν τις πωλήσεις ρυζιού.
Αναφέρονται κύματα αγορών πανικού και άδεια ράφια στα σούπερ μάρκετ.
Αλλαγή των δεδομένων
Ως βασικότερη από όλες τις προαναφερθείσες αιτίες για τις τρέχουσες ελλείψεις, η κυβέρνηση επικαλέστηκε τις υψηλές θερμοκρασίες.
Ο περσινός Σεπτέμβριος -μήνας ορόσημο για τη συγκομιδή ρυζιού- ήταν ο θερμότερος εδώ και 125 χρόνια.
Έτερος λόγος που επικαλούνται οι αρχές είναι η τουριστική έκρηξη.
Εν μέσω συνεχιζόμενης γήρανσης και συρρίκνωσης του πληθυσμού, η οποία δυσχεραίνει την οικονομική ανάπτυξη, στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου ο τουρισμός θεωρείται εδώ και μια δεκαετία μια νέα «ατμομηχανή» ανάπτυξης.
Ο μοναδικός πολιτισμός της -συμπεριλαμβανομένης της κουζίνας της- προβλήθηκε διεθνώς με μεγάλης κλίμακας διαφημιστικές καμπάνιες.
Έτσι, από 6,2 εκατομμύρια τουρίστες που επισκέφθηκαν την Ιαπωνία το 2011, φέτος αναμένεται να φτάσουν τα 35 εκατομμύρια, αριθμό-ρεκόρ.
Καθώς παραδοσιακές ιαπωνικές σπεσιαλιτέ με βάση το διάσημο εγχώριο ρύζι -όπως σούσι, κέικ ή τσάι- έγιναν εξαιρετικά δημοφιλείς και για τους ξένους, η αυξημένη κατανάλωση στα εστιατόρια συνέβαλε στην άνοδο των τιμών.
Κατά πολλούς αναλυτές και ειδικούς, ωστόσο, αλλού βρίσκεται η κύρια αιτία.
Εδώ και χρόνια η παραγωγή ιαπωνικού ρυζιού -κορυφαίας κατηγορίας παγκοσμίως- αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, ακόμη και χωρίς τουρίστες ή την κλιματική κρίση.
Καθοριστικοί παράγοντες είναι η γήρανση του πληθυσμού και η έλλειψη εργατικών χεριών, η αστικοποίηση, η παγκοσμιοποίηση και η αγροτική πολιτική που ακολουθεί το Τόκιο τα τελευταία χρόνια.
Οι νέοι που μεγάλωσαν στην ύπαιθρο έλκονται όλο και περισσότερο από τις πόλεις, όπου βρίσκουν καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας και απασχόλησης.
Ως εκ τούτου, ο γεωργικός τομέας αγωνίζεται να βρει εργατικά χέρια και πολλοί ορυζοπαραγωγοί -κυρίως όσοι έχουν μικρές εκτάσεις, που δεν αποδίδουν οικονομικά- επιβιώνουν χάρη στην κρατική στήριξη.
Το αποτέλεσμα είναι το 40% των ορυζώνων στην Ιαπωνία να παραμένουν ανεκμετάλλευτοι.
Φαύλος κύκλος;
Οι αγρότες αποτελούν παραδοσιακούς υποστηρικτές των δεξιών Φιλελεύθερων Δημοκρατών, που πρωταγωνιστούν στην ιαπωνική πολιτική σκηνή εδώ και πάνω από μισό αιώνα.
Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι το ρύζι που εισάγει υποχρεωτικά -βάσει των κανονισμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου- δεν θα διατίθεται προς άμεση κατανάλωση.
Παράλληλα, οι κρατικές επιδοτήσεις σε εγχώριους ορυζοπαραγωγούς ξεπερνούν ετησίως τα 300 δισεκατομμύρια γιεν (περίπου 1,85 δισεκατομμύρια ευρώ).
Ενόσω προωθείται πλέον η καλλιέργεια ποικιλιών ρυζιού, που είναι πιο ανθεκτικές στις υψηλές θερμοκρασίες, οι αρχές προειδοποιούν ότι τα προβλήματα προμηθειών του βασικού αυτού είδους διατροφής στην αγορά πιθανό θα συνεχιστούν και τον Σεπτέμβριο, οπότε αρχίζει η νέα περίοδος συγκομιδής.
