Την ώρα που σύμφωνα με το Bloomberg καταγράφεται ρεκόρ πρόωρων αποπληρωμών στεγαστικών δανείων για το πεντάμηνο του 2023 στην Ισπανία και την Πορτογαλία, η συντριπτική πλειονότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην Ελλάδα επιδεικνύει εξαιρετική συνέπεια στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων τους προς το τραπεζικό σύστημα κόντρα μάλιστα στην άνοδο των επιτοκίων και την ενίσχυση του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σε όλες τις κατηγορίες, το κόστος εξυπηρέτησης έχει αυξηθεί σημαντικά από τα μέσα του 2022 έως και σήμερα. Συγκεκριμένα, το μεσοσταθμικό κυμαινόμενο επιτόκιο στις υφιστάμενες οφειλές με εναπομένουσα διάρκεια άνω του 1 έτους, έχει σχεδόν διπλασιαστεί, διαμορφούμενο τον περασμένο Μάιο σε: 5,08% από 2,47% τον Ιούνιο του 2022 για τους ιδιώτες, 7,17% από 4,46% για τους Ελεύθερους επαγγελματίες και 5,74% από 2,98% για τις Μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Πηγές από τις τράπεζες αλλά και τις εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων που παρακολουθούν καθημερινά την πορεία των εισπράξεων σημειώνουν ότι οι περισσότεροι δανειολήπτες συνεχίζουν να πληρώνουν κανονικά τις δόσεις τους, ενώ κάποιοι που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην εξυπηρέτηση του χρέους τους, διευκολύνονται με λύσεις μείωσης των μηνιαίων καταβολών. Όπως λένε μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επέλεξαν λόγω της ανόδου του κόστους δανεισμού να αποπληρώσουν πρόωρα μέρος της οφειλής τους για να αποφύγουν τις επιτοκιακές επιβαρύνσεις.
Η εικόνα στην Ευρώπη
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg βάσει στοιχείων της ΕΚΤ, τους πρώτους πέντε μήνες του 2023 οι πρόωρες αποπληρωμές στεγαστικών δανείων σημείωσαν αύξηση 24% στην Ισπανία και 23% στην Πορτογαλία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, αντιθέτως, μειώθηκαν οι πρόωρες αποπληρωμές κατά 39% στη Γερμανία και κατά 42% στην Ολλανδία.
Σε μεγάλο βαθμό η διαφορά αυτή οφείλεται στο ότι σε ορισμένες χώρες προτιμώνται τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ σε άλλες οι δανειολήπτες επιλέγουν κατά προτίμηση τα δάνεια με σταθερό επιτόκιο. Στις χώρες της νότιας Ευρώπης τα στεγαστικά δάνεια έχουν συνήθως κυμαινόμενα επιτόκια που ακολουθούν τις αυξήσεις ή μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Το Euribor ενός έτους, που αποτελεί το επίπεδο αναφοράς για τα επιτόκια στα περισσότερα στεγαστικά δάνεια στην Ισπανία, από τα μέσα του έτους έχει αυξηθεί πάνω από το 4%. Έτσι, πολλοί δανειολήπτες στην περιοχή αναγκάζονται να καταβάλουν επιτόκιο τριπλάσιο από εκείνο που πλήρωναν πριν από μόλις 12 μήνες. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Πορτογαλία. Ως εκ τούτου σπεύδουν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους φοβούμενοι περαιτέρω αυξήσεις που θα καταστήσουν ακόμη πιο ακριβή και δύσκολη την αποπληρωμή τους.
Η κατάσταση είναι όμως εντελώς διαφορετική σε άλλες χώρες, κατά κύριον λόγο στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπου είναι πολύ πιο συνήθη τα δάνεια με σταθερό επιτόκιο. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι περισσότεροι δανειολήπτες έχουν «κλειδώσει»» το ύψος των επιτοκίων τους για τα επόμενα 10 χρόνια ή και για ακόμη περισσότερο. Αυτό σημαίνει πως όσο κι αν αυξάνει τα επιτόκια η ΕΚΤ, οι κινήσεις της δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κόστος εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων των Γερμανών ή των Ολλανδών.
Η εικόνα στην Ελλάδα
Η εικόνα για την συμπεριφορά των Ελλήνων δανειοληπτών προσομοιάζει με αυτή των χωρών του Νότου γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοίνωσαν οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι στο α΄ τρίμηνο του 2023 και τις εισπράξεις των εταιρειών διαχείρισης από ρυθμισμένα δάνεια. Σε αντίθεση μάλιστα με την Ισπανία και την Πορτογαλία οι περισσότερες χορηγήσεις στην Ελλάδα αφορούν σε προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου: 85% στη λιανική τραπεζική και 97% σε επιχειρηματική – επαγγελματική πίστη.
Συγκεκριμένα οι καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο α΄ τρίμηνο του 2023:
- Στην Alpha Bank ήταν αρνητικές κατά 200 εκατ. ευρώ
- Στη Eurobank ήταν αρνητικές κατά 48 εκατ. ευρώ
- Στην Εθνική Τράπεζα ήταν μηδενικές
- Στην Τράπεζα Πειραιώς ήταν αρνητικές κατά 100 εκατ. ευρώ
Οι λόγοι της συνέπειας
Οι ίδιες πηγές δεν ξαφνιάζονται με την συμπεριφορά των Ελλήνων δανειοληπτών και αποδίδουν την συνέπεια τους σε μια σειρά από λόγους όπως:
1. Η πλειονότητα των ανοιγμάτων που βρίσκεται στους ισολογισμούς των τραπεζών εκταμιεύτηκε στα χρόνια της κρίσης. Πρόκειται δηλ. για δάνεια που δόθηκαν με κριτήρια χορήγησης ιδιαίτερα αυστηρά. Ένας δανειολήπτης λοιπόν που κατάφερε να παραμείνει πράσινος την περίοδο των μνημονίων, έχει σαφώς περισσότερος πιθανότητες να ανταπεξέλθει στο σημερινό περιβάλλον υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, παρά την άνοδο των επιτοκίων.
2. Ταυτόχρονα, έχει καταστεί πλέον σαφές ότι όποιος δεν εξοφλεί το χρέος του κινδυνεύει με απώλεια της περιουσίας του, καθώς έχουν αρθεί οι οριζόντιες ρυθμίσεις προστασίας των δανειοληπτών. Ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία, η έκρηξη των τιμων στα ακίνητα λειτουργεί ως αντικίνητρο για την αθέτηση των πληρωμών.
3. Μπορεί να υπάρχει πληθωρισμός, ωστόσο η οικονομία αναπτύχθηκε την προηγούμενη διετία με υψηλούς ρυθμούς, ενισχύοντας τους τζίρους των επιχειρήσεων και τα εισοδήματα των νοικοκυριών
4. Την ίδια περίοδο τόσο οι εργαζόμενοι, όσο και οι επιχειρήσεις στηρίχθηκαν μέσω των κρατικών πανδημικών προγραμμάτων με 40 δισ. ευρώ, ενώ ανάλογες δράσεις ενεργοποιήθηκαν και για τη μείωση του ενεργειακού κόστους.
5. Στην Ελλάδα δεν αμφισβητείται υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί δανειολήπτες μπορούν και πληρώνουν τις αυξημένες δόσεις, κάνοντας χρήση των κρυφών εισοδημάτων τους.