Μέχρι απόψε τα μεσάνυχτα εκατοντάδες χιλιάδες μη μισθωτοί –ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες– πρέπει να επιλέξουν, μέσω ηλεκτρονικής αίτησης στον e-EΦΚΑ την ασφαλιστική κατηγορία στην οποία επιθυμούν να ενταχθούν. Αν δεν το κάνουν τότε ο Φορέας θα τους εντάξει αυτόματα την ίδια κατηγορία που είχαν επιλέξει και πέρυσι.
Σε κάθε περίπτωση θα κληθούν να πληρώσουν αυξημένες εισφορές, κατά 2,7%, καθώς από το 2020 το ύψος των αυξήσεων έχει συνδεθεί με τον πληθωρισμό. Μόνο τα τρία τελευταία χρόνια οι ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και συνολικά οι μη μισθωτοί έχουν αυξηθεί αθροιστικά κατά 16%.
Συντάξεις φτώχειας
Υπενθυμίζεται ότι λόγω των αυξήσεων, αλλά και της συνολικής επιβάρυνσης στα κόστη, τη φορολογία, τα λειτουργικά έξοδα, οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες επιλέγουν την κατώτατη ασφαλιστική κατηγορία για την κύρια σύνταξη. Το αποτέλεσμα είναι ότι έτσι «καταδικάζουν» τον εαυτό τους σε συντάξεις φτώχειας, μέχρι 800 ευρώ μικτά, μετά από 35 και 40 χρόνια δουλειάς. Αν σε αυτούς προσθέσουμε όσους κινδυνεύουν να μη λάβουν σύνταξη λόγω χρεών, οδηγούμαστε σε ένα εκρηκτικό κοινωνικό πρόβλημα, που αφορά την πλειοψηφία των ασφαλισμένων μη μισθωτών, που μαζί με τους αγρότες μπορεί να φτάνουν αθροιστικά και το ένα εκατομμύριο.
Αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές
Σε αυτό το κλίμα, οι φετινές αυξήσεις του 2,7% δεν θεωρείται ότι αποτελούν το μείζον πρόβλημα, αλλά μια επιπλέον σταγόνα σε ένα ήδη ξέχειλο ποτήρι. Άλλωστε η συγκεκριμένη αύξηση είναι πιο ήπια σε σχέση με αυτή που θα ίσχυε αν εφαρμοζόταν η σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με τους μισθούς – όπως προβλέπει το νέο σύστημα που επεξεργάζεται το υπουργείο Εργασίας.
Ενδεικτικά, όσοι ενταχθούν στην πρώτη ασφαλιστική κλάση θα κληθούν να πληρώσουν περίπου 6,5 ευρώ περισσότερο το μήνα για κύρια ασφάλιση, σχεδόν 245 ευρώ. Όσοι επιλέξουν τη μεσαία κατηγορία θα πληρώνουν σχεδόν 352 ευρώ το μήνα ή περίπου 10 ευρώ επιπλέον. Στην ανώτατη κλάση οι μηνιαίες εισφορές για κύρια σύνταξη φτάνουν τα 660 ευρώ, αυξημένες κατά 17,3 ευρώ.
Σε αυτά προστίθενται τα δέκα ευρώ για την εισφορά κλάδου ανεργίας, οι εισφορές για εφάπαξ παροχές και επικουρική ασφάλιση, και ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το τέλος επιτηδεύματος.
Λήγει η προθεσμία για 300.000 ελεύθερους επαγγελματίες με οφειλές
Τα βάρη των ασφαλιστικών εισφορών προστίθενται στο σύνολο των αυξημένων εξόδων, με αποτέλεσμα περίπου 300.000 ελεύθεροι επαγγελματίες να κινδυνεύουν να απωλέσουν την ασφαλιστική ικανότητα λόγω οφειλών στον ΕΦΚΑ. Γι’ αυτούς η προθεσμία να ενταχθούν σε ρύθμιση εκπνέει επίσης απόψε τα μεσάνυχτα. Όσοι δεν τα καταφέρουν δεν θα έχουν από φέτος ούτε πρωτοβάθμια περίθαλψη, τόσο οι ίδιοι όσο και τα έμμεσα ασφαλισμένα μέλη της οικογένειάς τους.
