Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απάντησε στη βελγική δικαιοσύνη μετά την προσφυγή του κλάδου των φοροτεχνικών και φοροσυμβούλων και επιβεβαιώνει ότι είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν τις δυνητικά καταχρηστικές πρακτικές των πελατών τους. Μόνο οι δικηγόροι γλιτώνουν, λόγω του επαγγελματικού τους απορρήτου.
Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι φοροτεχνικοί και οι φορολογικοί σύμβουλοι είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στις φορολογικές αρχές οποιεσδήποτε πρακτικές των πελατών τους που θεωρούνται δυνητικά καταχρηστικές ή που έχουν ως στόχο την αποφυγή φορολογίας. Αυτή η υποχρέωση ισχύει βάσει της Οδηγίας (EU) 2018/822, γνωστής και ως DAC6.
Οι δικηγόροι εξαιρούνται από αυτή την υποχρέωση λόγω του επαγγελματικού απορρήτου που προστατεύει τη σχέση δικηγόρου-πελάτη. Το επαγγελματικό απόρρητο θεωρείται θεμελιώδες δικαίωμα στην ΕΕ και προστατεύει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που μοιράζονται οι πελάτες με τους δικηγόρους τους.
Η απόφαση αυτή έχει σημαντικό αντίκτυπο στους φοροτεχνικούς και τους φορολογικούς συμβούλους, καθώς δημιουργεί μια επιπλέον υποχρέωση συμμόρφωσης με τις φορολογικές αρχές και ενδέχεται να επηρεάσει τη σχέση τους με τους πελάτες τους. Στον κλάδο υπάρχει η ανησυχία ότι οι πελάτες μπορεί να είναι λιγότερο πρόθυμοι να μοιραστούν πληροφορίες ή να ζητήσουν συμβουλές για φορολογικές στρατηγικές που ενδέχεται να θεωρηθούν καταχρηστικές.
Ενίσχυση της προσπάθειας καταπολέμησης της φοροδιαφυγής
Η απόφαση αυτή είναι σημαντική για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς καθορίζει ένα πρότυπο για την υποχρέωση αναφοράς καταχρηστικών πρακτικών που επηρεάζει όλους τους φοροτεχνικούς και φορολογικούς συμβούλους σε ολόκληρη την ΕΕ. Η εφαρμογή αυτής της υποχρέωσης μπορεί να διαφέρει μεταξύ των χωρών, ανάλογα με το πώς έχει ενσωματωθεί η Οδηγία DAC6 στη νομοθεσία κάθε χώρας.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ενισχύει την προσπάθεια της ΕΕ να καταπολεμήσει τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή. Η υποχρέωση αναφοράς έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει τη διαφάνεια και να δώσει στις φορολογικές αρχές τα εργαλεία που χρειάζονται για να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν καταχρηστικές πρακτικές.
Η εξαίρεση των δικηγόρων βασίζεται στην προστασία του επαγγελματικού απορρήτου, το οποίο θεωρείται ζωτικής σημασίας για τη δικαιοσύνη και τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των πελατών. Αυτό το δικαίωμα είναι προστατευμένο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Πάντως, οι φοροτεχνικοί και οι φορολογικοί σύμβουλοι μπορεί να βρεθούν σε δύσκολη θέση, καθώς πρέπει να εξισορροπήσουν την υποχρέωση αναφοράς με την εμπιστοσύνη των πελατών τους. Επίσης, η υποχρέωση αυτή μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με την ευθύνη τους για την ορθή αναφορά και τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Αυτή η απόφαση μπορεί να δημιουργήσει προηγούμενο για το πώς αντιμετωπίζονται άλλες επαγγελματικές κατηγορίες σχετικά με την υποχρέωση αναφοράς και το επαγγελματικό απόρρητο.