«Οι ελλείψεις θα καλυφθούν σταδιακά», δήλωσε ο υπουργός Γεωργίας, Τεστούσι Σακαμότο.
«Η σοδειά ρυζιού αυξάνεται σταθερά και οι αγρότες σε ορισμένες περιοχές θα μπορούσαν να αρχίσουν τη συγκομιδή περίπου μία εβδομάδα νωρίτερα από το συνηθισμένο».
Από τον Οκτώβριο αρχίζει εν τω μεταξύ το φθινόπωρο, μια σημαντική εποχή για τον τουρισμό στην Ιαπωνία.
Ειδικοί κάνουν λόγο για φαύλο κύκλο, τουλάχιστον με βάση την τρέχουσα πολιτική.
«Με τη μείωση της στρεμματικής έκτασης, η παραγωγή ρυζιού μειώνεται για να αυξηθούν οι τιμές της αγοράς και η κυβέρνηση παρέχει επιδοτήσεις σε παραγωγούς ρυζιού για να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες, όπως σιτάρι ή σόγια», παρατηρεί ο Κασίστο Γιαμασίτα, πρώην στέλεχος στο ιαπωνικό υπουργείο Γεωργίας, νυν διευθυντής ερευνών στην ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης Canon Institute for Global Studies.
Ήδη -ένεκα και των δυτικών επιρροών- καταγράφεται αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες κυρίως των νέων Ιαπώνων, με στροφή στο ψωμί και στα ζυμαρικά.
Χρόνιο φρένο στη «Rolls-Royce του ρυζιού»
«Εάν οι αγρότες παρήγαγαν την ίδια ποσότητα ρυζιού με πριν, θα υπήρχε πλεόνασμα, με αποτέλεσμα να μειωθεί η τιμή του ρυζιού», εξηγεί ο Ιάπωνας ειδικός.
Κάτι, τονίζει, που θα είχε προκαλέσει μαζικές διαμαρτυρίες από τους αγρότες.
«Για να αποφευχθεί αυτό, η παραγωγή μειώνεται χρόνο με το χρόνο» και «διατηρήθηκε κάτω από το ήμισυ της αιχμής των 14,45 εκατομμυρίων μετρικών τόνων ετησίως».
Το αποτέλεσμα, επισημαίνει, είναι όταν υπάρχει έστω και μια ελαφρά αύξηση της ζήτησης, όπως από εισερχόμενους τουρίστες, να δημιουργούνται γρήγορα ελλείψεις και αύξηση των τιμών.
«Αυτή είναι η ουσία όσων συμβαίνουν τώρα».
Η Ιαπωνία συνεχίζει αυτή την πολιτική για περισσότερα από 50 χρόνια.
«Καμία άλλη χώρα δεν έχει διατηρήσει πολιτική μείωσης της έκτασης των καλλιεργειών για τόσο διάστημα», τονίζει ο Κασίστο Γιαμασίτα.
Το αντεπιχείρημα αξιωματούχων της Ιαπωνίας είναι ότι υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός πλέον στον κλάδο από το φθηνό ρύζι που παράγεται στην Ταϊλάνδη και αλλού.
Όπως η βρετανική Rolls-Royce είναι ένα υπερπολυτελές όχημα, έτσι και «το ιαπωνικό ρύζι θα πρέπει να διατίθεται στην αγορά ως η Rolls-Royce του ρυζιού», υποστηρίζει ο Ιάπωνας ειδικός.
Θέτει ως προτεραιότητα την ανάπτυξη ποικιλιών ρυζιού με αυξημένη απόδοση ανά στρέμμα.
Συμβαίνει ήδη με το ανταγωνιστικό σε ποιότητα ρύζι Koshihikari που καλλιεργείται στην Καλιφόρνια, καθώς και με το κινεζικό.
Την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στις εξαγωγές ρυζιού, με 10-20 εκατομμύρια τόνους ετησίως, έχει εν τω μεταξύ η Ινδία.
Εάν η Ιαπωνία καταργούσε εντελώς τη μείωση της έκτασης των ορυζώνων της και εξήγαγε 10 εκατομμύρια τόνους σε ετήσια βάση, υποστηρίζει ο Γιαμασίτα, δεν θα γινόταν μόνο ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές ρυζιού στον κόσμο.
Θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, αλλά και να δημιουργήσει επαρκές απόθεμα για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως π.χ. σε περίπτωση πολέμου στην Ταϊβάν.