Καθώς ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κλιμακώνει τις απειλές του για εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, η ΕΕ βρίσκεται σε επισφαλή θέση, φοβούμενη ένα κύμα ανακατευθυνόμενων κινεζικών εξαγωγών στις αγορές της.
Οι δασμοί που προτείνει ο Τραμπ από 10 έως 20% στις εισαγωγές και ένα εκπληκτικό 60% στα κινεζικά προϊόντα, έχουν αφήσει τις Βρυξέλλες να αγωνίζονται για να προβλέψουν τις συνέπειες.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανησυχούν ότι ένα τείχος δασμών των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τα κινεζικά προϊόντα μακριά από την αμερικανική αγορά και κατευθείαν στην Ευρώπη, δυνητικά ακρωτηριάζοντας τις τοπικές βιομηχανίες και αποσταθεροποιώντας περαιτέρω τις οικονομίες που ήδη παλεύουν με τη στασιμότητα.
Οικονομικοί κυματισμοί σε όλη την Ευρώπη
Η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, η Γερμανία, προετοιμάζεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά αρνητικής ανάπτυξης. Μια πλημμύρα φθηνών κινεζικών εξαγωγών θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση, να εντείνει την αποβιομηχάνιση και να τροφοδοτήσει τα λαϊκιστικά κινήματα.
«Αυτό θα μπορούσε να συμβεί γρήγορα και να έχει τεράστιες συνέπειες», προειδοποίησε ο Άντονι Γκάρντνερ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην ΕΕ.
Το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία του Κιέλου εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Ευρώπης θα μπορούσε να συρρικνωθεί κατά 0,14% τον πρώτο χρόνο ενός εμπορικού πολέμου και κατά 0,2% μακροπρόθεσμα.
Αν και αυτός ο αντίκτυπος είναι λιγότερο σοβαρός από την αναμενόμενη ζημιά για τις ΗΠΑ και την Κίνα, θα μπορούσε να πιέσει τις βιομηχανίες και να προκαλέσει πολιτική αναταραχή.
Πράξη εξισορρόπησης μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον
Οι Βρυξέλλες βρίσκονται τώρα αντιμέτωπες με μια κρίσιμη επιλογή: να ευθυγραμμιστούν με την Ουάσιγκτον στη σκληρή της στάση απέναντι στο Πεκίνο ή να εκτεθούν στον κίνδυνο να παγιδευτούν μεταξύ δύο οικονομικών βαρέων βαρών.
Οι επιθετικοί δασμοί του Τραμπ, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις του για συμμάχους να συμπλεύσουν με την προσέγγιση των ΗΠΑ, αναγκάζουν την ΕΕ να επανεξετάσει τις εμπορικές της πολιτικές με την Κίνα.
Η ΕΕ έχει ήδη επιβάλει δασμούς έως και 35% στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα, επικαλούμενη άδικες κρατικές επιδοτήσεις. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Τραμπ έχει προχωρήσει παραπέρα, επιβάλλοντας δασμούς 100% σε παρόμοιες εισαγωγές και πιέζοντας για ακόμη πιο αυστηρά μέτρα.
Διατλαντικές εντάσεις
Ενώ η ΕΕ και οι ΗΠΑ μοιράζονται τις ανησυχίες τους για τις εμπορικές πρακτικές της Κίνας, οι στρατηγικές τους διαφέρουν. Η ΕΕ προτιμά μηχανισμούς εμπορικής άμυνας ευθυγραμμισμένους με τους παγκόσμιους κανόνες, ενώ η προσέγγιση του Τραμπ συχνά κλίνει προς τη μονομερή δράση.
Αυτές οι διαφορές θα μπορούσαν να δοκιμάσουν τις διατλαντικές σχέσεις καθώς και οι δύο πλευρές προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εκτροπή των κινεζικών αγαθών.
«Η εκτροπή των κινεζικών προϊόντων στην αγορά της ΕΕ θα κάνει τα πράγματα τεταμένα μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον», δήλωσε ο Keith Rockwell, πρώην εκπρόσωπος του ΠΟΕ.
