Με αφορμή τη νέα συνεργασία με τον Σωτήρη Τσαφούλια, ο Βασίλης Ρίσβας έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα On Time και τη δημοσιογράφο Σίσσυ Μενεγάτου αυτή την εβδομάδα. Μάλιστα, μεταξύ άλλων, ο γνωστός ηθοποιός και σεναριογράφος αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια και τις δυσκολίες που κλήθηκε να διαχειριστεί σαν παιδί.
Μίλησε μας για τα παιδικά σου χρόνια. Γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Κοκκινιά, σε μια εργατούπολη τότε, σε μια λαϊκή συνοικία, σε ένα σπίτι εργατών.
Ναι, μεγάλωσε κοντά στα Προσφυγικά της Κοκκινιάς. Σε ένα σπιτάκι που ήταν σε άθλια κατάσταση αλλά θυμάμαι να το φτιάχνει σιγά σιγά ο πατέρας μου, που ήταν οικοδόμος, οπότε κάπως είχε «σουλουπωθεί» – μη φανταστείς πολλά πράγματα. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα και μας μεγάλωσε δουλεύοντας ατελείωτες ώρες στη ραπτομηχανή, όταν ο πατέρας μας βρέθηκε στην εξορία.
Έχεις και τέτοιες δύσκολες μνήμες;
Ναι. Έχω πολύ δύσκολες, τρομακτικές μνήμες. Θυμάμαι να μπουκάρουν μέσα στο σπίτι μας, να δραπετεύει μέσα στη νύχτα ο μπαμπάς, να τα φέρνουν όλα τούμπα για εκφοβισμό και να λένε στη μάνα μου «στείλε του γράμμα να γυρίσει για να υπογράψει δήλωση μετανοίας». Έχω κι έναν αδελφό, που είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερος μου, εκείνος κι αν τα έζησε. Εγώ ήμουν πιο μικρός αλλά καταλάβαινα, ένιωθα όλον αυτόν το φόβο, καθώς έβλεπα τα μάτια της μαμάς γεμάτα αγωνία, θέλοντας να μας προστατέψει. Δυστυχώς, αυτά τα έζησε πολύς κόσμος τότε, αλλά η Κοκκινιά ήταν στιγματισμένη.
Τους στιγμάτιζαν τους ανθρώπους όπου κι αν βρίσκονταν. Οι γονείς μου ήταν Μικρασιάτες, οι ρίζες μου είναι από τη Μικρά Ασία, φύγανε από τα παράλια διωγμένοι και περάσανε στη Μυτιλήνη, γνωρίστηκαν η μαμά μου και ο μπαμπάς μου μέσα από κοινούς πολιτικούς αγώνες, κυνηγήθηκαν και από εκεί, περάσανε από διάφορες συνοικίες και κατέληξαν στην Κοκκινιά. Η ζωή τους ήταν ένας διαρκής αγώνας. Έζησαν έναν εφιάλτη που χαράχτηκε βαθιά στις ψυχές μας, στις καρδιές μας, στο μυαλό μας – και εμένα και του αδελφού μου -, έχει γίνει ένα με το DNA μας.