Η εξισορρόπηση της ανάγκης για διαφάνεια και της προστασίας των δικαιωμάτων των επαγγελματιών είναι ένα σύνθετο ζήτημα που μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη της νομοθεσίας στην ΕΕ.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η νομοθεσία και οι κανονισμοί σχετικά με την υποχρέωση των φοροτεχνικών και φορολογικών συμβούλων να αναφέρουν καταχρηστικές φορολογικές πρακτικές ευθυγραμμίζονται με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, όπως η Οδηγία DAC6 (Directive 2018/822), η οποία έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο.
Η Ελλάδα έχει ενσωματώσει την Οδηγία DAC6 στην εθνική νομοθεσία με τον νόμο 4714/2020. Η DAC6 απαιτεί από τους ενδιάμεσους, όπως φοροτεχνικούς, λογιστές, και φορολογικούς συμβούλους, να αναφέρουν στις φορολογικές αρχές οποιαδήποτε «δυνητικά επιθετική» διασυνοριακή ρύθμιση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή.
Υποχρεώσεις Αναφοράς
Σύμφωνα με τον νόμο 4714/2020, οι φοροτεχνικοί και οι φορολογικοί σύμβουλοι στην Ελλάδα έχουν την υποχρέωση να αναφέρουν στις ελληνικές φορολογικές αρχές (ΑΑΔΕ – Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων) οποιεσδήποτε ρυθμίσεις που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και θεωρούνται «διασυνοριακές» και «δυνητικά επιθετικές». Αυτά τα κριτήρια περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την κατάχρηση των φορολογικών κανόνων και την πρόθεση να αποκτηθεί φορολογικό όφελος που δεν είναι σύμφωνο με την πνευματική κατεύθυνση των φορολογικών κανόνων.
Εξαίρεση των Δικηγόρων
Όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ, οι δικηγόροι στην Ελλάδα εξαιρούνται από την υποχρέωση αναφοράς λόγω του επαγγελματικού απορρήτου. Αυτό σημαίνει ότι οι δικηγόροι δεν είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στις φορολογικές αρχές τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τους πελάτες τους, εκτός εάν αυτό απαιτείται από άλλες διατάξεις του νόμου ή σε περιπτώσεις όπου ο πελάτης δίνει τη συγκατάθεσή του για την αποκάλυψη των πληροφοριών.
Κυρώσεις και Συνέπειες
Η μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις αναφοράς μπορεί να επιφέρει σοβαρές κυρώσεις για τους φοροτεχνικούς και τους φορολογικούς συμβούλους στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των προστίμων και άλλων διοικητικών κυρώσεων. Οι κυρώσεις αυτές έχουν σχεδιαστεί για να ενθαρρύνουν τη συμμόρφωση με τους κανόνες και να διασφαλίσουν ότι οι ελληνικές φορολογικές αρχές λαμβάνουν τις πληροφορίες που χρειάζονται για να καταπολεμήσουν τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή.
Προσαρμογή και Εκπαίδευση
Οι φοροτεχνικοί και οι φορολογικοί σύμβουλοι στην Ελλάδα πρέπει να παραμένουν ενημερωμένοι για τις αλλαγές στη νομοθεσία και να διασφαλίζουν ότι οι πρακτικές τους συμμορφώνονται με τις τρέχουσες απαιτήσεις. Η συνεχιζόμενη εκπαίδευση και η παρακολούθηση των εξελίξεων στον φορολογικό τομέα είναι κρίσιμη για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον νόμο.
Συμπέρασμα;
Στην Ελλάδα, η υποχρέωση αναφοράς δυνητικά καταχρηστικών φορολογικών πρακτικών από τους φοροτεχνικούς και τους φορολογικούς συμβούλους έχει θεσπιστεί σύμφωνα με την ευρωπαϊκή Οδηγία DAC6. Οι δικηγόροι εξαιρούνται από αυτή την υποχρέωση λόγω του επαγγελματικού απορρήτου. Οι φοροτεχνικοί και φορολογικοί σύμβουλοι πρέπει να συμμορφώνονται με αυτές τις απαιτήσεις για να αποφεύγουν κυρώσεις και να συμβάλλουν στη διαφάνεια και τη συμμόρφωση με τους φορολογικούς κανονισμούς.