Οι μικρομεσαίοι γονατίζουν από τα βάρη
Όπως δηλώνει στο in o πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, το 2,7% της επιπλέον αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών μπορεί να μη φαίνεται μεγάλο σαν ποσοστό, αλλά πρέπει να το δούμε σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα έξοδα που αντιμετωπίζει μια μικρομεσαία επιχείρηση. «Κάθε επιχείρηση μαζί με τις αυξήσεις των εισφορών πληρώνει έξοδα για τα POS που μπορεί να φτάσουν και τα 2.500 ευρώ. Πληρώνει για τον πάροχο για τις ψηφιακές κάρτες. Συνεχίζει να πληρώνει το τέλος επιτηδεύματος που καταργείται μόνο για τα φυσικά πρόσωπα , πληρώνει τις αυξήσεις σε ενεργειακό κόστος. Αθροιστικά τα κόστη είναι δυσβάσταχτα. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα χρέη στον ΕΦΚΑ από 32 δισ. ευρώ το 2019, έφτασαν το 2024 τα 49 δισ. ευρώ. Άρα είναι φανερό ότι δεν μπορούν να πληρώσουν οι μικρομεσαίοι αυτές τις αυξημένες εισφορές».
Βόμβα το ιδιωτικό χρέος
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΕΑ, απόδειξη της οικονομικής ασφυξίας των μικρομεσαίων είναι ότι πλέον οι εννιά στους δέκα ελεύθεροι επαγγελματίες επιλέγουν, λόγω ανάγκης, την κατώτατη ασφαλιστική κλάση. «Ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν τόσο υψηλό το ποσοστό όσων εντάσσονται στην κατώτερη κλίμακα. Ενώ καταλαβαίνει αυτός που πληρώνει τα λιγότερα ότι θα πάρει ελάχιστη σύνταξη, δεν επιλέγει μεγαλύτερη κατηγορία και επειδή δεν μπορεί, αλλά και επειδή δεν πιστεύει στο ασφαλιστικό σύστημα. Φοβάται ότι ακόμα και αν πληρώσει περισσότερα, πάλι δεν θα πάρει μεγαλύτερη σύνταξη – όπως ίσχυε και επί μνημονίων», μας λέει.
Ο κ. Χατζηθεοδοσίου τονίζει ότι στην πλέον δυσμενή θέση βρίσκονται οι 300.000 ελεύθεροι επαγγελματίες με χρέη στον ΕΦΚΑ, που δεν θα έχουν καν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αν δεν κάνουν μέχρι απόψε τα μεσάνυχτα διακανονισμό για τις 24 δόσεις.
«Η κυβέρνηση θα πρέπει να σκεφτεί ότι τα τόσα πολλά βάρη στους μικρομεσαίους τους οδηγούν σε νέα αδιέξοδα. Αυτό αποτυπώνεται και στο ιδιωτικό χρέος που έχει ξεπεράσει τα 280 δισεκ. ευρώ. Ίσως θα πρέπει σε μια εποχή κρίσης να γίνει αντιληπτό ότι δεν μπορούμε σε τόσα βάρη να προσθέτουμε και τη νέα αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών», καταλήγει.
Το πρόβλημα είναι συνολικό
Για τον Γιώργο Καββαθά, πρόεδρο της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, οι οφειλές στον ΕΦΚΑ είναι θηλιά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. «Ζητάμε να γίνει επιτέλους μια γενναία ρύθμιση. Η τελευταία ρύθμιση του 2019 – των 120 δόσεων – δεν είχε περιθώριο να λειτουργήσει, γιατί μετά ήρθε η πανδημία. Είχαν ενταχθει 200.000 επιχειρήσεις και τώρα την παρακολουθούν μόλις 30.000». Οι ρυθμίσεις «μικρού βεληνεκούς», όπως αυτή που εκπνέει σήμερα, κρίνονται ατελέσφορες, γιατί οι περισσότεροι δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν σταθερά τις υψηλές δόσεις και παράλληλα να πληρώνουν εισφορές, με αποτέλεσμα να χάνουν το διακανονισμό και να βρίσκονται πάλι στο μηδέν.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ δηλώνει ότι «οι αυξήσεις του 2,7% στις ασφαλιστικές εισφορές δεν είναι αυτή τη στιγμή το κυρίαρχο θέμα για τους μικρομεσαίους επαγγελματίες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι αυξήσεις στα λειτουργικά κόστη, που φτάνουν το 37% την τελευταία διετία, με βάση την έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, και πάνω από 40% ειδικά στην εστίαση».
Η πιο αφοπλιστική απάντηση για τις αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές, ειδικά για τους αγρότες, έρχεται από τον Θωμά Μόσχο, πρόεδρο του Αγροτικού Συνεταιρισμού Καστοριάς και τεχνικό σύμβουλο του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας: «Αυτό που ξέρουμε είναι ότι μια ζωή πληρώνουμε εισφορές, και μετά από 40 χρόνια θα πάρουμε δέκα ευρώ χαμηλότερη σύνταξη από κάποιον που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του: 370 ευρώ. Κάτω από τα όρια της πείνας».