«Μην περιμένετε να πέσουν πρώτα οι βόμβες και να πεθάνουν οι άνθρωποι για να αποκαλύψετε όλα όσα ξέρετε. Κάντε το… χθες».
Αυτή ήταν η τελευταία παραίνεση του Ντάνιελ Έλσμπεργκ προς όλους τους επίδοξους πληροφοριοδότες σε κάθε γωνιά της γης, πριν κλείσει τα μάτια του σε ηλικία 92 ετών. Είχε διαγνωστεί με καρκίνο στο πάγκρεας και είχε αποφασίσει να μην υποβληθεί σε χημειοθεραπείες.
Ήταν εξάλλου «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Αμερική», όπως είχε χαρακτηριστεί για τη διαρροή των εγγράφων του 1971, που αποκάλυψαν τα μεγάλα ψέματα της αμερικανικής κυβέρνησης για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και πυροδότησαν μια από τις σημαντικότερες μάχες για την ελευθερία του Τύπου.
«Ο Ντάνιελ ήταν ένας αναζητητής της αλήθειας, ένας πατριώτης αφηγητής της πραγματικότητας, ένας ακτιβιστής κατά του πολέμου, ένας αγαπημένος σύζυγος, πατέρας, παππούς και προπάππους, ένας αγαπημένος φίλος για πολλούς, μια πηγή έμπνευσης για αναρίθμητους άλλους», έγραφε η ανακοίνωση της οικογένειας, η οποία κατέλεξε ότι «θα μείνει ζωντανός στη μνήμη των πάντων». Ο ίδιος χιουμορίστας μέχρι την τελευταία στιγμή, είχε πει λίγο πριν πεθάνει ανάμεσα στους αγαπημένους του ανθρώπους, ότι «αν ήξερα ότι ο θάνατος θα ήταν έτσι, θα το είχα κάνει νωρίτερα».
Η αρχή της συγκλονιστικής ιστορίας
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Έλσμπεργκ, ο οποίος εργαζόταν ως αναλυτής στον οργανισμό Έρευνας και Ανάπτυξης, RAND Corporation, αποφάσισε το 1971 μαζί με τον συνάδελφό του, Άντονι Ρούσο, να βγάλουν φωτοτυπίες κρυφά μια μελέτη 7.000 σελίδων.
Στην έκθεση αυτή , που έφερε την επίσημη ονομασία Report of the Office of the Secretary of Defense Vietnam Task Force, και την οποία είχε ζητήσει το υπουργείο Άμυνας, αναφερόταν ότι η κυβέρνηση γνώριζε από νωρίς ότι δεν μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Έλσμπεργκ ελπίζοντας ότι μπορούσε να επισπεύσει το τέλος του, διέρρευσε τμήματά της στους New York Times και σε άλλες εφημερίδες.
Νωρίτερα, όταν είχε σταλεί στη Σαϊγκόν εκ μέρους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Έλσμπεργκ είχε ήδη ένα εντυπωσιακό βιογραφικό, αφού είχε τρία πτυχία από το Χάρβαρντ, είχε υπηρετήσει στους Πεζοναύτες και είχε ήδη εργαστεί στο Πεντάγωνο και στον RAND Corporation, ένα ινστιτούτο μελετών της εποχής που ασκούσε μεγάλη επιρροή.
Τότε ήταν υποστηρικτής του Ψυχρού Πολέμου και «γεράκι» του Βιετνάμ, αλλά όπως παραδέχτηκε πολύ αργότερα στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 2003 με τον τίτλο «Μυστικά: Αναμνήσεις από το Βιετνάμ και τα Έγγραφα του Πενταγώνου», μία εβδομάδα στη Σαϊγκόν από τη 2ετή θητεία του ήταν αρκετή για να αντιληφθεί ότι οι ΗΠΑ είχαν εμπλακεί σε έναν πόλεμο που δεν θα κέρδιζαν.
Το σκάνδαλο που συντάραξε τις ΗΠΑ
Ξανά στο 1971, η αποκάλυψη τμημάτων της μελέτης αυτής προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο στις ΗΠΑ, διότι η εκτίμηση της βρισκόταν σε απόλυτη αντίθεση, τόσο με αυτά που ανακοίνωνε το Πεντάγωνο δημόσια, όσο και με τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για τον πόλεμο.
Τα έγγραφα αυτά αποκάλυπταν ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ πιθανότατα δεν μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο και ότι ο πρόεδρος Τζον Κένεντι ενέκρινε τα σχέδια ενός πραξικοπήματος για την ανατροπή της ηγεσίας του Νοτίου Βιετνάμ. Ο διάδοχος του, Λίντον Τζόνσον, σχεδίαζε μάλιστα να διευρύνει τον πόλεμο, βομβαρδίζοντας το Βόρειο Βιετνάμ, μολονότι είχε πει προεκλογικά ότι δεν θα το έκανε.
Τα έγγραφα μιλούσαν επίσης για τους μυστικούς βομβαρδισμούς των ΗΠΑ στην Καμπότζη και το Λάος και αποκάλυπταν ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν μεγαλύτερος από αυτόν που παραδέχονταν οι αρχές.
Να σημειωθεί ότι μέχρι το τέλος του πολέμου το 1975, περισσότεροι από 58.000 Αμερικανοί είχαν χάσει την ζωή τους και 304.000 είχαν τραυματιστεί. Σχεδόν 250.000 στρατιώτες του Νοτίου Βιετνάμ είχαν επίσης σκοτωθεί, όπως και περίπου 1 εκατομμύριο στρατιώτες του Βορείου Βιετνάμ, αντάρτες βιετκόνγκ και περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άμαχοι στο Βόρειο και Νότιο Βιετνάμ, το Λάος και την Καμπότζη.
«Ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Αμερική»
Παρότι οι New York Times δεν αποκάλυψαν ποτέ ποιος διέρρευσε τα έγγραφα, το FBI κατέληξε γρήγορα στο όνομα του, με αποτέλεσμα αυτός να κρυφτεί για δύο εβδομάδες και στη συνέχεια να παραδοθεί στη Βοστόνη. «Αισθάνθηκα ότι ως Αμερικανός πολίτης, ως υπεύθυνος πολίτης, δεν μπορούσα πλέον να συνεργάζομαι στην απόκρυψη αυτών των πληροφοριών από το αμερικανικό κοινό», είχε δηλώσει τότε ο ίδιος, τονίζοντας ότι «ήταν προετοιμασμένος να υποστεί όλες τις συνέπειες» της πράξης του. Όπως άλλωστε είχε υπογραμμίσει για το μόνο που μετάνιωσε ήταν ότι δεν διέρρευσε τα έγγραφα νωρίτερα».
Παρότι τα έγγραφα του Πενταγώνου δεν άγγιζαν την κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον και τον τρόπο που χειρίστηκε το Βιετνάμ, ο Αμερικανός πρόεδρος χαρακτήρισε τον τον Ελσμπεργκ προδότη, ενώ ο Χένρι Κίσινγκερ, τότε σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας είπε ότι ήταν «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Αμερική που πρέπει να τον σταματήσουμε με κάθε τρόπο».
Παρά τις προσπάθειες αμφοτέρων να σταματήσει η δημοσίευση των Pentagon Papers, αρχικά στους New York Times και στη συνέχεια στην Washington Post, το Ανώτατο Δικαστήριο τάχθηκε στο πλευρό των εφημερίδων με μια απόφαση-ορόσημο, που απαγόρευε τον εκ των προτέρων περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης.
Μετά τις αποκαλύψεις, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του Έλσμπεργκ αλλά και του Ρούσο, γιατί διέρρευσαν το περιεχόμενο της μελέτης στα μέσα. Δυόμισι μήνες μετά, δύο άνδρες που αργότερα πρωταγωνίστησαν στο Watergate – ο Γκόρντον Λίντι και ο Χάουαρντ Χαντ – εισέβαλαν στο γραφείο του ψυχιάτρου του Ελσμπεργκ για να αναζητήσουν ενοχοποιητικά στοιχεία.
Η δικαίωση και οι… μιμητές
Οι πληροφοριοδότες κατηγορήθηκαν στη συνέχεια για κατασκοπεία, κλοπή και συνωμοσία για τη διαρροή. Ο Έλσμπεργκ αντιμετώπιζε μέγιστη ποινή φυλάκισης 115 ετών σε περίπτωση καταδίκης του. Όμως στη δίκη, που έγινε στο Λος Άντζελες το 1973, η υπόθεση απορρίφθηκε όταν αποκαλύφθηκαν οι κυβερνητικές παρατυπίες και η διάρρηξη.
Τα επόμενα χρόνια, ο Έλσμπεργκ έγραψε βιβλία και έδωσε διαλέξεις υπέρ της διαφάνειας και κατά της διάδοσης των πυρηνικών όπλων, ενώ υπερασπίστηκε τον Έντουαρντ Σνόουντεν που έδωσε σε δημοσιογράφους χιλιάδες απόρρητα κυβερνητικά έγγραφα για τις παρακολουθήσεις πολιτών από αμερικανικές υπηρεσίες και την στρατιώτη Τσέλσι Μάνινγκ που τροφοδότησε χιλιάδες έγγραφα στον ιστότοπο WikiLeaks.
Σχολιάζοντας τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, δήλωσε πριν από έναν χρόνο ότι «έχει κάνει τον κόσμο πολύ πιο επικίνδυνο, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και με τρόπους που μπορεί να είναι μη αναστρέψιμοι. Πρόκειται για μια τραγική και εγκληματική επίθεση. Βλέπουμε την ανθρωπότητα σχεδόν στη χειρότερη στιγμή της, αλλά όχι ακριβώς στη χειρότερη – μέχρι στιγμής, από το 1945 δεν έχουμε δει πυρηνικό πόλεμο»
Να σημειωθεί ότι το 2017, η ταινία «Τhe Post» σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπιλμπέργκ πραγματεύτηκε την απόφαση του δημοσιογράφου της Washington Post, Μπεν Μπράντλι, που ερμήνευσε εξαιρετικά ο Τομ Χανκς και της εκδότριάς του, Κάθριν Γκράχαμ, τον ρόλο της οποίας απογείωσε η υπερταλαντούχα Μέριλ Στριπ, να δημοσιεύσουν τα έγγραφα στην εφημερίδα.