Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις θα λαμβάνουν αποζημίωση από τις τράπεζες τα θύματα των ηλεκτρονικών απατών (phishing), δηλαδή πρακτικών εξαπάτησης (με πλαστές ιστοσελίδες, ηλεκτρονικά μηνύματα ή ειδοποιήσεις), όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 22 της διάταξης του νομοσχεδίου του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων που κατατέθηκε στη Βουλή.
Η εν λόγω διάταξη προβλέπει μεταξύ άλλων αποζημίωση για ζημίες που θα υποστούν καταναλωτές σε περίπτωση κλοπής ή απώλειας τραπεζικής κάρτας ή κωδικών για συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω ebanking.
Σε ποιες περιπτώσεις δίνεται αποζημίωση
Την αποζημίωση την λαμβάνει το θύμα στις παρακάτω περιπτώσεις:
- η τράπεζα έχει μπλοκάρει τον λογαριασμό, έχει λάβει μέτρα προστασίας των συναλλαγών
- και οι καταναλωτές έχουν δείξει την απαιτούμενη προσοχή και δεν υπάρχει δόλος.
Ο κάτοχος θα έχει ευθύνη για ζημία έως 50 ευρώ σε περίπτωση συναλλαγών με κάρτες, ενώ στην περίπτωση απάτης μέσω e-banking έως 1.000 ευρώ. Ωστόσο τα πιστωτικά ιδρύματα επιβαρύνονται για την επιπλέον ζημία.
Πότε δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση
Δεν δίνεται αποζημίωση, αν ο πάροχος αποδείξει ότι διαθέτει και εφαρμόζει πρόσθετους και πιο εξελιγμένους μηχανισμούς ελέγχου των συναλλαγών, από αυτούς που εφαρμόζει για την ισχυρή ταυτοποίηση των συναλλαγών, για συναλλαγές που μπορούν να προκαλέσουν ζημία άνω 1.000 ευρώ, όπως ιδίως μηχανισμούς ελέγχου που αξιοποιούν τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης.
Επιπλέον στο άρθρο 22 αναφέρεται ότι ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με κάθε μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, που προξένησε από δόλο, καθώς για τη με δόλο αθέτηση των υποχρεώσεών του, σύμφωνα με το άρθρο 69. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν ισχύει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
Ακολουθεί το άρθρο 22 του νομοσχεδίου
Όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 του νομοσχεδίου με τι τίτλο” Περιορισμός της ευθύνης του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής («phishing») – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 74 ν. 4537/2018″
Το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4537/2018 (Α΄ 84), περί ευθύνης του πληρωτή, τροποποιείται ως προς την υπαιτιότητα, προστίθεται τελευταίο εδάφιο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 73, ο πληρωτής ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των πενήντα (50) ευρώ για τις ζημίες από τη διενέργεια μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, οι οποίες προκύπτουν είτε από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών είτε από υπεξαίρεσή του. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει, εφόσον:
α) η απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από τη διενέργεια πράξης πληρωμής, εκτός αν ο πληρωτής είχε ενεργήσει με δόλο ή
β) η ζημία είχε προκληθεί από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε αναθέσει τις δραστηριότητές του.
Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με κάθε μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, που προξένησε από δόλο, καθώς για τη με δόλο αθέτηση των υποχρεώσεών
του, σύμφωνα με το άρθρο 69. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν ισχύει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
Αν ο πληρωτής είναι καταναλωτής και εφόσον οι ζημιές οφείλονται σε βαριά αμέλεια, ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των 1.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη φύση των
εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες το μέσο πληρωμής απωλέσθη, εκλάπη ή υπεξαιρέθηκε.».