«Η κυβέρνηση Τραμπ θα περιμένει από την ΕΕ να ανταποκριθεί με τον ίδιο τρόπο στις οικονομικές πολιτικές της Κίνας».
Μια εύθραυστη συμμαχία ενάντια σε μια κοινή πρόκληση
Παρά τις προκλήσεις, ορισμένοι αναλυτές βλέπουν μια ευκαιρία για την ΕΕ και τις ΗΠΑ να ενωθούν ενάντια στα ζητήματα πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της Κίνας.
Ωστόσο, καθώς πλησιάζει η ορκωμοσία του Τραμπ, η ικανότητα της Ευρώπης να διατηρήσει την οικονομική της σταθερότητα χωρίς να υποκύψει στις απαιτήσεις των ΗΠΑ θα είναι μια κρίσιμη δοκιμασία για την ανθεκτικότητά της.
Το σκηνικό έχει διαμορφωθεί για ένα ασταθές ξεκίνημα για το 2025, με τη ρητορική του εμπορικού πολέμου του Τραμπ να απειλεί να αποσταθεροποιήσει τις παγκόσμιες αγορές και να βάλει την Ευρώπη στα διασταυρούμενα πυρά.
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο που η ΕΕ μοιάζει απελπιστικά ανήμπορη και απροετοίμαστη για τέτοιου μεγέθους εξελίξεις.
Η πολιτική κρίση στους δυο πυλώνες της ΕΕ [Γερμανία, Γαλλία] παράλληλα με την οικονομική κρίση στις δυο χώρες, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για την άλλοτε κραταιά συμμαχία, που σήμερα μοιάζει με σπασμένο κρίκο μεταξύ αναπτυσσόμενων χώρων και δυο οικονομικών γιγάντων που την πολιορκούν εξαιτίας της ακραίας εξάρτησής της από τους ίδιους.
Οι ΗΠΑ διέρρηξαν τις σχέσεις της με τη Ρωσία χωρίς να της εξασφαλίσουν ένα plan B επιβίωσης. Μοιραία επήλθε η αρχή μια αποβιομηχάνισης, η οποία βαθαίνει ολοένα και περισσότερο, με τις ευρωπαϊκές εταιρείες να μεταπηδούν σε αμερικανικό έδαφος.
«Υπάρχει έλλειψη πολιτικής σταθερότητας σε πολλές χώρες, όχι μόνο στη Γαλλία. Και στη Γερμανία, για παράδειγμα, ή στη Ρουμανία. Γνωρίζουμε ότι και στο Βέλγιο υπήρξαν φάσεις που δεν υπήρχε κυβέρνηση.
Το πρόβλημα με τη Γαλλία και τη Γερμανία είναι ότι χωρίς αυτές τις δύο χώρες, η ευρωπαϊκή πολιτική γίνεται πολύ περίπλοκη αφού παραμένουν δημογραφικά οι ισχυρότερες και οικονομικά και οι πιο σημαντικές χώρες.
Επομένως, το να μην έχουμε κυβέρνηση στη Γερμανία μέχρι τον Ιούνιο του 2025 περίπου και να έχουμε μια πολύ περίπλοκη κατάσταση στη Γαλλία, αυτό σημαίνει ότι θα είναι πιο περίπλοκο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να έχει φιλόδοξες πρωτοβουλίες», δήλωσε η Σοφί Πορνσέγκελ, αναπληρώτρια διευθύντρια του ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ στις Βρυξέλλες.
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ τρέχει να δημιουργήσει ένα ταμείο Άμυνας, ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, εν όψει της καταιγίδας που ακούσει στο όνομα Τραμπ.
«Είναι σαφές ότι για να προωθήσουμε την αμυντική πολιτική σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρειαζόμαστε ένα πραγματικά ισχυρό ντουέτο, διότι αυτές οι δύο χώρες έχουν ήδη ξεκινήσει έργα μεγάλης κλίμακας μεταξύ εταιρειών όπως η Airbus και η Dassault στο πλαίσιο έργων βιομηχανικής συνεργασίας όπως το SCAF, αλλά και κοινών δεξαμενών όπως το MGCS», εξήγησε η Ζανέτ Σουζ, Ερευνήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων.